Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Πεφταστέρια

Πέφτουν αστέρια απόψε και μοιάζει τούτη η βροχή, σαν ξεχασμένα πυροτεχνήματα, που σκάνε να φωτίσουνε το σκοτεινό ουρανό μας. Στην αγκαλιά σου, σε μια παραλία αμμουδερή, Αύγουστο μήνα με δροσιά, με το κεφάλι μου γερμένο στα μπράτσα σου και το κορμί μου μαζεμένο σα μωρού, μπλεγμένο στο δικό σου, μυρίζει ο αγέρας ιώδιο και το φιλί σου έχει τη γεύση της αρμύρας. Κι ο γαλαξίας πάνω μας, σα χαμόγελο του Θεού, απλώνει τα χέρια του και το φεγγάρι να φωτίζει μια διαδρομή στο άγνωστο, στης θάλασσας την επιφάνεια, μια σκάλα για το απέραντο γαλάζιο, ένα μονοπάτι για το τέλος του κόσμου θαρρείς πως μοιάζει κι ονειρεύομαι ορίζοντες μαζί σου. Στους θλιμμένους ποιητές και στους παραμυθάδες, χρωστάω κάτι έρωτες σαν τον αποψινό, που ευχήθηκα ποτέ να μην τελειώσουν. Εκείνα τα αθώα ρομάντζα μου, που πάντα με έκαναν να μοιάζω από άλλη εποχή φερμένη, με ένα μυαλό χαμένο σε σκέψεις λίγο αναλυτικές, λίγο ανόητες, λίγο ασυμβίβαστες κι αναρχικές, ονειροπόλες.
Είναι στιγμές σαν τούτη εδώ που απορώ με τον κόσμο, με τη ζωή, με σένα και με εμάς.
Πώς μπόρεσες ετούτο το μυαλό να το κατακτήσεις;
Παλιότερα θα έλεγα πως είναι η πιο μεγάλη ήττα μου, μα τώρα αναθεωρώ και μοιάζει να' ναι η νίκη μου η πιο μεγάλη. Μαζί σου να μπορώ να μοιραστώ κάθε μου σκέψη χαρούμενη ή ζοφερή, κάθε στιγμή αστεία ή θλιμμένη και κάθε μου εκνευρισμό να τον γειώνεις, να με ηρεμείς σαν παιδί, να προλαβαίνεις τις εκρήξεις του θυμού μου. Σαν να βλέπεις το μέλλον, τόσο καλά με ξέρεις πια. Τόσο πολύ με νιώθεις, τόσο πολύ σ' αφήνω να με δεις όπως είμαι στ' αλήθεια.
Κάτω από έναν ουρανό με βροχή αστεριών, λουσμένη σε ένα φεγγαρόφωτο, χωρίς απογοητεύσεις σοβαρές, χωρίς τα ψέματα και τα λόγια του κόσμου, χωρίς η ανάσα μου να πνίγεται.
Και θα'ρθει το ξημέρωμα να μας βρει εδώ, με μόνη σκεπή τον ουρανό. Και θα σου πω καλημέρα, με τον ήλιο στα μάτια μου.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Μπανάκι βραδινό

Σε ένα μπανάκι βραδινό, στην αγκαλιά μιας θάλασσας βαθιάς και σκοτεινής, σαν τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά του κόσμου, βουτάμε σε μια ελπίδα κι έναν έρωτα απύθμενο, γυμνοί από κάθε φόβο, κάθε έγνοια, κάθετι που μας κρατάει πίσω, μονάχους και απέλπιδες, τρομαγμένους και μελαγχολικούς. Με ένα φεγγάρι που σιγά σιγά αδειάζει, θυμάμαι να σεληνιαστώ και να παραφερθώ, σαν ερωτευμένη μαινάδα που ψάχνει το δικό της σάτυρο.
Στις νύχτες αυτές που τυλίγονται τα χέρια σου στο κορμί μου, σαν δηλητηριώδη φίδια, που φλερτάρουν με την επαφή του δέρματός μου και την ιδέα να γεμίσουν τις φλέβες μου με βασανιστικό κι αργό θάνατο, σε θέλω περισσότερο, υπνωτισμένη από μια ανάγκη κι ένα πάθος άσβεστο, αφήνομαι σε ένα αβυσσαλέο κι αέναο στρόβιλο να με ζαλίσει, να με μεθύσει.
Ξαπλώνω στην άμμο που κολλάει πάνω στο βρεγμένο κορμί μου, να αγναντέψω λιγάκι έναν έναστρο ουρανό που μοιάζει να κινείται γύρω μας κι ας μένει πάντα στάσιμος. Περιμένω να πέσει ένα αστέρι, σαν αθεράπευτα ρομαντική ψυχή, για να ευχηθώ μέσα στην απελπισία μου μια ανοησία που μοιάζει σημαντική. Μου κρύβεις λιγάκι τη θέα, σκύβοντας πάνω μου, για να αφήσεις στα χείλη μου ένα αρμυρό φιλί, μα εγώ σαν άλλος Διομήδης δυσανασχετώ που κρύβουν τα μάτια σου τη θέα της πανσέληνου. Γιατί να χάνονται στα μάτια σου, να ωχριούν οι ομορφιές της πλάσης;
Και στη φωτιά που καίει στην αμμουδιά μας, παλεύεις να ζεστάνεις την παγωμένη μου ψυχή, που κρυστάλλωσε στα χέρια κάποιου άλλου. Μην τη σπάσεις, μην την κομματιάσεις, μη βιαστείς. Δώσε μου λίγο χρόνο να σε μάθω,να αφεθώ, να μη φοβάμαι τη σκιά σου που μου κρύβει το φεγγαρόφωτο και το νεραίδόδρομο που διασχίζει τη θάλασσα, από την παραλία μέχρι το άγνωστο, δίχως τέλος.
Φλερτάρω με το άγνωστο και τον κίνδυνο, ερωτεύομαι το θάνατο στα μάτια σου. Το θάνατο μιας ζωής δίχως εσένα. Αλλά δεν παραδίνομαι δίχως μάχη γιατί θέλω πάντα να με ψάχνεις σε μονοπάτια δύσβατα. Να αγωνίζεσαι, να μη βρεθώ ποτέ δεδομένη σε μια καθημερινότητα, σε μια ρουτίνα. Πριν ξημερώσει θα φύγω. Δε θέλω να μας βρει καμιά ανατολή μαζί. Στις αναμνήσεις που φτιάχνεις, η φυγή μου θα σε στιγματίζει, όπως σημάδεψαν απόψε τα φιλιά σου το λαιμό μου.

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Οι μελωδίες στο πιάνο

Στα τραγούδια που σου γράφω τις νύχτες κι ονειρεύομαι μέσα στις μουσικές που με ταξιδεύουν, ένα ζευγάρι μάτια - τα δικά σου - σ'αυτά παλεύω να σου πω, πόσο πολύ έχω αγαπήσει την ψυχή σου. Με τα δάχτυλά μου να βολτάρουν στα πλήκτρα ενός πιάνου με ουρά - που κάνει το δωμάτιο να μοιάζει με ράμπα θεατρική - με τις μελωδίες να ξεχύνονται στον κατάλευκο άδειο χώρο, με την ηχώ της φωνής μου να χτυπά στους τοίχους και την καρδιά μου να αναβλύζει συναισθήματα, ανείπωτα, απερίγραπτα. Κι αν δεν μπορώ να σου τα πω, θα σου τα τραγουδήσω και θα είναι δικά μας μοναχά. Κάποτε θα πάσχιζα να γράψω τη φωνή μου σε μια κασέτα, στο μικρόφωνο ενός ραδιοφωνικού κασετόφωνου, με τις λέξεις να κομπιάζουν, να σταματούν στα χείλη μου λιγάκι ντροπαλά ή θα σου έγραφα με γαλάζια γράμματα σε ένα κομμάτι χαρτί πολυκαιρισμένο, αρωματισμένο με αναμνήσεις. Τώρα ακόμα δεν μπορώ να μιλήσω, μα μπορώ τουλάχιστον να σου τραγουδήσω, ίσως χωρίς να σε κοιτάξω στα μάτια, γιατί φοβάμαι πόσο πολύ με διαβάζεις. Γιατί μοιάζουν τα μάτια σου σαν πυροτέχνημα στο σκοτάδι, σαν πυροβολισμοί στην ησυχία της νύχτας. Κι ας είσαι τόσο ήρεμος, αυτά τα μάτια σου μπορούν σε μια στιγμή τον κόσμο να δυναμιτίσουν και να τον γκρεμίσουν.
Πεντάγραμμο και νότες, κλειδιά του σολ και του φα χορεύουν στο μυαλό μου και στροβιλίζουν τη μορφή σου μπροστά στα μάτια μου αέναα. Πόσο σ' αγάπησα, αλήθεια, δεν είχα ως τώρα καταλάβει. Γεμίζεις τον κόσμο γύρω μου, πνίγεις - σα θηλιά στο λαιμό - κάθε θλίψη μικρή και μεγάλη, από εκείνες που παλεύουν να γιγαντωθούν μέσα στο αλκοολικό ποτήρι μου, που γρήγορα αδειάζει, ξαναγεμίζει και ξαναδειάζει όταν μου λείπεις.
Πόσα θέλω να σου πω, να σου φωνάξω, ένα μόναχα "μείνε" και πώς σκαλώνουν οι λέξεις στο λαιμό; Μα όταν σου γράφω κι όταν τραγουδάω τον αναστεναγμό του έρωτά μου, είναι όλα πιο εύκολα, πιο μελωδικά. Γιατί ήρθες κι η ζωή γέμισε μουσική, φώτα, συναυλίες, τραγούδια, θέατρα κατάμεστα με κόσμο και χειροκρότημα.
Πεπεισμένη πια για τη μικρότητα της ύπαρξής μας, ξεγελασμένη κατά καιρούς από ανούσιες κραιπάλες, από ανώριμους εραστές, από ανόητους έρωτες, εγκαταλελειμμένη στην πίκρα της αποτυχίας να βρω το όνειρο, είπα, δε θα σ' αφήσω να με γνωρίσεις, δε θα μ' αφήσω να σ' αγαπήσω, μα δες με μπροστά σε αυτό το ξύλινο θεριό και με τα πλήκτρα από ελεφαντόδοντο κάτω από τα δάχτυλά μου, γίνομαι γατί μικρό που ψάχνει να βρει χάδι. Γονατισμένη μπροστά του, προσκυνώ μια θεότητα που με όρισε και με κυρίευσε κι αυτό στα χέρια μου μαλακώνει, ημερεύει και στη φωνή μου υποκλίνεται βαθιά με σεβασμό μπροστά στο μόνο θεατή. Σε σένα. Μείνε απόψε λίγο ακόμα. Δώσε μου να ανάψω δυο κεριά πάνω στο πιάνο, να 'ναι το μόνο μας φως καθώς νυχτώνει, άσε τις φλόγες τους να τρεμοπαίζουν στο σκοτάδι, άκουσε μια φορά πόσο σε νιώθω δικό μου, κάθισε δίπλα μου και γείρε το κεφάλι σου στον ώμο μου.
Μείνε απόψε λίγο ακόμα κι άσε το πιάνο να σου πει, όσα δε μπόρεσα ποτέ να ομολογήσω. Οι εξομολογήσεις με τρομάζαν πάντοτε, μα τώρα λέω τους φόβους μου ν'αφήσω πίσω. Μαζί σου θα τους πολεμήσω με ένα σπαθί κοφτερό κι οι δράκοι των παραμυθιών θα φύγουν.

Popular Posts