Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Ζήλια

Προσπαθείς κάτι να μου πεις και δεν τα καταφέρνεις, μα εγώ δεν μπορώ να μαντεύω τη σκέψη σου. Βάζω με το νου μου τόσα πολλά και παράξενα γιατί ξέρεις πως η φαντασία μου οργιάζει. Δεν θα ήταν πιο εύκολο να μιλάγαμε ανοικτά, με ειλικρίνεια, να ήταν όλα ξεκάθαρα σαν ουρανός ασυννέφιαστος; Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, μάλλον όχι. Δε μας ωφελεί ούτε καν αυτό. Γιατί κανείς μας δεν ακούει, δεν εμπιστεύεται... 
Δε φταις μονάχα εσύ. Φταίει η παθολογική μου ζήλια. Φταίω που ζηλεύω τον αέρα που αναπνέεις, τους φίλους σου που μου στερούν την προσοχή σου ακόμη κι όταν είμαστε όλοι μαζί. Ζηλεύω το χρόνο που περνά κι είμαι μακριά σου, την ώρα της δουλειάς, εκείνο τον καφέ με τους γονείς σου, τις σκέψεις που απασχολούν το μυαλό σου όταν δε σκέφτεσαι εμένα. Αν ρίξεις τη ματιά σου σε άλλη γυναίκα ορκίζομαι θα σκοτωθώ. Εκείνη η άτιμη η ζήλια μου, που προσπαθώ να την κρατήσω σε καταστολή και δεν μπορώ. Κι εσύ να μη μου δίνεις λαβές και δικαιώματα, μα ό,τι κι αν κάνεις δεν μπορείς από το νου μου να βγάλεις αυτή τη μάστιγα. Πόσο θα κρατήσει όλο αυτό δεν ξέρω να σου πω. Βλέπω πόσο λάθος κάνω. Βλέπω πώς μας καταστρέφω και τους δυο.
Βλέπω, δε σου φτάνει κι εσένα να παλεύεις μαζί μου, μα παλεύεις και με τους δαίμονες μέσα σου, κι όταν παραφέρεσαι προσπαθείς να δικαιολογηθείς. Μα εμένα είναι στιγμές που με τρομάζεις. Κι όλο φοβάμαι το βλέμμα σου, σαν πέλεκυς θα πέσει πάνω μου σα θυμώνεις, σαν οργίζεσαι. Τα πράσινα μάτια σου πως σκοτεινιάζουν, τα φρύδια σου σμίγουν απειλητικά, βαριανασαίνεις, καθώς αρχίζεις να πνίγεσαι. Εγώ στο έκανα αυτό; Εσύ μου λες, συγχύζεσαι και πια υπομονή δεν έχεις. Δεν είναι μοναχά τα λόγια σου, που σκληρά και άπονα χτυπάνε, κάνουν τα αυτιά μου να βουίζουν, την καρδιά μου να σφίγγεται και πού και πού ένας πόνος με τρυπά. Είναι που χτυπάς βάναυσα την πόρτα πίσω σου σαν φεύγεις και μ' αφήνεις μόνη να τρελαίνομαι από τύψεις κι ενοχές για αυτό που σου κάνω, γι' αυτό που μας κάνω. Ξέρω έχεις δίκιο. Πόσο ν' αντέξεις να απολογείσαι κάθε στιγμή, να προσπαθείς να αποδείξεις τον εαυτό σου, την αγάπη σου. Μα τρελαίνομαι στη σκέψη πως μπορεί να μη γυρίσεις. Και μπήγω τα νύχια μου στα μπράτσα μου, αγκαλιάζοντας το κορμί μου με απελπισία, κλείνω τα μάτια μου σφιχτά και ουρλιάζω υστερικά και κλαίω και φοβάμαι...
Με βρίσκεις κάθε φορά γονατισμένη στο πάτωμα, κουλουριασμένη, βουβή να κοιτάζω την πόρτα περιμένοντας να την ανοίξεις, να σε δω να μου χαμογελάς συγκαταβατικά, να με κρατάς στην αγκαλιά σου σφιχτά, να με φιλάς γλυκά, απαλά και παθιασμένα, να μου ψιθυρίζεις στ' αυτί πως όλα θα διορθωθούν, πως όλα θα τα φτιάξουμε εμείς μαζί. Γίνεται, αλήθεια;
Δε σε ξέρω. Στο έχω πει; Τόσος καιρός και δε σε ξέρω. Σε ψάχνω, αναρωτιέμαι, σε φοβάμαι, λυπάμαι. Παλεύω να σε μάθω και ξεχνάω τον εαυτό μου. Στον αγώνα να βρω λίγο χρόνο και λίγο χώρο στη ζωή σου, να σε γνωρίσω καλύτερα ενώ κλείνεσαι μέσα στο καβούκι σου κι εξαφανίζεσαι. Κι εγώ σε θέλω δικό μου αποκλειστικά, ολοκληρωτικά... Κι όλο μου λείπεις πιο πολύ. Σαν όνειρο θυμάμαι πως κάποτε όλα ήταν αλλιώς. Κι ύστερα εκείνο το σαράκι άρχισε να με τρώει.
Θα στάξω λίγο αλκοόλ μες στο ποτήρι απόψε για να μπορέσω να κοιμηθώ. Ας ξημερώσει κι υπόσχομαι να ξεκινήσουμε απ' την αρχή. Είπες μπορούμε. Έτσι δεν είπες;

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Τα τείχη

Τι όμορφα τα λόγια σου, με ταξιδεύουν σε όνειρα, με ανεβάζουν σε ουράνια τόξα, νιώθω πως πετώ. Τα αστέρια μου φέρνεις στα χέρια και λαμπυρίζουν στη φούχτα μου, μονάχα δικά μου. Εκείνα τα μάτια σου πώς με κοιτάζουν, σαν να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος σε ετούτη τη γη, ο πιο όμορφος, ο πιο σημαντικός. Και τα χέρια σου πόσο γλυκά και τρυφερά μ' αγγίζουν, σαν από πορσελάνη να έχω φτιαχτεί κι εσύ φοβάσαι μη με σπάσεις, μα συνάμα πώς μπορούν και μ' αγκαλιάζουν έτσι στιβαρά και φτιάχνουν γύρω μου έναν κόσμο ολάκερο και τόσο ασφαλή. Τα χείλη σου φιλούν γλυκά, θυμίζουν κάτι μελωμένο κι έχουν μια γεύση που σαν να τη γνώριζα πάντα και να την αγαπούσα.
Πόσο καιρό μου πήρε να χτίσω εκείνα τα θεόρατα τείχη που ορθώνονταν ανάμεσα σε μένα και τους ανθρώπους; Χτισμένα με φόβο να εμπιστευτώ ξανά, γιατί κάποια στιγμή προδόθηκα, με πληγές που κάποτε πόνεσαν πολύ κι άφησαν βαθιές ουλές στο κορμί μου, με κόπο και θυσίες που έφτιαξαν ρόζους στα χέρια μου, σε ένα βωμό που θυσίασα κομμάτια από την ψυχή μου για την αγάπη.
Πόσο γρήγορα με έπεισες να γκρεμίσω με ευκολία καθετί που με κρατούσε προστατευμένη από ένα καινούριο ασίγαστο πάθος, έναν έρωτα τρελό, ένα παιχνίδι δίχως όρια; Άρπαξα με βία και με τα γυμνά μου χέρια κι αποδόμησα κάθε λιθαράκι που πρόσθετα τόσο καιρό με προσοχή. Όλα μαζί ένας σωρός για τα σκουπίδια. Ελεύθερη πια!
Και μόλις τελείωσα κι είπα ήρθε η ώρα να γείρω λίγο την αποκαμωμένη μου καρδιά για να ξεκουραστεί, να ανασάνω πια, πως βρήκα το λιμάνι μου το απάνεμο να δέσω τους κάβους μου, μου λες με ένα δάκρυ πως φοβάσαι.
Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για μας, δεν είσαι έτοιμος, δε φταίω εγώ μα όλο το χρέος είναι δικό σου. Οι συγκυρίες μου λες, τα περασμένα που δεν μπόρεσες να ξεχάσεις. Δεν μπορείς τελικά να μου δώσεις τον κόσμο που μου έταξες με τόσο ενθουσιασμό, να με κρατήσεις απ' το χέρι και να περπατήσουμε καινούριους δρόμους γιατί το άγνωστο σε τρομάζει, γιατί στο μέλλον βλέπεις το σκοτάδι του παρελθόντος, γιατί το ίσως σε στοιχειώνει.
Κι εγώ μαζεύω πάλι τα μανίκια ως τους αγκώνες, τα σκονισμένα μου χέρια πονάνε, μα βρίσκουν τη δύναμη να σηκώσουν ξανά τις πέτρες μια προς μια και αρχίζουν να χτίζουν πάλι από την αρχή, ακόμα μια φορά, ακόμα πιο ψηλά...

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Τα τιτιβίσματα

Σε μια αίθουσα αναμονής, καθισμένη στο μαύρο δερμάτινο καναπέ βουλιάζω χαμένη στη σκέψη και το άγχος μου. Γύρω μου κάτι κυρίες μεγάλης ηλικίας τιτιβίζουν αδιάκοπα ανούσια θέματα της καθημερινότητας, κακεντρεχή σχόλια για οτιδήποτε ξένο ή άγνωστο. Θέλω απεγνωσμένα να κλείσω τα αυτιά μου σε αυτή την απεριόριστη βαβούρα ή να σηκωθώ και να ουρλιάξω, αλλά οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν.
Πόσες ώρες εδώ, ή μήπως μέρες. Στην αναμονή ο χρόνος χάνει το νόημά του. Δε μετριέται το ίδιο.
Τα φώτα στο ταβάνι πού και πού τρεμοπαίζουν.
Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην ανάσα μου, να ρυθμίσω το χτύπο της καρδιάς μου, όπως μου είχες μάθει κάποτε, για να ηρεμήσω και να αδειάσω τη σκέψη μου, μα νιώθω σαν ξεκούρδιστο παλιό ρολόι.
Τα μαλλιά μου, πιασμένα ψηλά για να μην με ενοχλούν, μα πονά το κεφάλι μου όπως τα σφίγγω μανιασμένα. Τα μάτια μου φαντάζουν μεγαλύτερα όπως περιτριγυρίζονται από δυο τεράστιους μαύρους κύκλους. Νιώθω αποκαμωμένη σα να πάλευα όλη μέρα στα κάτεργα. Τα χέρια μου τρέμουν σα να κουβαλούσα πέτρες ολημερίς, τα χείλη μου στεγνά. Οι τοίχοι γύρω μου κλείνουν και το δωμάτιο γυρίζει. Πρέπει να συγκρατήσω το φόβο μου, που ετοιμάζεται να γίνει πανικός και να με τυλίξει. Νιώθω το θώρακα μου σαν κλουβί, να κλείνει ολοένα και περισσότερο, φυλακή, να με σφίγγει, την καρδιά μου να πονά  να πνίγεται, όπως η ανάσα στο λαιμό μου κι εκείνος ο λυγμός που κρατώ απ' την αρχή. Μην ξεφύγει κι η ανησυχία γίνει βεβαιότητα.
Ύστερα έσβησαν όλα. Μόνο σκοτείνιασε. Δεν κατάλαβα, μήτε ένιωσα κάτι.
Κι οι κυρίες συνεχίζουν να τιτιβίζουν ενώ βουλιάζω πιο βαθιά στον καναπέ που με ρουφά σα μαύρη τρύπα.
Νιώθω ένα χάδι στο κεφάλι μου, μια δροσιά στα μάγουλα μου και μια φωνή να λέει "Δεν είναι τίποτα. Λιποθυμήσατε. Μάλλον από την κούραση. ".
Η φωνή μου κάτι θέλει να πει μα δεν ακούγεται τίποτα καθώς κινώ τα χείλη μου. Νιώθω ξανά αδύναμη και μικρή.
Θα περιμένω απλά. Μπροστά στο χρόνο είμαι μονάχα μια κουκκίδα. Στην αναμονή που δεν μπορώ να μετρήσω,  σαν ένα στίγμα.
Σε λιγάκι - έτσι νομίζω, λιγάκι ήταν σε σύγκριση με πριν - ένα χέρι τείνει προς το μέρος μου.
"Πάει. Τελείωσε. Τώρα μπορείτε να περάσετε να τον δείτε μια τελευταία φορά. Να τον αποχαιρετίσετε. ".

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Αμηχανία

Καθισμένη σε ένα παγκάκι, με τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μετά το ψιλόβροχο, κοιτώντας τα φύλλα που πέφτουν αργά από τα κλαριά των δέντρων και φτιάχνουν ένα όμορφο καφέ φθινοπωρινό χαλί στα πόδια μου, ενώ αυτός ο ήλιος που δεν περίμενα χαϊδεύει το πρόσωπό μου κι ένα γλυκό αεράκι ψιθυρίζει στα αυτιά μου.
Κι όπως έχω αδειάσει το νου μου από όλα, από όνειρα, ελπίδες, φόβους, αναμνήσεις, ερωτήματα κι έχω χαλαρώσει το κορμί μου, με τους ώμους μου σκυφτούς να παρατηρώ τα πουλιά που πειραματίζονται με τις πτήσεις τους σε μια προσπάθεια να φτάσουν την τελειότητα, σε ένα αδιάκοπο παιχνίδι, μια σκιά μου κρύβει τον ήλιο και νιώθω λίγο θυμωμένη σαν άλλος Διογένης.
Μέχρι τα μάτια μου να συνηθίσουν την αντηλιά για να γνωρίσω τη μορφή σου θα περιοριστώ στον ήχο της φωνής σου. Μου είχες λείψει.
Κι όταν το χέρι σου προσγειωθεί απαλά στο μάγουλο μου γέρνω το κεφάλι μου να νιώσω αυτό το χάδι που από καιρό είχα ονειρευτεί.
Κι αναθεματίζω ετούτη την αμηχανία που με τρομάζει, με ακινητοποιεί, με συμπιέζει τόσο που χωράω μέσα από μια χαραμάδα. Δεν ξέρω πως το κάνεις αυτό. Το χαμόγελο στα χείλη μου παγώνει, μένει εκεί, σχεδόν ζωγραφισμένο σαν του Τζόκερ. Ώσπου να φτάσουν από το νου μου οι λέξεις κι οι εικόνες στα χείλη μου κάτι παράδοξο κι ανεκδιήγητο συμβαίνει, χάνονται κάπου στο δρόμο; Δεν ξέρω. Μπλέκονται μεταξύ τους κι ύστερα δε βγαίνει νόημα κανένα; Μπορεί κι αυτό να συμβαίνει. Σημασία έχει πως δεν μπορώ να συντονίσω τίποτα, εγώ που τα είχα πάντα όλα υπό έλεγχο.
Δεν μπορώ να σε κοιτάξω στα μάτια. Δεν τολμώ.
Κι από το φόβο της σιωπής λέω ασυναρτησίες, με τα μάτια μου να αποφεύγουν τα δικά σου σαν τον ίδιο το διάβολο, με το κεφάλι μου τόσο στέρεα τοποθετημένο να κοιτάζει το υπερπέραν και με φορεμένες παρωπίδες να μη γυρνά να σε αντικρύσει. Μόνο όταν κι εσύ κοιτάζεις κάπου αλλού προφταίνω μια ματιά στα κλεφτά.
Τα χέρια μου τρέμουν κι εγώ προσπαθώ να το κρύψω, η φωνή μου το ίδιο. Εκείνο το τσιγάρο το τινάζω ξανά και ξανά δίχως νόημα και ξεφυσάω απελπισμένη. Ρωτάω που και που όλα τα ανώδυνα και αδιάφορα κι ύστερα σωπαίνω. Μα κι εσύ, κάνε κάτι να με βγάλεις από αυτή τη δύσκολη θέση. Θέλω να σ' αγγίξω κι ύστερα το ξανασκέφτομαι. Μόλις απλώνω λίγο το χέρι μου, σταματώ και μαλώνω ενδόμυχα τον εαυτό μου.
Τι μου συμβαίνει; Σαν να ερωτεύομαι για πρώτη φορά. Και κοκκινίζω κιόλας. Απίστευτο μου φαίνεται. Σαν να έχω μεγαλώσει λιγάκι για τέτοια πράγματα. Δεν ξέρω η καρδιά μου αν αντέχει τις εφηβικές ετούτες συγκινήσεις.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Μετά...

Γίνεται η αγάπη φυλακή καμιά φορά, που σε δένει με αλυσίδες απ' την καρδιά και σε κρατά σφιχτά. Σε κρατά δέσμιο ακόμη κι αν βούλιαξες στη ρουτίνα και τη συνήθεια, ακόμη κι αν δεν υπάρχει τίποτα πια να σε γεμίζει, τίποτα άλλο να σε κρατά. 
Ύστερα θα μου πεις, όμορφη είναι η αγάπη. Μα σα δεν είσαι ελεύθερος, ποια η ομορφιά;
Φαντάσου ένα λουλούδι του αγρού που το έκοψες και το έβαλες σε ένα βάζο με νερό ή το ξερίζωσες και το φύτεψες σε μια γλάστρα. Θα' ναι το ίδιο σε εκείνο το λιβάδι ή στα χέρια σου;
Ξύπνησα ένα πρωινό από όνειρα παράξενα, από δαιμόνων συνεργείες και φαντασιοπληξίες. Ή καλύτερα έπρεπε να πω από πλεγμένα γαϊτανάκια του ασυνείδητου. Αναρωτήθηκα αν είναι αληθινή η αγάπη μας, αν είναι δυνατόν να αγαπιούνται τόσο πολύ οι άνθρωποι, αν είμαστε δυο στάλες νερού που έγιναν μια. Κι αν ναι πως θα χωρίζαμε ποτέ εμείς; Χωρίζει μια στάλα βροχής σε δυο άλλες; 
Θυμήθηκα ύστερα πόσος καιρός τώρα που κοιμόμαστε σε χωριστά κρεβάτια, που άλλα κορμιά ταξιδεύουν πάνω στα δικά μας κι άλλες αγκαλιές γίνονται απάνεμα λιμάνια, άλλα μάτια ψάχνουν επιβεβαίωση στο βλέμμα μας, άλλα χαμόγελα γεμίζουν την καρδιά μας. 
Την πήρα την απάντηση μου καιρό τώρα, απλώς καμιά φορά ξεχνάω. Δεν έχει σημασία την απόφαση ποιος πήρε. Δεν έχει σημασία ο χρόνος ή ο τρόπος. Όταν ανάμεσα μας μπήκε ένας τυφλός εγωισμός κι αφήσαμε τόσους τοίχους να υψωθούν ακέραιοι κι απροσπέλαστοι, όταν μοιράσαμε μαζί με την αγάπη μας κι εκείνες τις ατέλειωτες στιγμές μοναξιάς, όταν πάψαμε να πιστεύουμε στον απελπισμένο έρωτα κι αφήσαμε άλλους θεούς, επίγειους να απομυζούν την πίστη μας. Όταν θεωρήσαμε δεδομένα όλα τα όμορφα εκείνα δώρα που χαρίζαμε απλόχερα κάποτε ο ένας στον άλλο - δώρα που δεν κόστιζαν τίποτα απολύτως - όταν όλα τα ασήμαντα γίνανε προτεραιότητες και τα σημαντικά μπήκαν στο πίσω μέρος του μυαλού, τότε χάσαμε χρόνο χωρίς να καταλάβουμε πως η αγάπη είχε τελειώσει. 
Ίσως προλαβαίναμε ξανά να νιώσουμε από την αρχή, να γνωριστούμε πάλι, καλύτερα αυτή τη φορά, να θυμηθούμε όλα εκείνα που μας μάγευαν, μα όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να διεκδικήσουμε ξανά το συναίσθημα και τη ζωή που είχαμε ονειρευτεί μαζί, μας φάνηκε αστείο στην αρχή κι ύστερα κουραστικό γιατί είχαμε μάθει πια να μην προσπαθούμε ατέρμονα, να μην κοπιάζουμε. Νομίζαμε όλα εύκολα θα είναι και στην πρώτη δυσκολία το βάλαμε στα πόδια σα φοβισμένα παιδιά.
Βαρέθηκα να μοιράζω αρμοδιότητες, δεν θέλω να λογαριάσω θυσίες κανενός, τίνος το φταίξιμο, ποιανού τα χρέη. Ένα μονάχα ξέρω να σου πω, πως τώρα τέλειωσε, πάει, ξεχάστηκε ή θα ξεχαστεί μια μέρα. Τι κι αν σου έλειψα, τι κι αν μου έλειψες ή έτσι είπαμε κάποια στιγμή πάνω σε ένα μεθύσι. Δεν ξέρω τι μένει. Μάλλον ότι αποφασίσει ο καθένας να κρατήσει. Ίσως και τίποτα. Μπορώ και να τα σβήσω όλα μονοκοντυλιά. Μπορείς κι εσύ. Δεν ξέρω αν θέλεις. Έτσι είναι πάντα. Λίγο πριν σμίξεις κι όταν χωρίσεις. Η λογική χτυπά την πόρτα πριν αφήσει την καρδιά σου να γκρεμίσει ολόκληρο το σπίτι.

Popular Posts