Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Πεφταστέρια

Πέφτουν αστέρια απόψε και μοιάζει τούτη η βροχή, σαν ξεχασμένα πυροτεχνήματα, που σκάνε να φωτίσουνε το σκοτεινό ουρανό μας. Στην αγκαλιά σου, σε μια παραλία αμμουδερή, Αύγουστο μήνα με δροσιά, με το κεφάλι μου γερμένο στα μπράτσα σου και το κορμί μου μαζεμένο σα μωρού, μπλεγμένο στο δικό σου, μυρίζει ο αγέρας ιώδιο και το φιλί σου έχει τη γεύση της αρμύρας. Κι ο γαλαξίας πάνω μας, σα χαμόγελο του Θεού, απλώνει τα χέρια του και το φεγγάρι να φωτίζει μια διαδρομή στο άγνωστο, στης θάλασσας την επιφάνεια, μια σκάλα για το απέραντο γαλάζιο, ένα μονοπάτι για το τέλος του κόσμου θαρρείς πως μοιάζει κι ονειρεύομαι ορίζοντες μαζί σου. Στους θλιμμένους ποιητές και στους παραμυθάδες, χρωστάω κάτι έρωτες σαν τον αποψινό, που ευχήθηκα ποτέ να μην τελειώσουν. Εκείνα τα αθώα ρομάντζα μου, που πάντα με έκαναν να μοιάζω από άλλη εποχή φερμένη, με ένα μυαλό χαμένο σε σκέψεις λίγο αναλυτικές, λίγο ανόητες, λίγο ασυμβίβαστες κι αναρχικές, ονειροπόλες.
Είναι στιγμές σαν τούτη εδώ που απορώ με τον κόσμο, με τη ζωή, με σένα και με εμάς.
Πώς μπόρεσες ετούτο το μυαλό να το κατακτήσεις;
Παλιότερα θα έλεγα πως είναι η πιο μεγάλη ήττα μου, μα τώρα αναθεωρώ και μοιάζει να' ναι η νίκη μου η πιο μεγάλη. Μαζί σου να μπορώ να μοιραστώ κάθε μου σκέψη χαρούμενη ή ζοφερή, κάθε στιγμή αστεία ή θλιμμένη και κάθε μου εκνευρισμό να τον γειώνεις, να με ηρεμείς σαν παιδί, να προλαβαίνεις τις εκρήξεις του θυμού μου. Σαν να βλέπεις το μέλλον, τόσο καλά με ξέρεις πια. Τόσο πολύ με νιώθεις, τόσο πολύ σ' αφήνω να με δεις όπως είμαι στ' αλήθεια.
Κάτω από έναν ουρανό με βροχή αστεριών, λουσμένη σε ένα φεγγαρόφωτο, χωρίς απογοητεύσεις σοβαρές, χωρίς τα ψέματα και τα λόγια του κόσμου, χωρίς η ανάσα μου να πνίγεται.
Και θα'ρθει το ξημέρωμα να μας βρει εδώ, με μόνη σκεπή τον ουρανό. Και θα σου πω καλημέρα, με τον ήλιο στα μάτια μου.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Μπανάκι βραδινό

Σε ένα μπανάκι βραδινό, στην αγκαλιά μιας θάλασσας βαθιάς και σκοτεινής, σαν τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά του κόσμου, βουτάμε σε μια ελπίδα κι έναν έρωτα απύθμενο, γυμνοί από κάθε φόβο, κάθε έγνοια, κάθετι που μας κρατάει πίσω, μονάχους και απέλπιδες, τρομαγμένους και μελαγχολικούς. Με ένα φεγγάρι που σιγά σιγά αδειάζει, θυμάμαι να σεληνιαστώ και να παραφερθώ, σαν ερωτευμένη μαινάδα που ψάχνει το δικό της σάτυρο.
Στις νύχτες αυτές που τυλίγονται τα χέρια σου στο κορμί μου, σαν δηλητηριώδη φίδια, που φλερτάρουν με την επαφή του δέρματός μου και την ιδέα να γεμίσουν τις φλέβες μου με βασανιστικό κι αργό θάνατο, σε θέλω περισσότερο, υπνωτισμένη από μια ανάγκη κι ένα πάθος άσβεστο, αφήνομαι σε ένα αβυσσαλέο κι αέναο στρόβιλο να με ζαλίσει, να με μεθύσει.
Ξαπλώνω στην άμμο που κολλάει πάνω στο βρεγμένο κορμί μου, να αγναντέψω λιγάκι έναν έναστρο ουρανό που μοιάζει να κινείται γύρω μας κι ας μένει πάντα στάσιμος. Περιμένω να πέσει ένα αστέρι, σαν αθεράπευτα ρομαντική ψυχή, για να ευχηθώ μέσα στην απελπισία μου μια ανοησία που μοιάζει σημαντική. Μου κρύβεις λιγάκι τη θέα, σκύβοντας πάνω μου, για να αφήσεις στα χείλη μου ένα αρμυρό φιλί, μα εγώ σαν άλλος Διομήδης δυσανασχετώ που κρύβουν τα μάτια σου τη θέα της πανσέληνου. Γιατί να χάνονται στα μάτια σου, να ωχριούν οι ομορφιές της πλάσης;
Και στη φωτιά που καίει στην αμμουδιά μας, παλεύεις να ζεστάνεις την παγωμένη μου ψυχή, που κρυστάλλωσε στα χέρια κάποιου άλλου. Μην τη σπάσεις, μην την κομματιάσεις, μη βιαστείς. Δώσε μου λίγο χρόνο να σε μάθω,να αφεθώ, να μη φοβάμαι τη σκιά σου που μου κρύβει το φεγγαρόφωτο και το νεραίδόδρομο που διασχίζει τη θάλασσα, από την παραλία μέχρι το άγνωστο, δίχως τέλος.
Φλερτάρω με το άγνωστο και τον κίνδυνο, ερωτεύομαι το θάνατο στα μάτια σου. Το θάνατο μιας ζωής δίχως εσένα. Αλλά δεν παραδίνομαι δίχως μάχη γιατί θέλω πάντα να με ψάχνεις σε μονοπάτια δύσβατα. Να αγωνίζεσαι, να μη βρεθώ ποτέ δεδομένη σε μια καθημερινότητα, σε μια ρουτίνα. Πριν ξημερώσει θα φύγω. Δε θέλω να μας βρει καμιά ανατολή μαζί. Στις αναμνήσεις που φτιάχνεις, η φυγή μου θα σε στιγματίζει, όπως σημάδεψαν απόψε τα φιλιά σου το λαιμό μου.

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Οι μελωδίες στο πιάνο

Στα τραγούδια που σου γράφω τις νύχτες κι ονειρεύομαι μέσα στις μουσικές που με ταξιδεύουν, ένα ζευγάρι μάτια - τα δικά σου - σ'αυτά παλεύω να σου πω, πόσο πολύ έχω αγαπήσει την ψυχή σου. Με τα δάχτυλά μου να βολτάρουν στα πλήκτρα ενός πιάνου με ουρά - που κάνει το δωμάτιο να μοιάζει με ράμπα θεατρική - με τις μελωδίες να ξεχύνονται στον κατάλευκο άδειο χώρο, με την ηχώ της φωνής μου να χτυπά στους τοίχους και την καρδιά μου να αναβλύζει συναισθήματα, ανείπωτα, απερίγραπτα. Κι αν δεν μπορώ να σου τα πω, θα σου τα τραγουδήσω και θα είναι δικά μας μοναχά. Κάποτε θα πάσχιζα να γράψω τη φωνή μου σε μια κασέτα, στο μικρόφωνο ενός ραδιοφωνικού κασετόφωνου, με τις λέξεις να κομπιάζουν, να σταματούν στα χείλη μου λιγάκι ντροπαλά ή θα σου έγραφα με γαλάζια γράμματα σε ένα κομμάτι χαρτί πολυκαιρισμένο, αρωματισμένο με αναμνήσεις. Τώρα ακόμα δεν μπορώ να μιλήσω, μα μπορώ τουλάχιστον να σου τραγουδήσω, ίσως χωρίς να σε κοιτάξω στα μάτια, γιατί φοβάμαι πόσο πολύ με διαβάζεις. Γιατί μοιάζουν τα μάτια σου σαν πυροτέχνημα στο σκοτάδι, σαν πυροβολισμοί στην ησυχία της νύχτας. Κι ας είσαι τόσο ήρεμος, αυτά τα μάτια σου μπορούν σε μια στιγμή τον κόσμο να δυναμιτίσουν και να τον γκρεμίσουν.
Πεντάγραμμο και νότες, κλειδιά του σολ και του φα χορεύουν στο μυαλό μου και στροβιλίζουν τη μορφή σου μπροστά στα μάτια μου αέναα. Πόσο σ' αγάπησα, αλήθεια, δεν είχα ως τώρα καταλάβει. Γεμίζεις τον κόσμο γύρω μου, πνίγεις - σα θηλιά στο λαιμό - κάθε θλίψη μικρή και μεγάλη, από εκείνες που παλεύουν να γιγαντωθούν μέσα στο αλκοολικό ποτήρι μου, που γρήγορα αδειάζει, ξαναγεμίζει και ξαναδειάζει όταν μου λείπεις.
Πόσα θέλω να σου πω, να σου φωνάξω, ένα μόναχα "μείνε" και πώς σκαλώνουν οι λέξεις στο λαιμό; Μα όταν σου γράφω κι όταν τραγουδάω τον αναστεναγμό του έρωτά μου, είναι όλα πιο εύκολα, πιο μελωδικά. Γιατί ήρθες κι η ζωή γέμισε μουσική, φώτα, συναυλίες, τραγούδια, θέατρα κατάμεστα με κόσμο και χειροκρότημα.
Πεπεισμένη πια για τη μικρότητα της ύπαρξής μας, ξεγελασμένη κατά καιρούς από ανούσιες κραιπάλες, από ανώριμους εραστές, από ανόητους έρωτες, εγκαταλελειμμένη στην πίκρα της αποτυχίας να βρω το όνειρο, είπα, δε θα σ' αφήσω να με γνωρίσεις, δε θα μ' αφήσω να σ' αγαπήσω, μα δες με μπροστά σε αυτό το ξύλινο θεριό και με τα πλήκτρα από ελεφαντόδοντο κάτω από τα δάχτυλά μου, γίνομαι γατί μικρό που ψάχνει να βρει χάδι. Γονατισμένη μπροστά του, προσκυνώ μια θεότητα που με όρισε και με κυρίευσε κι αυτό στα χέρια μου μαλακώνει, ημερεύει και στη φωνή μου υποκλίνεται βαθιά με σεβασμό μπροστά στο μόνο θεατή. Σε σένα. Μείνε απόψε λίγο ακόμα. Δώσε μου να ανάψω δυο κεριά πάνω στο πιάνο, να 'ναι το μόνο μας φως καθώς νυχτώνει, άσε τις φλόγες τους να τρεμοπαίζουν στο σκοτάδι, άκουσε μια φορά πόσο σε νιώθω δικό μου, κάθισε δίπλα μου και γείρε το κεφάλι σου στον ώμο μου.
Μείνε απόψε λίγο ακόμα κι άσε το πιάνο να σου πει, όσα δε μπόρεσα ποτέ να ομολογήσω. Οι εξομολογήσεις με τρομάζαν πάντοτε, μα τώρα λέω τους φόβους μου ν'αφήσω πίσω. Μαζί σου θα τους πολεμήσω με ένα σπαθί κοφτερό κι οι δράκοι των παραμυθιών θα φύγουν.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Στο τελευταίο γράμμα μου

Καθισμένη σε μια παραλία, με τα πόδια βυθισμένα στην υγρή άμμο και το κύμα να σκάει στα βραχάκια μπροστά μου, με τις σταγόνες να βρέχουν το πρόσωπό μου, όπως τις φέρνει ένας δυνατός μυκονιάτικος άνεμος, προσπαθώ να βρω λίγες λέξεις να σου γράψω. Να μάθεις πως περνάω όταν είμαι μακριά σου. Μη μου απαντήσεις ποτέ. Θέλω μονάχα να σου πω τι κάνω στην καθημερινότητά μου. Aν μου λείπεις δεν ξέρω. Μάλλον όχι. Ένα κενό νιώθω. Δεν υπάρχουν πια ερωτηματικά, δεν υπάρχουν γιατί. Με κούρασαν και τα άφησα να φύγουν. Δεν είχα πια άλλη ανάγκη από τη συντροφιά τους, όπως έπαψα να έχω ανάγκη τη δική σου. Το χέρι σου για μαξιλάρι μου τις νύχτες, τη ζεστασιά του κορμιού σου, τη φωνή σου στ' αυτί μου να ψιθυρίζει. Είχα μάθει τη ζωή μαζί σου. Τώρα την έμαθα χωρίς εσένα. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο κι αυτό μου φάνηκε παράξενο. Με πόση ευκολία σε άφησα πίσω. Εσένα και το παρελθόν. Χωρίς ανάγκη να διαγράψω τίποτα. Ανακαλύπτω τον κόσμο από την αρχή, ανακαλύπτω τον εαυτό μου και με εκπλήσσει. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Πώς αλλάζουν οι άνθρωποι όταν ορίζουν τη δική τους μοίρα; Σα μονάδες δημιουργούν περισσότερα ή σα ζευγάρια; Δε δίνω λύση κι απάντηση ακόμα σ' εκείνα τα ερωτήματα τα φιλοσοφικά που κρύβονται στο κεφάλι μου. Δεν προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πώς δε με νοιάζει πια που βρίσκεσαι, τι κάνεις, πώς περνάς. Πάσχισες να κάνεις αισθητή την απουσία σου. Σου το είχα πει, πως όταν φτάνει ο καιρός να πρέπει να προσπαθήσεις, όλα έχουν τελειώσει. Γιατί η ζωή, η αγάπη, ο έρωτας πρέπει να έρχονται αβίαστα στο δρόμο μας χωρίς παρακαλετά, χωρίς να παλεύεις με τις συνθήκες, χωρίς να φοβάσαι τα δεδομένα που αλλάζουν μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα καθώς περνούν οι στιγμές και χάνονται με κάθε χτύπο του ρολογιού.
Είμαι καλά. Κι ας μη σε νοιάζει. Ας μη σε ένοιαξε στ' αλήθεια ποτέ τίποτα άλλο παρά μόνο η βολή σου. Ναι. Το ήξερα από την αρχή. Απλώς δε θέλησα ποτέ να παραδεχτώ πως ήσουν το ένα, το μοναδικό, το μεγαλύτερο λάθος μου. Νόμιζα στην αρχή πως ήσουν ένα από εκείνα που σημαδεύουν τη ζωή μας, από εκείνα που αδυσώπητα ο χρόνος που περνά μας κρύβει καλά. Αλλά όχι. Ευτυχώς. Και τώρα εδώ, ανακαλύπτω πόσο εύκολα είναι όλα χωρίς εσένα, πόσο δε με ενδιαφέρει να σου μοιάσω, να σου αρέσω, να σ' αγαπήσω και να μ' αγαπήσεις πιότερο εσύ. Πόσο εύκολα με αντικατέστησες... Και βρήκες ένα αντίγραφό μου, γιατί ξέρεις, πως πάντα θα με ψάχνεις όπου κι αν είσαι, όπου κι αν αγγίζεις, όπου κι αν φιλάς, σε όποια αγκαλιά κι αν χάνεσαι. Κι αυτό να σου πω την αλήθεια με ευχαριστεί. Νιώθω κάπως περήφανη μέσα στον εγωισμό μου. Ζήλια καθόλου, ούτε πόνο, ούτε μίσος. Γιατί σε σημάδεψα ανεξίτηλα ενώ εσύ τελικά δε με άγγιξες, πέρασες έτσι απλά, μου πήρες χρόνο απ' τη ζωή, μα όχι την ίδια τη ζωή. Γιατί μπορώ να ανασαίνω ελεύθερα, χωρίς τα χέρια σου να σφίγγουν το λαιμό μου, τα λόγια σου να μου παίρνουν την πνοή. Γιατί μπορώ να αφήνω τη θαλασσινή αύρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου, να γνωρίζω τον κόσμο, να ζω την αναρχία μου, να αφήνομαι να αγαπηθώ, να δημιουργώ, να ονειρεύομαι, να ζω. Και όταν περνάς από το μυαλό μου - όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά γιατί προσπαθείς πολύ γι' αυτό - δεν έχω γεύση πίκρας, ούτε γλύκας, μονάχα την αρμύρα της θάλασσας που με τυλίγει σε μια καλοκαιρινή βουτιά και χαμογελώ ευτυχισμένη, απελευθερωμένη από άγχος, βιασύνη κι άσχημα συναισθήματα που δε μου πήγαιναν ποτέ. Πόσο όμορφη μπορεί να μοιάζει η κάθε στιγμή, όταν δοκιμάζεις τα όριά σου, όταν εξερευνείς τους ανθρώπους, όταν καταλαβαίνεις πως δεν είσαι μονάχα θεατής. Σα να είχα λείψει λιγάκι από αυτή τη ζωή. Σα να αναστήθηκα όταν πέθανε εκείνο που νόμιζα αγάπη. Σα φοίνικας αναγεννιέμαι από τις στάχτες μου. Στη δύναμη που έκρυβα μέσα μου, υψώνω απόψε ένα ποτήρι και σου γράφω να σου θυμίσω, πως τελικά και θέλω και μπορώ να ζω χωρίς εσένα και μου αρέσει πολύ.
Σε μια αρχή όχι καινούρια. Συνεχίζω από εκεί που ήμουν όταν βρέθηκες στο δρόμο μου, με λίγη περισσότερη εμπειρία, με λίγο περισσότερο πάθος, με λίγη περισσότερη ανυπομονησία για το αύριο. Σε ευχαριστώ, γιατί εκτίμησα όλα εκείνα που θέλω, όλα εκείνα που με κάνουν αυτό που είμαι. Σε ευχαριστώ, γιατί μετά από την καταιγίδα, βγήκε ένας ήλιος ολόλαμπρος και δοξασμένος και τώρα μπορώ να τον απολαύσω όπως του πρέπει. Δε θα σου ξαναγράψω. Δεν έχει κανένα νόημα, παρά μόνο την τροφή της ματαιοδοξίας μου. Εδώ τελειώνουν οι επιστολές. Ανοίγω πανί και καλό ταξίδι.

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Έκπληξη

Δε  με γνωρίζω και δε με ορίζω πια. Οι εκπλήξεις που μου παρέχει ο εαυτός μου καθημερινά, με αφήνουν ενεή και ανεξίτηλα απρογραμμάτιστη τη ζωή και την κάθε στιγμή. Έχω αλλάξει και κάθε μέρα αλλάζω περισσότερο. Είπα στον εαυτό μου να αφήσει στην άκρη το "ποτέ", να βάλει το ίσως και το ναι σαν ιδεά στο μυαλό του κι ύστερα να κάνει πράξη ένα νεωτερισμό, να κηνυγήσει ένα όνειρο, να οραματιστεί χίμαιρες, να αρπάξει ένα σπαθί και να πολεμήσει. Στο φως αφέθηκα να βγω κι άφησα πίσω το σκοτάδι που με είχες αναγκάσει να κρύβομαι. Ελεύθερη πια, από κάθε φόβο. Ντυμένη στα λευκά, καλοκαίριασε μπροστά σε ένα παράθυρο με θέα το Αιγαίο. Κοιτάζω τη βαθιά μπλε θάλασσα του πελάγους, ατενίζω το μέλλον. Εκείνο που αφήνω την μέρα που θα ξημερώσει, να το φέρει μπροστά μου. Σου άφησα ένα αντίο κι αφήνω μια καλημέρα στο αύριο, ένα καλωσόρισμα στο καινούριο. Μια ουτοπία μπορεί να σου μοιάζει κι εγώ ανόητη, αθεράπευτα ρομαντική και ανώριμη. Μα δες. Δε με νοιάζει πια. Γιατί πάντα έτσι ήμουν, κι ήρθες εσύ για να με αλλάξεις. Και προσπάθησες πολύ κι εγώ αθώα κι ερωτευμένη, νόμιζα πως είχα βρει το θεό μου. Πιστή αφέθηκα να με κατευθύνεις σε έναν τρόπο ζωής που μου ήταν ξένος μα έμοιαζε ευκολότερο να υπακούω σε εντολές παρά να παίρνω ρίσκα. Και σ' ακολούθησα. Και υπάκουσα. Κι είπα στην επαναστάτρια μέσα μου να σταματήσει την αναρχία, να μπει σε ένα καλούπι, να βγει στον κόσμο σου ήσυχη, χαμηλών τόνων και σοβαρή. Κι ήρθε μια μέρα που όλα όσα κρύβονταν μέσα μου καλά και πάλευαν με νύχια και με δόντια να μην ξεχαστούν, να μην με αφήσουν, αποφάσισαν ξαφνικά κι αυτοβούλως να βγουν στην επιφάνεια. Πόλεμος γινόταν μέσα μου. Από τη μια ο έρωτας, εκείνος ο τυφλός, που μου έλεγε "μείνε εδώ" κι από την άλλη ούρλιαζαν τα θέλω μου εκείνα τα πνιγμένα. Εκείνη η τρέλα του ανελέυθερου ανθρώπου, που ήθελε πάντα να γνωρίσει τον κόσμο, που ψάχνει τρόπο να βγει από μια φυλακή που όχι μόνο διάλεξε μόνος για τον εαυτό του και δεν μπορεί πουθενά να τη χρεώσει, αυτή μονάχα με έπνιγε. Μπροστά ο έρωτας, πίσω ο χαμένος παράδεισος. Κι αν ήξερα στ' αλήθεια πόσο με είχες προδώσει πασχίζοντας να με αλλάξεις, ίσως να μη σε είχα αγαπήσει ποτέ. Μα εκείνο το συναίσθημα με είχε κατατροπώσει. Είχα ηττηθεί κατά κράτος και σου έκανα τη χάρη, σου επέτρεψα να με αλώσεις, να μ' αλλοτριώσεις. Να προσπαθήσεις να με φέρεις στα μέτρα σου, να με πλάσσεις, να γίνω εκείνο που ήθελες. Κι εγώ απλώς για να σε ευχαριστήσω, να σε ικανοποιήσω, ή μήπως να σε κρατήσω γιατί δεν άντεχα τον αποχωρισμό, έγινα πιόνι σου σε ένα παιχνίδι που δεν ήτανε ποτέ δικό μου. Σε κάτι τέτοια παιχνίδια πάντα χαμένος είσαι.
Μα εσύ έχασες πιο πολλά. Γιατί βρέθηκα κάποια στιγμή να είμαι εσύ, όχι απλά να σου μοιάζω.
Και τώρα στέκομαι εδώ, μπροστά σ'αυτό το παραθύρι, ελεύθερη από έγνοιες, φόβους, προκαταλήψεις, ανάγκες. Ελεύθερη από το κλυβί που είχα διαλέξει να κλειστώ, ελεύθερη από σκέψεις θλιβερές, απ' τη ρουτίνα. Ελεύθερη μετά από έναν πόλεμο. Κι ας ήταν εμφύλιος γιατί πάλευα μονάχα με τον εαυτό μου. Δεν πάλεψα ποτέ μαζί σου. Και το παράδοξο είναι πως δε μετράω πληγές και δε μου λείπει τίποτα. Μονάχα έχω ακόμα σημάδια που θα σε θυμίζουν όταν τα κοιτάζω. Αλλά τώρα σκέφτομαι πως με έκανες σοφότερη. Σαν εμπειρία μοιάζουν ετούτα τα σημάδια. Κι έτοιμη πια, σαν να μην υπήρξε ποτέ το διάλειμμα, σαν να μην υπήρξες ποτέ εσύ, σαν να μην υπήρξε ποτέ φυλακή, έτοιμη πια να ρισκάρω. Σε μια ελεύθερη πτώση με το αλεξίπτωτο στους ώμους, να αφήσω τον αέρα να μαστιγώσει το πρόσωπό μου, όσο κόβεται η ανάσα μου. Σε μια κατάδυση στα πιο βαθιά νερά, να δω τον κόσμο εκείνο το θαλάσσινό που πάντα αγαπούσα, να βυθιστώ σε επιθυμίες, να κολυμπήσω στις δυσκολίες, να κερδίσω ακόμα μια φορά τη μάχη με το χρόνο. Αυτό το χρόνο που κυλά τόσο διαφορετικά μακριά σου. Τόσο ήσυχα κι όμορφα, δίχως άγχος.
Αναρωτιέμαι πώς κατάφερα να κρύψω τόσο καλά αυτή την ανάγκη για έρωτα, για πάθος, για ζωή. Αυτή την επιθυμία για χαμόγελο, για ευτυχία στα μικρά κι απλά, στα καθημερινά. Στο είναι μου εκπτώσεις πια δεν έχει. Γιατί ένα παράθυρο θα μένει πάντα ανοιχτό και θα βλέπει στο Αιγαίο. Από ένα κυκλαδίτικο νησί ρίχνω τις στάχτες μας σπονδή στη θάλασσα κι αφήνω ένα αντίο να το πάρουν οι άνεμοι.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Κάτι καλοκαίρια στο νησί

Σε μια παραλία λευκή, αιγαιοπελαγίτικη, πλάι σε μια θάλασσα φερμένη από μακριά μαζί με τη σκέψη μου, μαζί με τη μορφή σου, μαζί με μια πετσέτα στρωμμένη στην αμμουδιά, σε παιχνίδια παιδικά, ανέμελα, αστεία, με το κύμα εκείνο το αφρισμένο να σκάει στα πόδια μας, γελάω δυνατά κι είναι σαν να είναι η πρώτη φορά.
Σαν να ανακαλυπτω τον κόσμο και τις ομορφιές της πλάσης, της ζωής, της καρδιάς μου. Έτσι είναι, όταν ζεις μετά από καιρό πάνω σε ένα σύννεφο και μοιάζει σε ένα φιλί να κρεμάστηκε ολόκληρος ο ήλιος και σε ενα ζευγάρι μάτια να φώλιασε ο ουρανός.
Να ζωγραφίζω στην άμμο και να σβήνει τα γράμματα που σου στέλνω, το κύμα που αφήνεται ήρεμο να σκάσει στο ακρογυάλι. Να απολαμβάνω μια αγκαλιά και δυο αρμυρά φιλιά πάνω σε μια βαρκούλα που θυμίζει ψαράδες και σφουγγαράδες σε ένα νησί μακρινό. Να αγαπιέμαι, να ομορφαίνω για αυτόν ακριβώς το λόγο. Γιατί χαμογελώ από την ψυχή μου μέσα και γεμίζει ο κόσμος χρώματα κι αρώματα, σταγόνες μια βουτιάς στο νερό.
Όσο κι αν βραχούμε, μοιάζει αδιάβροχη η ευτυχία, μοιάζει αδιαπέραστη, σαν το κέλυφος του κοχυλιού που μου ψάρεψες εκεί στα αβαθή καταγάλανα νερά.
Να μην τελειώσει ποτέ η ευτυχία, να μην τελειώσει ποτέ αυτή η αναζήτηση του έρωτα στα χέρια σου, σαν ατέλειωτο κυνήγι θησαυρού κι εμείς πειρατικά σκαριά με μια σημαία ξεθωριασμένη και σκισμένη από τους αγέρηδες που λυσσομανούν, να αρμενίζουμε στο πέλαγος εκείνο το ανεξερεύνητο. Αβυσσαλέος ο πόθος για το άγνωστο, μας σπρώχνει σε ταξίδια μαγικά, που όμοια όχι μονάχα δεν είχαμε φανταστεί, μα ούτε ονειρευτεί στην μικρότητα της ύπαρξής μας και την καθημερινότητα ή τη ρουτίνα που μας οδήγησαν να ψάξουμε λίγες διακοπές από το συνηθισμένο.
Γέρνω το κεφάλι μου στον ώμο σου, να απαθανατίσουμε τη στιγμή σε μια φωτογραφία. Αιώνια να θυμάμαι. Να μην ξεχάσω πόσο όμορφος είναι ο κόσμος δίπλα σου, στην αγκαλιά σου, κάτω από έναν ουρανό καθάριο, δίχως μήτε ένα ψήγμα σύννεφου και με ένα φως που γεμίζει τις καρδιές μας, αντανακλάται στις λευκές στέγες των σπιτιών και πέφτει πάνω στα μπλε και βιολετιά παραθυρόφυλλα τους, χρωματίζοντας ένα κόσμο αθώο. Με ένα ελαφρύ αεράκι που ανακατεύει τα μαλλιά μου, κι αφήνει ρίγη συγκίνησης στην επιφάνεια της θάλασσας, να στροβιλίζει αργά τις φτερωτές των ανεμόμυλων. Παραμύθι θυμίζει η ζωή και το είχαμε τόση ανάγκη. 
Στα στενά δρομάκια τα πλακόστρωτα περπάτησε μαζί μου απόψε, να μοιραστούμε ένα παγωτό με γεύση βανίλια, να φορέσω το σάλι μου κι αν νιώσω πως κρυώνω, να με τυλίξεις με τα χέρια σου προστατευτικά σαν να'μουνα παιδί. Να γιορτάσουμε τούτο το βράδυ, όλα εκείνα που φέρνουν κοντά τα ετερώνυμα, όπως έλκεται η σελήνη από τη γη κι αντίστροφα μέσα στη μαγεία του σύμπαντος, με ένα μπουκάλι κόκκινο γλυκό κρασί κάτω από την πανσέληνο του Ιούνη, από ένα μπλακόνι με θέα στο Αιγαίο και κρεμαστούς κήπους τριγύρω. Να αφεθούμε σε μια χαλάρωση μακριά από έγνοιες και σκοτούρες, κοντά σε κείνο που μας είχανε πει πως είναι η αγάπη. Κράτα μου το χέρι. Να' ξερες πόσο μ'αρέσει να αγναντεύω μαζί σου τον ορίζοντα που μου φωνάζει να φτάσω πιο μακριά από το βλέμμα μου, να ανακαλύψω το όνειρο εκεί που τελειώνει η λογική κι η σκέψη. Ας μείνουμε σιωπηλοί. Γιατί τα λέει όλα η σιωπή, χωρίς να' ναι υπόκωφη, ενοχλητική, τρομακτική. Είναι κάποιες στιγμές που απλώς δε θέλεις τίποτα να ειπωθεί, τίποτα να σε ξυπνήσει από το όνειρο, τίποτα που να θυμίζει αλήθεια, πραγματικότητα, μονάχα να ακούσεις τη φύση να πανηγυρίζει μαζί σου και να τη νιώσεις να χαιρετίζει ένα συναίσθημα που είχες ξεχάσει από καιρό. Θέλω να σου πω μονάχα καλημέρα, με μια κούπα από τον αγαπημένο μας καφέ κοιτάζοντας τον ήλιο να ανατέλει μέσα από τη θάλασσα που μας ταξίδεψε τόσο μακριά κι όμως τόσο κοντά. 

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Ήτανε κάποτε μια κασέτα κι ένα γράμμα...

Λείπεις κι είναι απόψε η αγκαλιά μου άδεια. Άδεια από έρωτα, μισή, γιατί δεν έχει κάπου να κουμπώσει το κορμί μου. Νιώθω λειψή, κενή κι οι μουσικές δε φτάνουν να χαλαρώσουν την ψυχή μου και τα μικρά και τα μεγάλα μου άγχη. Μόνο η φωνή σου μπορεί.
Βρέχει κι από το ανοιχτό παράθυρο η μυρωδιά της νοτισμένης ασφάλτου, ανακατεμένη με την κίτρινη σκόνη, που έχει καθίσει μέρες τώρα για τα καλά στο δρόμο, γεμίζουν το δωμάτιο με ανάγκες. Όλες γίνονται μια. Ανάγκη να σε νιώσω.
Θέλω κάτι να σου γράψω. Ίσως ένα τραγούδι, ίσως ένα γράμμα. Αλλά τώρα πια τίποτα δεν είναι το ίδιο. Καθισμένη στο γραφείο, μπροστά στον υπολογιστή, με τα δάχτυλά μου να τρέχουν πάνω στο πληκτρολόγιο, νοσταλγώ τη μυρωδιά και την υφή του επιστολόχαρτου, τον τρόπο που η πένα μου άφηνε σημάδια και το μελάνι μουτζούρωνε τα χέρια μου. Νοσταλγώ το φάκελο που έκλεινε μέσα τις σκέψεις μου και την έγνοια μου, αν θα φτάσει στα χέρια σου ή θα χαθεί κάπου στο δρόμο. Κι αν φτάσει, πότε θα φτάσει; Ήταν κι εκείνη η αναμονή. Κι ύστερα να μου γράψεις κι εσύ κι εγώ να περιμένω εκείνη την απάντηση... Σχεδόν ένας μήνας, αλλά κάποια πράγματα είναι γραμμένα πιο ποιητικά. Γιατί στο χαρτί μπαίνανε οι σκέψεις μας σε τάξη. Γιατί αν αποφάσιζα να δακρύσω δε θα με έβλεπες. Γιατί αν αποφάσιζα να κλάψω, δε θα άκουγες τη φωνή μου να σπάει, λυγμό κανένα. Μου στερούσε όμως και το χαμόγελο στη φωνή σου και τη ζωντάνια στο βλέμμα σου. Λονδίνο - Λάρισα κι η απόσταση να μεγαλώνει περισσότερο, με το φόβο πως συνεχίζει η ζωή μου χωρίς εσένα κι αντίστοιχα η δική σου δίχως να με ονειρεύεσαι τις νύχτες. Σου έστελνα και καμιά φωτογραφία, από ένα βράδυ με τα παιδιά, με γέλια και μπύρες, τσιγάρα κι αγκαλιές, με τον αέρα να φυσάει στην παραλία και τη φωτιά να ημερώνει τη νύχτα. Μου έστελνες κι εσύ, με κάποιον άγνωστο συμφοιτητή στην pub και μια κοπέλα πίσω στο βάθος, να σε κοιτάζει με πόθο. Ούτε καν την είχες προσέξει.
Ήτανε έρωτας εκείνος; Να παλεύω με τον εαυτό μου να μη σηκώσω το ακουστικό, να μην αποζητάω να ακούσω τη φωνή σου. Μήπως λιγάκι ξεχάσω. Να πάψεις να είσαι ένα κομμάτι της καθημερινότητας, να πάψω να είμαι μέρος της δικής σου. Γιατί η γη συνεχίζει να κινείται κι εσύ είσαι τώρα τόσο μακριά. Κάπου με βασιλιάδες, κόκκινα λεωφορεία και τηλεφωνικούς θαλάμους, κάπου που βρέχει κάθε μέρα, να εφευρίσκεις καινούριες συνήθειες, να ανακαλύπτεις καινούρια στέκια κι αγαπημένα μέρη, κάπου που δεν είμαι μαζί σου.
Αναμνήσεις... Ανοίγω μια καινούρια καρτέλα στο φυλλομετρητή και ψάχνω στο διαδίκτυο, να βρω ένα τραγούδι από τα παλιά. Γελάω. Πόσο εύκολο πια; Τότε υπήρχαν ακόμα κασετόφωνα, έψαχνα ώρες, πότε από τη μια πλευρά, πότε από την άλλη, έβαζα μια από εκείνες τις κασέτες που μου έγραφες, με τα αγαπημένα σου τραγούδια που ήθελες τόσο να μου μάθεις και πέρναγα νύχτες ολόκληρες με συντροφιά το κασετόφωνο, το τασάκι και τα τσιγάρα, μιλώντας στο ταβάνι του υπνοδωματίου. Πόσο θα ήθελα τώρα να σου γράψω ένα τραγούδι σε μια κασέτα όπως παλιά, με το φόβο να μη μιλήσει ο ραδιοφωνικός παραγωγός ή να του ζητήσω και μια αφιέρωση για να έχεις κάτι να με θυμάσαι.
Θυμάσαι όταν μίκρυναν οι αποστάσεις, όταν άλλαξε η ζωή, όταν γύρισες και τίποτα δεν είχε καταφέρει να μας σβήσει;
Δεν τελειώνουν οι έρωτες σαν το δικό μας, μου είχες πει. Ό,τι κι αν γίνει παντα σιγοκαίνε, ψάχνουν μονάχα μια αφορμή να γίνουν πυρκαγιά. Όπου κι αν είμαι θα σε ψάχνω κι όπου κι αν είσαι θα με ζητάς, γιατί κανείς δε μας μοιάζει. Έτσι μου είχες πει. Κι ήταν παράδεισος κι αποκάλυψη πόσο με έκανες να γελώ, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Και τώρα προσπαθώ να καταλάβω πώς μπόρεσα ποτέ να σε συγκρίνω. Πώς μπόρεσα να ψάξω άλλη αγάπη; Πώς μπόρεσα να φανταστώ πως θα σε ξεπεράσω; Αφού στην αγκαλιά σου μονάχα έχω σπίτι, στα χείλη σου μονάχα έχω ανάσα και στο φιλί σου λιμάνι. Δυο μέρες λείπεις και μοιάζει αιώνας μακριά σου. Γύρνα επιτέλους γιατί δεν είναι όλες οι αναμνήσεις γλυκές. Έλα να φτιάξουμε καινούριες, πιο πολλές, να κερδίσουν στη μάχη με το παρελθόν, στον πόλεμο με το χρόνο.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Τώρα σε ήθελα εδώ

Τέσσερις το πρωί, κάνω ενα τελευταίο τσιγάρο στο μπαλκόνι. Τώρα που η πόλη κοιμάται. Την ησυχία της νύχτας σκίζει ο ήχος μιας μηχανής, που τρέχει στο δρόμο έξω από το σπίτι. Τα φώτα θολά και κίτρινα, έξω ψυχή. Δεν ανασαίνει κανείς. Ένα απαλό αεράκι φυσά και λιγάκι κρυώνω, μέσα στις ροζ σατέν πυζάμες μου. Αυτός ο Μάης δε λέει να καλοκαιριάσει.
Τώρα σε ήθελα εδώ. Να μου γκρινιάζεις να σβήσω επιτέλους τον υπολογιστή μου, να σταματήσω να γράφω, να αφήσω τη δουλειά, να με πάρεις αγκαλιά να ησυχάσουμε, να κοιμηθούμε.
Να με αγκαλιάσεις, να με σφίξεις, να μου ψιθυρίσεις πως δεν μπορείς χωρίς εμένα στα χέρια σου να νιώσεις σπίτι, χωρίς το άρωμά μου στα σεντόνια, χωρίς τα μαλλιά μου στο μαξιλάρι σου.
Να μοιραστούμε ένα φιλί στο φεγγαρόφωτο, να σου πω χωρίς εσένα δεν έχω ουρανό μητε αστέρια, να ανατριχιάσει το κορμί σου στ' αγγιγμά μου. Με το φως στο κομοδίνο αναμμένο, να βγάζεις τα γυαλιά σου και να με κοιτάζεις σαν να είμαι ότι ομορφότερο έχεις δει, να λες πως ξεκουράζεται το βλέμμα σου στα μάτια μου, πως θες να κοιμηθείς με τη μορφή μου στα δικά σου. Να γίνεις εκείνο το δέντρο που διάλεξα να ξαποστάσω. Να μοιάζεις σαν εκείνο τον αστερία που έχω στο γραφείο να μου θυμίζει καλοκαιρινές διακοπές, έτσι ξαπλωμένος στο κρεββάτι κι εγώ να μπλέξω το κορμί μου στο δικό σου. Να σε ερωτευτώ στα τσαλακωμένα σεντόνια, που γέλαγες όταν τα διάλεξα, γιατί σου φάνηκαν αστεία τα κόμικς που μ' αρέσουν.
Τώρα σε ήθελα εδώ. Να νιώθω το μουσάκι σου να γαργαλάει το μάγουλό μου όταν με φιλάς και να γελάω! Πόσο μου αρέσει να γελάω μαζί σου... Έτσι θέλω να μας βρει το πρωί. Αγκαλιά, ξεκούραστους και χαμογελαστούς. Δε με παίρνει ο ύπνος νωρίς και το ξέρεις, αλλά τουλάχιστον να σε κοιτάζω που κοιμάσαι σαν παιδί στα χέρια μου.
Να ξημερώσει κι όταν τα μάτια μου ανοίξω, να ακούω την ανάσα σου, να βλέπω το στήθος σου ν' ανεβοκατεβαίνει γαλήνια και να νιώθω το σφυγμό σου όπως τα χέρια μου ακουμπάνε στο λαιμό σου. Να αφήσω ένα φιλί στο μέσα μέρος του καρπού σου και να μας φτιάξω έναν καφέ γιατί ποτέ δεν προλαβαίνω το πρωινό. Να σου αφήσω ένα σημείωμα καθώς θα φεύγω με μια καλημέρα και τον καφέ στο κομοδίνο δίπλα στα γυαλιά σου.
Τώρα σε ήθελα εδώ. Έτσι σε ήθελα. Αν είναι να έρθεις, μην αργήσεις.

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Ας βρέχει έξω

Θέλω να βρέχει και να μη σταματήσει ποτέ. Να ακούγεται το νερό να μαστιγώνει τις παλιές, πράσινες, μεταλλικές τέντες της πολυκατοικίας, με τα ξεφτισμένα κρόσσια. Να σβήνουν όλοι οι υπόλοιποι ήχοι της πόλης με το θόρυβο της βροχής. Να φωτίζεται ο ορίζοντας από τις αστραπές και να σκεφτομαι πόσο θέλω να σε φωτογραφίσω γυμνό στο κρεββάτι και να σε αποτυπώσω σε ασπρόμαυρες αναμνήσεις. Θέλω να με κρατάς στην αγκαλιά σου, καθισμένος στο κρεββάτι, με τα μπράτσα σου τυλιγμένα γύρω από το λαιμό μου, να μυρίζεις τα μαλλιά μου και να απολαμβάνω την ανάσα σου, χωμένη μπροστά σου, σαν να κουμπώνω στην καμπύλη του κορμιού σου, σαν κομμάτι από παζλ να ταιριάζω. Θέλω ένα τασάκι δίπλα γεμάτο αποτσίγαρα κι ένα δυο αναμμένα τσιγάρα να καπνίζουν και το δωμάτιο να μοιάζει συννεφιασμένο. Δυο ποτήρια ουίσκι και το μπουκάλι στο κομοδίνο δίπλα σου. Τα σκεπάσματα ανάστατα να θυμίζουν έρωτα. Θέλω να κοιτάζω τη βροχή και τη συννεφιά και να μιλάμε. Να σε ακούω να μιλάς ώρες ολόκληρες, να σιγοψιθυρίζεις στ' αυτιά μου. Δε θέλω γλυκόλογα. Θέλω να μου μιλάς σοβαρά και να μου χαμογελάς. Το ακούω το χαμόγελο στη φωνή σου όταν δε βλέπω τα μάτια σου. Θέλω να μου αναλύεις θεωρίες, να μου φιλοσοφείς, θέλω να ακούω τη φωνή σου, να γαληνεύει τη φουρτούνα που έχω στο στήθος, την τρικυμία στο μυαλό. Στο άγγιγμά σου γίνομαι πάνθηρας σε εγρήγορση, μα στη φωνή σου μικρό γατί που ψάχνει χάδι.
Να μη με βλέπεις σαν πορσελάνινη κούκλα, να μη με νιώθεις σα φοβισμένο παιδί. Δε σπάω μήτε ψάχνω προστάτη. Έχω αντέξει ως τώρα, θα αντέξω κι άλλο. Γυναίκα είμαι. Έτσι να με δεις. Κι όταν με κρατάς στα χέρια σου να μου φερθείς όπως σ' αρέσει. Πώς αλλιώς θα σε μάθω;
Αφήνω στο φως τα σημάδια μου, δε ντρέπομαι, δε φοβάμαι, δες με, νιώσε με, αγάπησέ με αν τολμάς. Κι αν δεν τολμάς, θα τολμήσω εγώ. Κι ας μοιάζω δειλή.
Δε θέλω να γιατρέψεις τις πληγές μου, αν θες μπορείς να μου ανοίξεις κι άλλες. Να σε ζήσω θέλω. Όχι να βγω αλώβητη από τούτο το δωμάτιο. Εσένα θέλω, με τα νεύρα σου, την κούρασή σου, τη θλίψη στο βλέμμα σου, την ανησυχία και το άγχος της μέρας, το χαμόγελό σου, όταν λες, πως μοιάζουμε τόσο διαφορετικοί κόσμοι κι όμως τόσο ίδιοι, το φως στα μάτια σου, όταν ενθουσιάζεσαι. Όλα τα θέλω. Χωρίς εκπτώσεις. Δεν κάνω πίσω. Είναι δικά μου. Είσαι δικός μου. Μ'αρέσει να μου ανήκεις. Το έχω από παιδί. Θέλω τη γλύκα που έχει αυτό το "μου". Γίνεται αυτόματα οικείο, μοναδικό, αγαπημένο.
Η μουσική που αγαπώ θυμίζει λίγο σκοτάδι,θυμίζει λίγο εσένα. Κιθάρες, τύμπανα, εκκλησιαστικά όργανα, βιολιά. Λίγη αθωότητα, λίγη μελαγχολία, πάθος και ένταση, μα πάντα σκοτάδι. Χωρίς μυστήριο. Μονάχα σκοτάδι. Δυνάμωσε λίγο τη φωνή. Αυτό το τραγούδι σου πάει.
Κράτα με λίγο ακόμα. Ώσπου να τελειώσει το ποτό κι ύστερα φύγε αν θέλεις κι αν μπορείς. Θα γείρω εδώ να κοιμηθώ, μυρίζοντας το άρωμά σου. Αν μείνεις απλώς κράτα με και αν ξυπνήσεις πρώτος το πρωί, πίνω τον καφέ μου γλυκό. Να ξέρεις.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Ραντεβού

Κάθισα σήμερα να περάσω το απόγευμά μου, δίπλα σε ένα παράθυρο. Κοιτάζοντας τη δύση του ήλιου, πίσω από τα ψηλά κτίρια της πόλης. Μια πορτοκαλομενεξεδένια ομορφιά πίσω από το γκρίζο τσιμέντο. Με ένα καφεδάκι στο χέρι, καθισμένη στο περβάζι, με τα γόνατα διπλωμένα μπροστά στο στήθος, με το τζάμι ανοιχτό, ένα αεράκι να μου χαιδεύει το πρόσωπο και το αγαπημένο μου γλαστράκι με το βασιλικό, εκείνο που μου χάρισες.
Είπα να μετρήσω λιγάκι τις στιγμές, κι ίσως τα συναισθήματα. Μα είμαι τόσο ανόητη... Μετριούνται με τη λογική; Όχι. Μετριούνται με αριθμούς; Όχι. Αφού με τα μαθηματικά ποτέ μου δεν τα πήγαινα καλά. Τι το θέλω το μέτρημα; Ούτε τα αστέρια δεν κατάφερα ποτέ να μετρήσω, κάτι αυγουστιάτικες νύχτες ξαπλωμένη στην αμμουδιά. Αποτύχαμε με τα νούμερα. Μείναμε να κυνηγάμε την άπιαστη ευτυχία και τον φτερωτό έρωτα. Πόσο να τρέξεις πια;
Σε σκέφτομαι. Πότε έντονα, πότε λιγάκι, πότε καθόλου, γιατί έχω δουλειές, που με κρατούν απασχολημένη ή είναι στιγμές που περνώ τόσο καλά, που δεν περνάς από το νου μου ούτε σα σκιά.
Να είμαι ερωτευμένη; Μπα. Ίσως. Δεν ξέρω. Απλά μου αρέσει που μου μοιάζεις. Γιατί σε βλέπω, όπως με βλέπεις κι εσύ. Εκείνα που δεν ξεχωρίζουν οι υπόλοιποι. Γιατί δε θέλω να σε μάθω. Δε βλέπω κάτι άγνωστο και δε φοβάμαι.
Μυρίζει βανίλια. Στο από κάτω διαμέρισμα μάλλον ψήνουν εκείνο το κέικ που είπες πως σ' αρέσει. Θυμάσαι; Πασπαλισμένο με λίγη ζάχαρη άχνη και κακάο.
Βράδιασε, κι ακόμα είμαι εδώ. Το μοναδικό πράγμα που άλλαξε είναι πως ατενίζω μια πανσέληνο μελαγχολική και στα χέρια μου, αντί για την κούπα του φρεσκοψημένου, ζεστού καφέ, κρατώ ένα ποτήρι ουίσκι και το τσιγάρο μου, που καπνίζει, συνήθως μόνο του τέτοιες στιγμές αφηρημένες. Η πόλη είναι ακόμα πιο όμορφη όταν νυχτώνει, πιο μοναχική, πιο ήσυχη, μυστηριώδης, στο σκοτάδι της τυλιγμένη, με τους ανθρώπους της ελεύθερους.
Στο απέναντι μπαλκόνι ένα ζευγάρι τσακώνεται. Τώρα φιλιούνται. Ναι, θα ήθελα να είσαι εδώ. Γιατί ζήλεψα. Και τώρα σε σκέφτομαι. Πολύ.
Δουλεύεις. Πολύ. Και μου λείπεις τις νύχτες που αργείς και περιμένω στον καναπέ με αγωνία, κοιτάζοντας την πόρτα. Τα πρωινά, που δε με ξυπνάς με ένα φιλί για καλημέρα, γιατί βιάζεσαι. Δε μου λείπεις όταν δεν κοιμάσαι εδώ. Συνήθως πίνω το ποτό μου στο μπαράκι με τα παιδιά, φλερτάρω, χορεύω, διασκεδάζω, πηγαίνω στο θέατρο που τόσο μ' αρέσει. Εκείνες τις βραδιές σαν να μην υπάρχεις. Ως αργά στο γραφείο κι ούτε ένα μήνυμα. Ζω και χωρίς εσένα. Αλλά θέλω να ζω με σένα. Όχι να σ' έχω ανάγκη, απελπισμένα να σε ψάχνω παντού, μα να σ' άγαπήσω όπως δεν αγαπήθηκες ποτέ. Γιατί το θέλω. Γιατί σε θέλω εδώ. Να είσαι επιλογή. Να είσαι η αγκαλιά μου τις νύχτες. Να σκοτεινιάζω και να μου δίνεις φως. Να μελαγχολείς και να σου δίνω χαμόγελο. Να μην χρειάζεται να σου μιλήσω, να μοιραζόμαστε τη σιωπή. Γιατί εσύ ξέρεις. Με ξέρεις. Ίσως και να' μαι ερωτευμένη τελικά. Μια εγωίστρια ερωτευμένη με τον εαυτό της. Και ποιος καλύτερος καθρέφτης από σένα;
Πού είναι το τηλέφωνο μου; Κι αν έχεις δουλειά δε δίνω δεκάρα. Απόψε είσαι δικός μου. Θα βγούμε να κάνουμε μια τρέλα απόψε. Γιατί θέλω να με φιλήσεις έξω στο δρόμο, να χορέψουμε χωρίς μουσική, να ξεχάσουμε τα πάντα, να σβήσουμε τις σκέψεις, τις ενοχές, τις ανησυχίες και να ερωτευτούμε για πρώτη φορά χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς κανένα φόβο.
Καλεί...
"Ραντεβού στο παρκάκι στη γωνία σε μισή ώρα. Μην αργήσεις!".

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Πώς γίνεται να είσαι πάντα χαρούμενος;

Πώς γίνεται να είσαι πάντα χαρούμενος; 
Να μια ωραία ερώτηση.
Είσαι πάντα χαρούμενος;
Εγώ δεν είμαι. Και δε θέλω. Είμαι και χαρούμενη, και θυμωμένη, λυπημένη, εκνευρισμένη, τρομοκρατημένη, μελαγχολική, ευτυχισμένη, γεμάτη,, αμήχανη, ερωτευμένη, περήφανη, δημιουργική, αισιόδοξη, μοναχική, αγχωμένη, κουρασμένη κι άλλα που δε φτάνουν για να περιγράψουν όλες τις στιγμές.
Κι έτσι μ' αρέσει. Για να μπορώ να θυμηθώ, πως με κάνεις να νιώθω, για να σου πω μια μέρα λίγο πριν το τέλος, "Ναι, τα έζησα όλα." γιατί η ζωή είναι συναίσθημα. Κι εγώ τα θέλω όλα. Να τα νιώσω, να τα δοκιμάσω, να τα ζήσω και να τα φυλάξω σε αναμνήσεις.
Κι αν χαμογελώ, μην νομίζεις πως είμαι πάντα χαρούμενη, ή αν δείχνω σοβαρή, μη νομίζεις, πως μέσα μου δεν κρύβω μια απεριόριστη τρέλα. Κάποια στιγμή, εσύ δε μου είπες πως "Δεν είναι όλα όπως φαίνονται.";
Εξαρτάται, θα σου πω εγώ, με ποια μάτια έμαθες να κοιτάζεις, να διαβάζεις, να ονειρεύεσαι. Γιατί και τα όνειρα με τα μάτια ανοιχτά τα κάνεις, με τα μάτια κλειστά μονάχα να απολαμβάνεις, ξεχωριστά μία μία τις αισθήσεις.
Πώς γίνεται να είσαι πάντα χαρούμενος;
Δεν ξέρω αν σε πιστεύω. Γιατί μπορεί απλώς να προσπαθείς να δείξεις κάτι που δεν είσαι. Κι αν είσαι κάλπικος, ούτε στα μάτια σου θα μπορούσα να δω το ψέμα. Έχω αρχίσει να μεγαλώνω και με εγκατέλειψε εκείνο το χάρισμα.
Ξέρεις γιατί δε σε πιστεύω. Γιατί εγώ είμαι κάλπικη. Ή ίσως λίγο παραπάνω μόνη. Για να κερδίσεις ένα αληθινό χαμόγελο πρέπει λιγάκι να προσπαθήσεις παραπάνω. Μα αν το θέλεις στα αλήθεια, μην ξεχάσεις πως με κάνουν χαρούμενη τα μικρά και τα απλά. Για να μπορείς να ξέρεις όμως, αν είναι αληθινό τούτο το χαμόγελο, χρειάζεσαι λίγο χρόνο, λίγη οικειότητα, λίγη θέληση. Δεν είναι το μυστήριο, ούτε πρόκληση, είναι ο φόβος για το άγνωστο, είναι λιγάκι ο εγωισμός κι ό,τι μάλλον έχω γίνει τόσο παράξενη, που ξέρω πως μόνο ο εαυτός μου μπορεί να με αντέξει.
Αν είσαι αληθινός, σα βιβλίο ανοιχτό, μπορεί και να διαβάσω το βλέμμα σου. Αλλά και τι να το κάνω το διάβασμα; Εγώ θέλω να γράψω. Εκείνες τις σελίδες του βιβλίου που μείνανε λευκές, να τις γεμίσω ζωγραφιές και ιστορίες, φωτογραφίες κι ένα τριαντάφυλλο για σελιδοδείκτη. Ίσα για να βρίσκεις πάντα την αρχή.
Πώς γίνεται να είσαι πάντα χαρούμενος;
Αν γίνεται, να είσαι. Γιατί όταν χαμογελάς, θυμίζεις παιδί. Και πολύ μ' αρέσει.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Φοβάμαι

Φοβάμαι. Τις νύχτες, όταν μένω μόνη στο σκοτάδι κι ακούγονται οι χτύποι του ρολογιού, σαν να'ναι χτύποι τσεκουριού στην πόρτα. Σκληροί κι ανελέητοι, δυνατοί, υπόκωφοι. Ο χρόνος δε συγχωρεί. Και δε σταματά, μήτε γυρίζει πίσω. Κι η αναπνοή μου, όσο κι αν πασχίζω λιγάκι να την φτιάξω πιο αθόρυβη, ακούγεται στην ερημιά της νύχτας, σα να'ναι τρένο έτοιμο προς αναχώρηση, με λίγη αγωνία και λίγη από εκείνη την απελπισία που έχει ο αποχαιρετισμός. Και το σκοτάδι πηχτό, με τρομάζει, καθώς τυλίγει τα έπιπλα, τα υφάσματα, τους καθρέφτες, εμένα και γεμίζει κάθε γωνιά, κάθε χαραμάδα, ολάκερο το σπίτι, το πνίγει.
Φοβάμαι. Όταν το τηλέφωνο δε χτυπά και μένω να το κοιτάζω αβοήθητη, ώρες ολόκληρες, αγωνιώδεις κι αγχωτικές. Πού να'σαι; Πού γυρνάς; Κι αν κάτι σου συνέβη; Κι αν δε σ' αγγίξω πάλι; Κι αν τα μάτια σου δε με κοιτάξουν με αυτή τη φλόγα; Κι αν δεν είσαι δικός μου; Πού είσαι; Γύρνα, αγάπη μου. Άσε με να σε κλείσω σε ένα χρυσό κλουβί, να ορθώσω και γυάλινους τοίχους γύρω σου να μην μπορεί να σε αγγίξει κανείς, να μη σπάσεις, να μη χαλάσει ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά σου, να μην σπιλώσει τίποτα την ομορφιά σου, την υπεροχή και την κατασκευή σου, σε κενό αέρος να διατηρήσω μια στιγμή θέωσης. Να είσαι μονάχα δικός μου, να σε κοιτώ, να σε προσέχω, να μη σε χορταίνω ποτέ, για να μη σε βαρεθώ. Μα κι έτσι σαν πουλί κάποια μέρα θα θελήσεις να φύγεις, γι'αυτό σε έχω αφήσει ελεύθερο να ζεις κι εγώ κάπου κοντά να σε στηρίζω αφανώς κι αθόρυβα να σ' αγαπώ.
Φοβάμαι όμως. Γιατί ένας άνθρωπος μόνος είμαι. Τι να σου δώσω κι εγώ; Λίγη μονάχα αγάπη, λίγη συμπόνοια, λίγη στοργή, λίγη φροντίδα κι ίσως ένα χάδι. Όλα από λίγο. Να κρατήσω κάτι και για μένα. Γιατί είμαι ένας άνθρωπος μόνος και φοβισμένος. Έχω τον πόνο μόνη συντροφιά κι ένα δάκρυ, που το φυλώ σαν κόρη οφθαλμού για ώρα ανάγκης. Αν σου τα δώσω όλα δε θα μείνει πια τίποτε για μένα, κι αν φύγεις μια μέρα δε θα μπορείς να μου επιστρέψεις τίποτα.
Φοβάμαι. Αλήθεια σου λέω. Να αγαπήσω φοβάμαι. Να δοθώ φοβάμαι. Τα απόλυτα φοβάμαι και τα ολοκληρωτικά. Εκείνο το συναίσθημα που ισοπεδώνει τα πάντα φοβάμαι. Εσένα φοβάμαι. Εμένα φοβάμαι. Γιατί σαν παιδί σε εκείνο το γυάλινο κόσμο που ονειρεύτηκα για σενα, εκεί με είχανε κλείσει. Και σαν κορίτσι μεγάλωσα με παραμύθια, με όνειρα, με πρίγκιπες και δράκους, με ευτυχισμένο τέλος, "...ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.". Και σαν μεγάλωσα, ξύπνησα ένα πρωί κι οι γυάλινοι τοίχοι μου είχαν γκρεμιστεί. Μονάχα κάτι μικρά κομμματάκια γυαλί είχαν απομείνει τριγύρω στο πάτωμα κι είπα στον εαυτό μου πως αυτά τα κρυσταλλάκια, τόσο μικρά, όμορφα, λαμπερά αποκλείεται να με κόψουν. Κράτησα ένα στα χέρια μου, που έλαμπε στο φως σαν άστρο. Κι άρχισαν οι παλάμες μου να στάζουν άίμα. Πολύ. Έδεσα τα χέρια μου με γάζες μα ο πόνος δε σταμάτησε. Το κρυσταλλάκι εκείνο χάθηκε, δεν το ξανάδα. Ίσως μέσα στο χέρι μου να χώθηκε βαθιά γι' αυτό ακόμα με πονάει. Ίσως ακόμα να προχώρησε στις φλέβες μου σιγά σιγά, μέχρι να φτάσει στην καρδιά.
Ναι λοιπόν. Τολμώ να το παραδεχτώ. Δειλή είμαι και φοβάμαι. Όλους εκείνους τους δαίμονες, που μου ξυπνάει ο έρωτας για σένα. Μην αποδειχτείς κι εσύ άλλο ένα κρυσταλλάκι. Ανάθεμα τους γυάλινους τοίχους μας. Αυτούς φοβάμαι πιότερο. Γιατί κάθε φορά που ένα κρυσταλλάκι με κόβει, μαζεύω όλα τα κομμάτια από το πάτωμα και τα ξανακολλάω με μανία. Μένουν ρωγμές και χαραμάδες, ίσα ν'ακούγεται η φωνή - μια φωνή ονειρική, γεμάτη υποσχέσεις - κι έτσι ξεγελιέμαι και τους αφήνω και πάλι να πέσουν, να σπάσουν ξανά.

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Σε κάποιο μπαρ

Στη μια γωνιά του μπαρ τυλιγμένοι απ' τον καπνό και λίγη αμηχανία, προσπαθώντας να βάλουμε τις σκέψεις μας σε τάξη, για να διαλέξουμε προσεκτικά τι θα πούμε, τι θα μοιραστούμε, τις στιγμές που η σιωπή γίνεται αβάσταχτη και τρομακτική.
Παίζεις με το τηλέφωνό σου κι εγώ με το δικό μου, να νιώσουμε λίγο σημαντικοί, να δείξουμε λίγο ιδιαίτεροι, πολύ διαθέσιμοι και κάπως σοβαροί, απαντάμε σε μηνύματα, λύνουμε προβλήματα, ποτέ όμως τα δικά μας.
Γεμίζεις το ποτήρι μου με λίγη ελαφρότητα, έτσι λιγάκι να με μεθύσεις, να ρίξεις τις άμυνες μου, να γκρεμίσεις τα τείχη μου κι εγώ χαμογελώ στην αδιακρισία σου, που προσπαθεί σκληρά, να μάθει τα πάντα, όσο πιο γρήγορα γίνεται και παλεύει να ανακαλύψει ξανά τον τροχό της αμάξης. Μα είναι τόσο απλό να με γνωρίσεις, απλά κοίτα με στα μάτια. Ανοιχτό βιβλίο στέκομαι μπροστά σου. Ρώτα ό,τι μπορείς να σκεφτείς, ό,τι μπορεί να θελήσεις. Θα προσπαθήσουν τα χείλη μου να σου τα κρύψουν, οι λέξεις να σε μπερδέψουν, μα τα μάτια μου ακόμα δεν έμαθαν να λένε ψέματα και πάντα με προδίδουν. Γι' αυτό και δυσκολεύομαι να σε κοιτάξω στα μάτια, αποφεύγω εντέχνως το βλέμμα σου και παρατηρώ δήθεν το χώρο και τους ανθρώπους.
Ανάβω ένα τσιγάρο, μου αρέσει η φλόγα του αναπτήρα. Θυμάμαι πόσο θέλω να παίξω με τη φωτιά, πόσο θέλω ένα παιχνίδι μαζί σου. Γιατί το δίχως άλλο είσαι φωτιά και θα με κάψεις, αλλά χαλάλι σου.
Σε παρακολουθώ όταν δε με βλέπεις κι απλώς απορώ, γιατί θέλεις να μάθεις τα πάντα, ενώ δε θέλεις τίποτα δικό σου να μου πεις. Προσπαθώ αφελώς να διαβάσω τον τρόπο που κινείς τα χέρια σου, τον τρόπο που κινείσαι στο χώρο, τον τρόπο που το βλέμμα σου ανακαλύπτει τον κόσμο
τριγύρω, τον τρόπο που πίνεις το ποτό σου, τον τρόπο που χαμογελάς βεβιασμένα κι αθώα.
Σε αφήνω ν' ανακαλύψεις σιγά σιγά τον κόσμο μου κι εσύ παλεύεις να μου ανοίξεις μια πόρτα στο δικό σου, κρύβουμε λιγάκι τη φλόγα που μας καίει, εγώ αποφασισμένη να πάρω τα ρίσκα μου, να τρέξω έναν αγώνα δρόμου μαζί σου, εσύ ψάχνοντας να βρεις τη σιγουριά και την ασφάλειά σου. Ακόμα ένα ποτό και σοβαρεύεις κι άλλο, να ήξερες άραγε πόσο μ' αρέσει αυτή η ηρεμία σου κι εκείνο το χαμόγελο που μοιάζει αληθινό.
Παίζω λίγο με το πακέτο μου, με συμπιέζει σε στιγμές που θέλω να εκραγώ σαν το Big Bang, μη με ρωτήσεις πώς, μα σου ορκίζομαι με χαλαρώνει απίστευτα, χαμηλωμένο το βλέμμα στο μπαρ και πασχίζω να το τσαλακώσω με μανία για να πνίξω μάλλον την αμηχανία μου. Κι εσύ το ξέρεις και δε μ' αφήνεις, στα όρια μου με σπρώχνεις με την περιέργεια ενός παιδιού, να δεις τι θα συμβεί μετά.
Αντέχεις; Τολμάς; Γιατί μετά έχω σκοπό να σε φιλήσω και να μη σταματήσω. Γιατί μετά έχω σκοπό να σου αφήσω ένα κομμάτι δικό μου, να με θυμάσαι. Και θα φύγω ξημερώματα, δίχως σημείωμα, δίχως τηλέφωνο, δίχως υπόσχεση, μόνο με τη γεύση των χειλιών σου στα χείλη μου και το άρωμά σου στο κορμί μου.

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Παραισθήσεις

Μου λείπεις κι ας μην ήσουν ποτέ εδώ. Σε ξέρω κι ας μη σε γνώρισα ποτέ. Τους στεναγμούς σου τους αφουγκράζομαι, την οργή σου τη νιώθω στο στήθος σα φτερούγισμα, κάτι μικρές λύπες τις μετασχηματίζω σε χαρές κι ας μη μοιράστηκες μαζί μου τίποτα. Ονειρεύομαι τα μάτια σου κι ας μη χάθηκα ποτέ μέσα τους. Σε ένα χαμόγελο σου αφήνω ένα κομμάτι της ψυχής μου για παρέα στο άδειο μπαρ κι ας μην ήπιαμε ποτέ εκείνο το ποτό, ας μη μεθύσαμε, ας μη χορέψαμε με τα σώματά μας κολλημένα το ένα στ' άλλο. Νιώθω το άγγιγμα σου κι ας μη με χαϊδεψες ποτέ. Τα χέρια σου να τυλίγουν το κορμί μου σε μια αγκαλιά που μου χρωστάς. Τα δάχτυλά μας πλεγμένα σε ένα γόρδιο δεσμό σε έναν περίπατο, μια νύχτα στα σοκάκια της πόλης. Μα δεν περπάτησα ποτέ μαζί σου, συντροφιά με τις σκιές κάτω από φώτα κίτρινα. Ακούω τη φωνή σου κι ας μην ψιθύρισες ποτέ στ' αυτιά μου. Σφυρίζεις τις μελωδίες των αγαπημένων μου τραγουδιών και ζηλεύω που δε μου έμαθες ποτέ πώς. Αμήχανα καπνίζω το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο, σβήνω σε τασάκια ασφυκτικά γεμάτα, καταστρέφω το άδειο μου πακέτο με μανία, παίζω με τον αναπτήρα σου κι ας μη φύσηξες ποτέ σου τον καπνό, για να γεμίσεις το δωμάτιο σύννεφα. Τα χείλη σου στα δικά μου σε ένα φιλί μεθυσμένο από έρωτα, που έχει μια γεύση καφέ δυνατού, σαν άγριο ξύπνημα από λήθαργο. Κι όμως ποτέ σου δεν ανάσανες απ' την ανάσα μου. Κάτι νυχτιές γεμάτες πάθος και διαδρομές δίχως αύριο, με το πόδι σταθερά στο γκάζι και την ταχύτητα να με καρφώνει στο κάθισμα του αυτοκινήτου και να γελάς ανέμελα. Με λίγωσες κι ας μην αλητέψαμε ποτέ εμείς οι δυο. Σε μια συναυλία από εκείνες που δεν πήγαμε ποτέ, ο ρυθμός της μουσικής μας ξεσήκωνε σαν αέρας που σαρώνει τα πάντα στο διάβα του.
Είσαι παντού κι ας μην υπάρχεις πουθενά. Ίσως μονάχα, μες στου νου μου το ταξίδι. Σα μια παραίσθηση γλυκιά, σαν ξεθωριασμένη ανάμνηση ενός έρωτα, που άργησε πολύ περισσότερο από όσο μπορούσα να περιμένω. Ήρθες ή μήπως είναι ο ενθουσιασμός μου, ο φόβος για το άγνωστο κι η πρόκληση που με πλανεύουν;

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Ρώσικη ρουλέτα

Στο θολωμένο σου μυαλό εκρήγνυνται ηφαίστεια. Τόση οργή, τόση ζήλια, τόση τρέλα κι απελπισία. Κι εγώ χαμογελώ μπροστά σου δίχως καμιά αίσθηση του κινδύνου. Αν είναι να χαθώ, ας είναι απόψε, ας είναι από τα χέρια σου, ας είναι με την ανάσα μου στα χείλη σου.
Από την πρώτη τη στιγμή, τον τρόπο που χαμογελούσες σαν παιδί και συνάμα σαν άντρας, τον τρόπο που μιλούσες σταράτα και ντόμπρα, τον τρόπο που με κάρφωναν τα μάτια σου, μέσα στο μεθύσι μας εκείνο που με τράβαγε σαν πεταλούδα στο φως η μορφή σου, το φιλί σου, μια νύχτα πάθους κι έρωτα, τα κορμιά μας σαν ένα.
Κάτι μου φώναζε να φύγω, μα όσο εκείνο το ένστικτο ούρλιαζε στ' αυτιά μου, τόσο ήθελα να μείνω κι άλλο λίγο ακόμα. Ο κίνδυνος ήταν πάντα το ναρκωτικό μου, το ρίσκο, να παίζουμε κορώνα-γράμματα όλη την ύπαρξή μας.
Σε βρίσκω αστείο και λιγάκι γραφικό και στη γωνιά μου δε ζαρώνω γιατί την αναρχία και την επανάσταση μέσα στο αίμα μου την έχω. Κι αν μοιάζεις λιγάκι γίγαντας καθώς ορθώνεσαι μες στο θυμό σου δε δίνω φράγκο γιατί σε βλέπω λίγο σαν ανόητο κύκλωπα κι εμένα σαν τον Οδυσσέα. 
Όσο εσύ θα εξοργίζεσαι, τόσο εγώ αντάρτισσα σε μια καινούρια μάχη. Κι αν είναι η τελευταία, δε βαριέσαι, χαλάλι σου. Γιατί τη ζωή μου την έζησα χορτάτη κι όποτε έρθει η ώρα θα είμαι έτοιμη να κάνω ένα φινάλε θεατρικό, με μπόλικο χειροκρότημα, πριν σβήσουν τα φώτα της ράμπας.
Φωνάζεις και δυναμώνω την ένταση στο ραδιόφωνο, γιατί δε με ενδιαφέρει να ακούσω τη φωνή σου, τις φαντασιοπληξίες και τις ζήλιες σου. Ελεύθερη ήμουν κι έτσι θα μείνω ως το τέλος. Δεν ήξερες ποια είμαι; Τι μου χρεώνεις τώρα, τα δικά σου τα πάθη; Με τραβάς από τους ώμους, με τραντάζεις, νομίζω είπες σε ντροπιάζω; Μπα, μάλλον δεν άκουσα καλά.
Γυρίζεις το πρόσωπό μου προς το μέρος σου, κρατάς σφιχτά το πηγούνι μου, τα χείλη μου σφιχτά με μια δόση ειρωνίας στο χαμόγελο και στο βλέμμα μου η νίκη. Λες, δεν ξέρεις που θα φτάσουμε απόψε αν δεν κάνω πίσω, αν δε σταματήσω να σε τρελαίνω και πώς τολμώ να σε αψηφώ. Εδώ θέλω να γελάσω δυνατά αλλά κάτι μου λέει πως ούτε καν αυτό δεν αξίζεις. Άκου πως τολμάω. Αστείος είσαι. Και μ' απειλείς... Τουλάχιστον αυτό έχει λίγο ενδιαφέρον.
Βλέπω το περίστροφο στο τραπέζι. Ξέρω εγώ. Ρώσικη ρουλέτα κι ό,τι γίνει.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Φοβισμένε ανθρωπάκο μου...

Σε σένα που νιώθεις μηδαμινός, μικρότερος από μια κουκίδα στο χάρτη, λιγάκι τιποτένιος κι ανίκανος, φοβισμένος μπροστά στο αύριο, στο συναίσθημα, στις επιθυμίες... Σε σένα που στέκεσαι ακλόνητος και μαρμαρωμένος και στα όνειρα ταξιδευτής που δεν μπορεί να αφεθεί απρογραμμάτιστα και να χαρεί το άγνωστο και τον αυθορμητισμό, ανελεύθερος και κλειδωμένος σε ένα δωμάτιο κλειστοφοβικό, ένα δωμάτιο πανικού, θέλω μονάχα να χαμογελάσω. Ίσως και να σου απλώσω το χέρι, να σε τραβήξω στο φως λιγάκι πιο κοντά. Θέλω να σηκώσω το πρόσωπό σου - που για τους δικούς σου λόγους κοιτάζει στο πάτωμα - και να σε κάνω να με κοιτάξεις στα μάτια. Να μοιραστούμε ένα βλέμμα, λίγη αλήθεια, γιατί τα μάτια δε λένε ψέματα ποτέ.
Δεν θέλω να ρωτήσω, ούτε να μου πεις την αιτία, θέλω μονάχα να σου δείξω λίγο από τον κόσμο μου, εκεί που έμαθα να κρύβω το δικό μου σκοτάδι, να καταχωνιάζω όλα όσα με πόνεσαν, να βασανίζω τις σκέψεις και τις τύψεις μου αθόρυβα και πλέον ανώδυνα για μένα.
Μην τρομάζεις από το άγγιγμα του χεριού μου. Μην ντρέπεσαι να βγεις στο δρόμο, να αφήσεις τον αέρα να χαϊδέψει το πρόσωπό σου, να απλώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, να κάνεις μια ευχή, ν' αφήσεις μια προσευχή σου να φτάσει στο σύμπαν.
Κι αν νιώθεις μόνος, έρημος, αόρατος, απλώς χαμογέλασε, διώξε μακριά ό,τι σε παγιδεύει, σε φοβίζει, σου βάζει εμπόδια, ό,τι προσπαθεί να σε γειώσει, όποιον δε σε αφήνει να ανοίξεις τα φτερά σου ελεύθερος και να πετάξεις μακριά, να πειραματιστείς, ν' ανοίξεις τα μάτια σου και να ονειρευτείς ορίζοντες μακρινούς, άφησε τους δαίμονες σου να σου μιλήσουν ελεύθεροι, να σε παροτρύνουν σε τρέλες - δεν πειράζει αν μετανιώσεις μετά - ζήσε, χαμογέλα, τραγούδα δυνατά να διώξεις τη σιωπή. Άνοιξε την καρδιά σου και το μυαλό σου κι ερωτεύσου από την αρχή τον εαυτό σου, αγκαλιασέ τον, άφησε ένα φιλί να ταξιδέψει από τα υγρά χείλη σου στον ουρανό και να καβαλήσει ουράνια τόξα. Βάλε τη φαντασία σου να πλάσει κόσμους όπως εσύ θα επιθυμούσες, διηγήσου το παραμύθι σου, άρπαξε τα χέρια εκείνων που αγαπάς και τράβηξέ τους μαζί σου σε μια διαδρομή για τον παράδεισο. Εκεί που η ελευθερία κι ο δρόμος προς την τελειότητα συναντιούνται. Εκεί που οι γλάροι πετούν στην ακροθαλασσιά κι εσύ αγναντεύεις το πέλαγος. Εκεί που κάναμε πικ-νικ κάποια στιγμή σε ένα λιβάδι με κατακόκκινες παπαρούνες. Εκεί που βρέχει ασημένια αστερόσκονη τις νύχτες με καθάριο ουρανό.
Αν ακόμα είσαι εδώ και σε τυλίγει σκοτάδι βαθύ, άνοιξε μια χαραμάδα να σου ρίξω λίγο από το φως του φεγγαριού να σου ανοίξει δρόμο. Στις απαρχές του σύμπαντος, στις άκρες του γαλαξία ο χρόνος κι ο χώρος συμπιέζονται και δεν έχουν καμιά σημασία. Η αιωνιότητα κάνει τα λεπτά ανούσια, τις στιγμές ανάξιες λόγου.
Αξίζει να φοβάσαι μια ζωή που δε ζεις; Δε σ' αφήνω άλλο στο γυάλινο κόσμο σου. Βγες από την κρυψώνα σου μικρέ ανθρωπάκο. Θα σου κρατήσω για λίγο το χέρι κι ύστερα θα σε σπρώξω να φύγεις ελεύθερος μακριά. Μην περιμένεις αγκαλιές για να ευτυχήσεις. Μάθε να κηνυγάς το τέλειο. Θα πέσεις, θα χτυπήσεις μα σαν θα σηκωθείς θα κηνυγάς με περισσότερη λύσσα αυτό που σου αξίζει. Μάθε να απαιτείς, μάθε να κοιτάζεις στον καθρέφτη σου και να αναγνωρίζεις ποιος είσαι. Μάθε να σ' αγαπάς και θα σε λατρέψει η πλάση. Έλα...

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Παλιόκαιρος

Παλιόκαιρος και σήμερα να μου θυμίζει πόσες ατέλειωτες και σκοτεινές μέρες, μέσα στα χέρια σου κρυβόμουνα σαν τοσοδούλα, να μη με βλέπουν οι αστραπές που σκίζουν τον ουρανό. Στις φλέβες μου το αίμα παγωμένο, κι εγώ μονάχη δίπλα στο παράθυρο, μια κούπα τσάι παλεύει να ζεστάνει τα παγωμένα μου χέρια κι ίσως λιγάκι την καρδιά μου και στους ώμους μου μια ζεστή κουβέρτα. Κοιτάζω τη βροχή, που αφήνει δάκρυα στο τζάμι μου κι ακολουθω τις διαδρομές τους με το δείκτη του χεριού μου. Και μέσα στο μυάλο μου στριφογυρίζουν αναμνήσεις, σκέψεις, που πότε φέρνουν χαμόγελα, πότε λιγάκι θλίψη.
Σε συγχωρώ. Γιατί δε μου πρέπει κακίες να κρατάω, γιατί θέλω την ψυχή μου καθαρή, γιατί έχω ανάγκη να μην κρύβομαι πια κάτω από τα σκεπάσματα, κάθε φορά που μια βροντή πονάει τα αυτιά μου κι ένα κόκκινο φως ανάβει σκίζοντας τον ορίζοντά μου.
Σε συγχωρώ γιατί πια δε με νοιάζει να μοιράσω ευθύνες, να κοιτώ το παρελθόν, να μένω εκεί, γιατί σηκώνω το κεφάλι κι όλα όσα με φοβίζουν τα κοιτάζω στα μάτια.
Σε συγχωρώ για να συγχωρήσω εμένα πρώτα για να μπορώ να προχωρήσω ελεύθερη πια.
Ας βρέχει, ας αστράφτει σαν τη λάμψη της κόψης ενός σπαθιού, ας βροντά κι ας σείεται ο τόπος, δε θα κρυφτώ κάτω από τη κουβέρτα, δε θα ψάξω καμιά αγκαλιά για να χωθώ, ούτε τα μάτια σου για να νιώσω ασφάλεια, ούτε τα χείλη σου στα μαλλιά μου. Δε θα φοβηθώ πια, δε θα έχω ανάγκη από καμιά προστασία μπροστά στα ξόρκια της φύσης, μπροστα σε κάποιου θεού τη μήνι.
Ανάβω ένα τσιγάρο, ρουφάω μια γουλιά από το τσάι μου κι απολαμβάνω εκείνο το άρωμα κανέλας και φρούτων που αναδίδει ο αχνός που βγαίνει από την κούπα μου. Οι στάλες της βρόχης κάνουν αυλάκια στο τζάμι καθώς τις φέρνει με μανία ο αγέρας, οι αστραπές φωτίζουν το δωμάτιο και ξημερώνει η νύχτα μου, κι οι υπόκωφοι ήχοι ταράζουν την ησυχία αυτή που ποτέ δε μου άρεσε. Πάντα αγαπούσα τη βροχή, τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, της σκόνης που ανακαθόταν βρεγμένη στο δρόμο, τώρα σιγα σιγά μαθαίνω να αγαπώ τους φόβους μου, τις αστραπές και τις βροντές και την ορμή του αγέρα.
Σε θυμάμαι πάντα. Μα σε συγχώρησα. Σ' αφήνω ελεύθερο πια. Δε σε χρειάζομαι. Σ' ευχαριστώ. Γιατί έβαλες κι εσύ ένα λιθαράκι όταν έχτιζα την ψυχή μου.
Κανένα άρωμά σου στο δωμάτιο. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Τώρα μυρίζει κανέλα και φρούτα του δάσους και με σκεπάζουν άλλα χέρια τρυφερά.
Καλημέρα και να' σαι καλά.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Μηχανοστάσιο

Το τρένο το αγαπούσα από μικρή, γιατί οι γραμμές ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας και στεκόμουν σαν παιδί και τα καμάρωνα να περνούν, άλλα με κλινάμαξες, άλλα αποθήκες, άλλα επιβατηγά κι άλλα να κουβαλούν μεγάλα αυτοκίνητα. Έπειτα ήταν κι αυτός ο ήχος που σφύριζε σαν περνούσε κάτω από τη γέφυρα κι ακουγόταν στις ράγες εκείνος ο βόμβος. Έμοιαζε και με παιχνίδι, Κρεμούσαμε και στολίδια σαν αυτό στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το τρένο ήταν παντού.
Στις πρώτες μου βόλτες στη θάλασσα με την εφηβική παρέα, στα πρώτα μου φοιτητικά ταξίδια. Με ένα τρένο στην Ελλάδα. Και τα κουφάρια ακόμα, στο παλιό μηχανοστάσιο, είναι τόσο ερωτεύσιμα. όσο εκείνα που ταξιδεύουν.
Κάνε κάτι, λοιπόν, να χάσω το τρένο...

Της Λαρίσης το ποτάμι

Πασίγνωστο και τραγουδισμένο, ένας μεγάλος έρωτας για όσους το γνώρισαν. Μια μικρή όαση μέσα στην πόλη, για να αθληθείς, να ξεχαστείς, να γελάσεις, να ποδηλατάρεις, να περπατήσεις, να τρέξεις, να μοιραστείς μια βόλτα με τους τετράποδους φίλους σου, να φωτογραφίσεις τα πουλιά που κάναν σπίτι τους τα δέντρα, να γκραφιτάρεις κάτι που θα αγαπήσω κάτω από τη γέφυρα, να φτιάξεις ξύλινα σπιτάκια για τα πουλιά και να τα κρεμάσεις στα ψηλότερα κλαριά, να απολαύσεις με τη συντροφιά σου μια από τις πολλές εκδηλώσεις. Μια βόλτα γεμάτη χρώμα δίπλα στον Πηνειό!

Φαράγγι Πανταβρέχει Ευρυτανίας

Αν αγάπησα ένα τοπίο πολύ, κατά τη διαμονή μου στα ορεινά της Ευρυτανίας, σίγουρα αυτό θα έπρεπε να περιλαμβάνει αρκετό νερό. Κι αν έπεφτε από ψηλά σε καταρράκτες, αν θύμιζε δροσοσταλίδες, αν θύμιζε βροχή καθώς έσκαγε στα άγρια βράχια, τότε το λέγανε Πανταβρέχει κι ήταν το ομορφότερο φαράγγι που είδα ποτέ. Προσβάσιμο και πανέμορφο. Να το περπατήσεις, να το ευχαριστηθείς, να το φωτογραφίσεις, να κολυμπήσεις στα νερά του, να βρεθείς κάτω από τους παγωμένους καταρράκτες του, να θαυμάσεις τα χρώματα και τα τερτίπια της φύσης, να το γευτείς και να το μοιραστείς με εκείνους που θα το αγαπήσουν το ίδιο όπως εσύ.


Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Το τελευταίο πρώτο φιλί

Τα χείλη σου στα χείλη μου, σε ένα πρώτο φιλί με γεύση θάλασσας, αρμύρας, έρωτα, καλοκαιριού. Στα αυτιά μου, ο ήχος του κύματος που σκάει στα λευκά βότσαλα της ακρογιαλιάς. Στα μάτια μου μονάχα τα δικά σου μάτια. Τα χέρια μου τυλιγμένα στο λαιμό σου και τα δικά σου αγκιστρωμένα στη μέση μου. Το κορμί σου κολλημένο στο δικό μου. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπά στο δικό σου στήθος. Δεν ξέρω πόση ώρα είμαστε εδώ, δεν ξέρω πόσος χρόνος έχει περάσει. Μονάχα εσύ κι εγώ κι ο κόσμος όλος εξαφανίζεται. Τριγύρω τίποτα και κανείς. Η άμμος καίει λιγάκι τα πόδια μου αλλά εμένα τίποτα δε με νοιάζει. Τα μαλλιά μου μπερδεμένα με τον αέρα να φυσά αγριεμένα και να βουίζει στα αυτιά μου. Τα χέρια σου κρατούν το πρόσωπό μου. Είναι ζεστά, τόσο απαλά τα δάχτυλά σου που διατρέχουν το δέρμα μου. Με κοιτάζεις στα μάτια κάπως διερευνητικά. Θα σου φανεί αστείο, μα μόλις κατάλαβα πως σηκώθηκε το ένα μου πόδι έτσι ασυναίσθητα, όπως στις χαζές ρομαντικές ταινίες που βλέπαμε με τις φίλες στον καναπέ με δάκρυα στα μάτια κι ονειρευόμασταν έρωτες τρελούς και παθιασμένους. Κανένας δισταγμός, κανένας φόβος. Σε κοιτάζω στα μάτια γιατί δε θέλω να χάσω στιγμή. Έχω αφεθεί αλλά δε θέλω να σφαλίσω τα μάτια μου. Θέλω να τα κρατήσω ανοιχτά και να θυμάμαι κάθε δευτερόλεπτο, κάθε συναίσθημα να καθρεφτίζεται στο πρόσωπό σου, κάθε σύσπαση του προσώπου σου, κάθε αντίδραση. Κι αν δεν πιστεύω σε κανένα Θεό ή σε καμιά μοίρα, πιστεύω στον έρωτα και σε τούτο το φιλί. Έτσι είναι το όνειρο. 
Αγάπη μου, όσο σκαλίζω τις αναμνήσεις μας, την κοινή μας ζωή, την αγκαλιά, το χάδι, το φιλί, τον έρωτά σου. Τίποτα δε μοιάζει με εκείνο το φιλί. Γιατί με έκανες να νιώσω πως κάπου ρίζωσα, είχα ένα σπίτι, μια φωλιά, ένα λιμάνι. Το τελευταίο πρώτο μου φιλί. Χαλάλι σου. Γιατί σου άξιζε και σου αξίζει. Γιατί σου ανήκε και σου ανήκει. Όπως εγώ.
Ελευθερία. Το τελευταίο πρώτο μου φιλί το έζησα μαζί σου. Κι άλλον ποτέ κανένα δε θα φιλήσω, γιατί σαν εσένα κανείς το κορμί μου δεν το έκανε να ριγήσει, την καρδιά μου να σκιρτήσει, την ανάσα μου να χαθεί. Αν είχα μια ανάσα τελευταία στο φιλί σου θα ήθελα να την αφήσω. Να το ξέρεις. Ο τελειότερος τρόπος να τελειώσει ετούτη η ζωή. Γεμάτη με τη μορφή σου και ακουμπισμένη στα χείλη σου.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Παραδέχομαι

Νυχτερινές περιπλανήσεις στα άδυτα του ερωτευμένου μυαλού, περιπολίες στου ασυνείδητου το συνονθύλευμα που πρέπει να κρατηθεί καλά κρυμμένο. Για δες όμως αυτό το αλκοόλ πόσο εύκολα ανοίγει πόρτες που παλεύεις να κρατήσεις αμπαρωμένες. Πόσο τους φόβους σου εξαφανίζει και σε μαρτυρά με τρόπους που θα μετανιώσεις ίσως αύριο. Λίγο τα βλέμματα που πετάνε σπίθες, λίγο το χτυποκάρδι που γίνεται γοργό και δυνατό, λίγο τα χέρια σου παγωμένα που άρχισαν να τρέμουν, λίγο το τσιγάρο σου που ανάβει πάνω στο προηγούμενο, λίγο η ζήλια που κυριεύει το νου σου, λίγο η οργή που γίνεται φωτιά και σε καίει κι εσύ παλεύεις να μη φανείς, να δείξεις ανωτερότητα, να εξαφανίσεις σε ένα χαμόγελο τόσα συναισθήματα που πνίγουν ξαφνικά τη φωνή σου. Λίγο λίγο, μαζεύεται ένα βουνό που πέφτει στο στήθος σου και σου κόβει την ανάσα. Προσπαθείς τόσο πολύ να υποκριθείς πως δε σε νοιάζει γιατί είστε μόνο φίλοι. Προσπαθείς τόσο πολύ που κουράστηκες. Πόσο θα αντέξεις; Χαμηλώνεις το βλέμμα, να μη δει κανείς τα μάτια σου, που ως τώρα έσταζαν μέλι. Πώς να παραδεχτείς την ήττα σου όταν εκείνος δίπλα σου χορεύει στο ρυθμό κάποιας άλλης; Κι εκεί που προσπαθείς με νύχια και με δόντια να κρατήσεις μια στάση φιλική, μια στάση αξιοπρέπειας, στρέφεις τα μάτια σου τριγύρω στο σκοτάδι κι αφήνεσαι στη μουσική που δονεί το κορμί σου, πίνεις ακόμα λίγο απ' το ποτό σου και σε ζαλίζει ο θυμός και σε πονάει το όνειρο που χάνεται εδώ μπροστά στα μάτια σου. Γιατί το αλκοόλ δίνει μορφή σε διαπιστώσεις που δεν παραδεχόσουν ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό, ανοίγει παράθυρα και πόρτες στο ασυνείδητο που ως τώρα δεν άφηνες να μπει φως ούτε από τη χαραμάδα. Και λες στην καρδιά σου πως ήρθε η ώρα να φύγει , τώρα που ακόμα μπορεί να απαγορεύσει στον εαυτό σου να ουρλιάξει. Πληρώνεις το ποτό σου γρήγορα, φοράς το παλτό σου, ντύνεσαι κι ένα χαμόγελο ψεύτικο με τη ζήλια να κατατρώει ολόκληρο το είναι σου και παλεύεις στο μεθύσι σου να ψελλίσεις πώς κουράστηκες και να πεις αντίο.
Μα είσαι ανοιχτό βιβλίο, ανόητη. Δεν μπορείς να κρυφτείς. Πνίγεσαι. Θέλεις να χωθείς γρήγορα στη θέση του οδηγού στο αυτοκίνητο και να βάλεις τα κλάματα, χτυπώντας τα χέρια σου πάνω στο τιμόνι.
Νομίζεις πώς μπορείς να ξεγελάσεις κανέναν; Ούτε καν εκείνον. Πώς θα κατάφερνες να φύγεις έτσι απλά με το κεφάλι σκυμμένο, χωρίς να δει τα μάτια σου; Ανόητη...
Τραβά το πρόσωπό σου προς το μέρος του και σε κοιτά στα μάτια. Δεν προλαβαίνει να ρωτήσει γιατί φεύγεις και πού πας. Του τα έχεις πει όλα. Κι εκείνος ξέρει. Ποτέ δεν ήσασταν φίλοι. Απλώς παίζατε μέχρι να πέσουν οι άμυνες, απλώς δοκίμαζε τα όριά σου, απλώς προσπαθούσε να καταλάβει τι θέλεις, να σ' αναγκάσει να πατήσεις τους φόβους σου, να σε φέρει αντιμέτωπη με τον έρωτα του. Γιατί κι εκείνος φοβόταν να σε χάσει κι η βιασύνη θα ήταν σίγουρα εχθρός σ' αυτή τη μάχη. Γιατί ήσουν πάντα δική του χωρίς να το ξέρει κανείς.
Πόσο γρήγορα μιλάνε τα μάτια και πόσα μπορούν να διηγηθούν; Δεν έχει περάσει ούτε λεπτό.
Φιλί, καπνός, αλκοόλ, φώτα που παίζουν ρυθμικά. Ένα μικρό ηλεκτροσόκ και ξανά τα μάτια του.
Πληρώνει το ποτό του, φορά το παλτό του, εσύ τρομαγμένη ξαφνικά κι απορημενη. Όταν ζωντανεύουν τα θέλω έρχεται πρώτα ο τρόμος της αλλαγής κι ένας σεισμός που γκρεμίζει τα μέχρι στιγμής δεδομένα. Σε αρπάζει απ' τους ώμους, ψιθυρίζει "Πάμε." και βρίσκεσαι κολλημένη στο πλευρό του να ακολουθείς τα βήματά του, με το μπράτσο του να τυλίγει το κορμί σου. Σταματάς απότομα. Η φωνή σου θέλει να ρωτήσει "Πού πάμε;", αλλά δεν ακούγεται τίποτα όταν ανοιγοκλείνεις το στόμα σου. Σε κοιτά, που ακόμα είσαι λίγο χαμένη, σκύβει στο πρόσωπό σου. Ξανά φιλί.
Γιατί φοβάσαι τόσο; Αυτό δεν ήθελες; Τα μάτια του άρχισαν να ανησυχούν πως έχουν κάνει λάθος. Ξύπνα!
Απλώνεις τα παγωμένα δάχτυλα σου κι αγγίζεις το μάγουλο του, σαν να άρχισες να ζωντανεύεις ξαφνικά. Αρχίζει το αίμα να κυλά στις φλέβες σου κι η καρδιά σου να χτυπά. Χαμογελάς ανακουφισμένη, τον κοιτάζεις στα μάτια. Φεύγουν τα σύννεφα. Δε σε νοιάζει τίποτα. Ό,τι γίνει. Θα πάρεις το ρίσκο και το αύριο δε θα το σκεφτείς. Φιλί. Το πρώτο δειλό. Το δεύτερο πιο αποφασισμένο. Το τρίτο της απόλυτης παράδοσης. Βουλιάζεις στα χέρια του. Χωρίς φανφάρες και δηλώσεις. Χωρίς σ' αγαπώ.
"Πάμε.", θα πεις.
Γρήγορη η διαδρομή ως το σπίτι. Η πόρτα ανοίγει κι όλα τα ρούχα στο πάτωμα. Δε σε νοιάζει τη γύμνια σου να κρύψεις γιατί απόψε ξεγύμνωσες αλήθεια την ψυχή σου. Βρε ανόητη, εκείνος είχε γδύσει την ψυχή σου εδώ και καιρό, είχε κοιτάξει καλά όλα της τα σημάδια, την είχε αγγίξει τρυφερά, την έντυσε ξανά και περίμενε.
Εδώ είσαι μικρή μου. Εδώ που σου έπρεπε. Όταν ξημερώσει βλέπουμε. Πάψε να ανησυχείς για το αύριο. Ίσως να είναι η αφετηρία πολλών πρωινών που θα ξυπνήσεις χωρίς συλλογισμούς, χωρίς μετάνοιες, ελεύθερη, στη μόνη αγκαλιά που ξέρει πώς να κλείσει γύρω σου και θα αντικρίσεις τα μόνα μάτια που σε βλέπουν αληθινά.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Επαφή

Σ' αγγίζω και μοιάζει ηλεκτρισμός η επαφή με το γυμνό σου δέρμα. Και τρέμω από έξαψη κι ανυπομονησία, καθώς τα χέρια μου ανακαλύπτουν το κορμί σου. Γιατί απόψε τελειώνει η αναμονή κι είσαι δικός μου. Κι η απορία, αν θα είναι όπως ονειρευτήκαμε τούτη η βραδιά, αφήνεται να χαθεί κάπου στην ανυπαρξία. Καλύτερα κι από όνειρο, μπορώ να στο υποσχεθώ. Σου είπα, απόψε θέλω να σε μάθω. Όπως κανείς άλλοτε δεν έχει προσπαθήσει. Όπως κανείς ποτέ δεν τα κατάφερε. Μα εμένα μου ανήκεις και θέλω τόσο να αποκτήσω κάθε κρυφό σημάδι σου, να σε φροντίσω, να σου χαρίσω όχι μονάχα μια στιγμή ηδονική, μα μια αιωνιότητα αναμνήσεων. Γιατί ο έρωτας, αγάπη μου, δεν είναι μόνο μια βραδιά. Είναι μια ολόκληρη παράσταση που παίρνει χρόνο, να τη σκηνοθετήσεις, να μάθεις τα λόγια σου, να υποδυθείς το ρόλο σου. Εκείνον που είχες φτιαχτεί για να παίξεις. Εκείνον για τον οποίο σε προόριζε η ζωή. Εκείνον για τον οποίο έκανες προπόνηση πριν τον τελικό αγώνα. Όπως, για να σε ερωτευτώ, μαζεύτηκαν οι μοίρες κι αποφάσισαν να φέρουν στη ζωή μου ένα ψέμα ή και περισσότερα, να τ' αγαπήσω κι ύστερα απλά να ανοίξω τα μάτια μου, να δω πως έχανα τον εαυτό μου και να φύγω. Έτσι μονάχα μπορούσα να ξέρω, πως όταν ήρθες - κι άρχισα δειλά δειλά να παραδέχομαι πως ένας αέρας ανανέωσης κι ένα συναίσθημα παράξενο μέσα μου ξυπνούσε, που ως τώρα ποτέ δεν το είχα νιώσει, τόσο έντονο, τόσο ζωντανό, τόσο πολιορκητικό - ήταν πραγματικά ο έρωτας.
Αν με ρωτήσεις απόψε, ξέρω μονάχα να σου πω πως τα χείλη σου φτιάχτηκαν για να με φιλήσουν. Έκαναν χίλιες πρόβες πριν, μα μόνο με τα δικά μου βρήκαν ένα σπίτι, μια φωλιά. Μόνο στα δικά μου χείλη μπορούσε το φιλί σου να αποθέσει την ανάγκη του, την ανάσα του, το πάθος για ζωή. Φτιάχτηκαν τα χείλη μας για μια πρώτη ένωση, μια ηλεκτρική επαφή, που έκλεινε με ένα χαμόγελο. Ίσα για να καταλάβεις που ανήκεις. Και τα ακροδάχτυλά μου φτιάχτηκαν μόνο για να σ' αγγίξουν, να σε χαϊδολογήσουν, να ανακαλύψουν κάθε σημάδι, κάθε πτυχή του κορμιού σου, να ταξιδέψουν στο γυμνό σου δέρμα, να σε κάνουν ν' αναριγήσεις, ν' αναστενάξεις, το δέρμα σου να φλέγεται και το κορμί σου να συσπάται, την ανάσα σου γοργή και το φιλί σου απελπισμένο. Κάπου εδώ είναι η μαγεία. Εκεί που τα χείλη μου θα διατρέχουν το κορμί σου, όπως το αίμα στις φλέβες σου, εκεί που θα μου κόβεις την ανάσα, ίσα που θα προλαβαίνω ν'αφήσω να ξεφύγει ένας αναστεναγμός, μονάχα ένα ναι, μια ανευ όρων παράδοση, όταν στα χέρια σου το κορμί μου σαν μια κιθάρα θα παίζει μουσική. Θα τεντώνει σα χορδή και θα αφήνεται, λίγες στιγμές συνάντησης με το δημιουργό μας. Λίγες στιγμές απ' τον ουράνιο κόσμο κι ύστερα η αγκαλιά σου, ένας επίγειος παράδεισος, να αποκοιμηθώ αποκαμωμένη με ένα χαμόγελο ευτυχίας, κουλουριασμένη με μαξιλάρι το μπράτσο σου, κι εσύ κολλημένος πάνω μου να με τυλίγεις προστατευτικά και να μυρίζεις τα μαλλιά μου. Μονάχα ένα θέλω το πρωί. Ένα φιλί, το χαμόγελό σου και τον καφέ μου! Ξέρεις πόσο μου αρέσει να μου φτιάχνουν τον καφέ μου...

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Τελειότητα

Κουρασμένη κι απόψε, στον καθρέφτη μου μπροστά, ψάχνω να βρω τα σημάδια, που μου άφησε η κούραση της μέρας. Κι όμως ανακαλύπτω με έκπληξη μονάχα ένα. Ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο απ' άκρη σ' άκρη, γιατί στο νου μου βασιλεύεις κι απόψε εσύ. Κάπως έτσι αλήθεια, όταν κουράζομαι πολύ ή όταν θυμώνω, όταν μια μαύρη σκέψη προσπαθεί να εγκατασταθεί, το πρόσωπό σου παίρνει τη θέση της και το χαμόγελο έρχεται αβίαστα. 
Περίμενα πολλές φορές, να με κουράσεις, να σε βαρεθώ και να θελήσω να σε αλλάξω, να σε κόψω και να σε ράψω στα μέτρα μου, γιατί δυο άκρα αντίθετα όπως εμείς δε συμβιβάζονται και σιχαινόμουν πάντα τους συμβιβασμούς. Μα κοίτα πως με ταξιδεύει της φωνής σου ο ήχος στ' αυτιά μου και συγχωρώ και τα μικρά και τα μεγάλα σου τα λάθη. Με φόβιζε πάντα το γκρι. Άσπρο και μαύρο έχω συνηθίσει. Ή όλα ή τίποτα, δε φτιαχτήκαμε για μετριότητες εσύ κι εγώ. Κι έτσι στον έρωτα σε θέλω σαν να μην υπάρχει αύριο, να μην υπάρχει χτες, μονάχα τώρα, εγώ κι εσύ. Όλα εσύ. Κι εγώ με μια δόση ανατολής στο αίμα, παλεύω να σμίξω με τη δύση. Πόσο μου μοιάζεις και πόσο σε ξέρω καλά, σαν ανοιχτό βιβλίο σε διαβάζω. Ξέρεις γιατί; Γιατί απλά μ' αφήνεις. Πόσο μονάχα μαζί σου μπορώ να είμαι εγώ, ελεύθερη. Αυτό μονάχα μου είχε λείψει. Κι εσύ μου το' δωσες. Δε σου χρωστάω. Απλά με κάνει χαρούμενη να μπορώ να σου χαρίσω κάτι κι εγώ. Γιατί ήσουν εκεί, όταν χρειαζόμουν κάπου να ακουμπήσω, κάπου να κρύψω το δάκρυ μου, κάπου να κρατηθώ και να ονειρευτώ, κι ας μην το ξέρεις. Αυτή η άγνοια σε κάνει ακόμα πιο αγαπημένο.
Είναι στιγμές που αγαπώ τόσο πολύ τα παιδιάστικα καπρίτσια σου, να σε κακομαθαίνω και τα χατήρια σου όλα, να στα κάνω, να σε προσέχω, να σε φροντίζω, φανατικά στην υπηρεσία της αυτού μεγαλειότητος, που κι αν ακόμα δεν είχες ήδη μεγαλώσει σαν μικρός κακομάθημένος πρίγκιπας, θα φρόντιζα εγώ γι' αυτό.
Και τα καμώματά σου, τα ξεσπάσματά σου, με κάνουν τόσο να γελώ και με διασκεδάζουν, γιατί ποτέ ο θυμός σου δεν καταφέρνει να κρατήσει πολύ, γιατί αν σου χαμογελάσω πάνε όλα, πέρασαν. Γιατί αν και δεν το παραδέχεσαι, πιστεύεις κι εσύ στη μαγεία, αυτή που φτιάξαμε οι δυο μας. Ένα μονάχα βλέμμα φτάνει να λειτουργήσει σαν αναλγητικό,σαν ηρεμιστικό σ' ότι μπορεί να πόνεσε ή να μας πλήγωσε ποτέ. Γιατί με άφησες να δω την αλήθεια σου και σ' άφησα να δεις τη δική μου.
Δεν έχεις ιδέα πόσο αστεία εκείνη η απορία στο βλέμμα σου, όταν κάτι σου χαρίζω απλόχερα, χωρίς να ζητώ ποτέ ανταλλαγμα. Δεν είχες μάθει έτσι. Μήτε κι εγώ. Στον κόσμο αυτό δεν υπάρχουν τέτοιες συνήθειες. Μα εγώ δε θα ζητήσω ανταλλάγματα, γιατί ένας ολόκληρος κόσμος μου χρωστάει. Εσύ δε θέλω ποτέ να μου χρωστάς. Γιατί εσένα σε αγάπησα έτσι αγνά, όπως κοιτάζουν τα μάτια σου. Το σκέφτηκα πολλές φορές μήπως με ξεγελούν, κι άκρη δεν μπόρεσα να βγάλω. Ας είναι. Δεν θα ψάξω άλλο, δε θα αναρωτηθώ. Κι αν είναι όνειρο και τελειώσει, ας είναι. Αρκεί που ονειρευτήκαμε μαζί έστω για λίγο.
Έτσι κι αλλιώς δεν έχει επιστροφή τούτο το ταξίδι. Κι αν έπεσα, σαν κάστρο απόρθητο στον έρωτά σου, είναι που τις άμυνές μου όλες, κατάφερες με ένα χαμόγελο να τις ρίξεις. Κι ήταν επιλογή μου κι ανάγκη μεγάλη να αφεθώ στα χέρια σου, σε μια αγκαλιά, που θυμίζει λιμάνι, όταν όλα γύρω φουρτουνιάζουν κι οι καταιγίδες με φοβίζουν. Γιατί είσαι πάντοτε ο καλύτερός μου φίλος, μαζί κι ο μεγαλύτερός μου έρωτας.
Έτσι μας αξίζει. Μην το ξεχάσεις. Φοβήθηκα πως η αναζήτηση της τελειότητας θα χαθεί στην αιωνιότητα, τραβώντας με κι εμένα στην άβυσσο, με τη μοναξιά πιστό σύντροφο, να μ' ακολουθεί κατά πόδας. Μα δες... Τελειότητα, τελικά, είναι εκεί που ανήκεις αβίαστα, χωρίς να παλεύεις με δράκους, χωρίς να προσπαθείς αδιάκοπα. Τελειότητα είναι εκεί που είσαι ελεύθερος. Να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Αυτή η τελειότητα μας αξίζει. Αυτή η τελειότητα μας ανήκει.

Popular Posts