Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Παλιόκαιρος

Παλιόκαιρος και σήμερα να μου θυμίζει πόσες ατέλειωτες και σκοτεινές μέρες, μέσα στα χέρια σου κρυβόμουνα σαν τοσοδούλα, να μη με βλέπουν οι αστραπές που σκίζουν τον ουρανό. Στις φλέβες μου το αίμα παγωμένο, κι εγώ μονάχη δίπλα στο παράθυρο, μια κούπα τσάι παλεύει να ζεστάνει τα παγωμένα μου χέρια κι ίσως λιγάκι την καρδιά μου και στους ώμους μου μια ζεστή κουβέρτα. Κοιτάζω τη βροχή, που αφήνει δάκρυα στο τζάμι μου κι ακολουθω τις διαδρομές τους με το δείκτη του χεριού μου. Και μέσα στο μυάλο μου στριφογυρίζουν αναμνήσεις, σκέψεις, που πότε φέρνουν χαμόγελα, πότε λιγάκι θλίψη.
Σε συγχωρώ. Γιατί δε μου πρέπει κακίες να κρατάω, γιατί θέλω την ψυχή μου καθαρή, γιατί έχω ανάγκη να μην κρύβομαι πια κάτω από τα σκεπάσματα, κάθε φορά που μια βροντή πονάει τα αυτιά μου κι ένα κόκκινο φως ανάβει σκίζοντας τον ορίζοντά μου.
Σε συγχωρώ γιατί πια δε με νοιάζει να μοιράσω ευθύνες, να κοιτώ το παρελθόν, να μένω εκεί, γιατί σηκώνω το κεφάλι κι όλα όσα με φοβίζουν τα κοιτάζω στα μάτια.
Σε συγχωρώ για να συγχωρήσω εμένα πρώτα για να μπορώ να προχωρήσω ελεύθερη πια.
Ας βρέχει, ας αστράφτει σαν τη λάμψη της κόψης ενός σπαθιού, ας βροντά κι ας σείεται ο τόπος, δε θα κρυφτώ κάτω από τη κουβέρτα, δε θα ψάξω καμιά αγκαλιά για να χωθώ, ούτε τα μάτια σου για να νιώσω ασφάλεια, ούτε τα χείλη σου στα μαλλιά μου. Δε θα φοβηθώ πια, δε θα έχω ανάγκη από καμιά προστασία μπροστά στα ξόρκια της φύσης, μπροστα σε κάποιου θεού τη μήνι.
Ανάβω ένα τσιγάρο, ρουφάω μια γουλιά από το τσάι μου κι απολαμβάνω εκείνο το άρωμα κανέλας και φρούτων που αναδίδει ο αχνός που βγαίνει από την κούπα μου. Οι στάλες της βρόχης κάνουν αυλάκια στο τζάμι καθώς τις φέρνει με μανία ο αγέρας, οι αστραπές φωτίζουν το δωμάτιο και ξημερώνει η νύχτα μου, κι οι υπόκωφοι ήχοι ταράζουν την ησυχία αυτή που ποτέ δε μου άρεσε. Πάντα αγαπούσα τη βροχή, τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, της σκόνης που ανακαθόταν βρεγμένη στο δρόμο, τώρα σιγα σιγά μαθαίνω να αγαπώ τους φόβους μου, τις αστραπές και τις βροντές και την ορμή του αγέρα.
Σε θυμάμαι πάντα. Μα σε συγχώρησα. Σ' αφήνω ελεύθερο πια. Δε σε χρειάζομαι. Σ' ευχαριστώ. Γιατί έβαλες κι εσύ ένα λιθαράκι όταν έχτιζα την ψυχή μου.
Κανένα άρωμά σου στο δωμάτιο. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Τώρα μυρίζει κανέλα και φρούτα του δάσους και με σκεπάζουν άλλα χέρια τρυφερά.
Καλημέρα και να' σαι καλά.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Μηχανοστάσιο

Το τρένο το αγαπούσα από μικρή, γιατί οι γραμμές ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας και στεκόμουν σαν παιδί και τα καμάρωνα να περνούν, άλλα με κλινάμαξες, άλλα αποθήκες, άλλα επιβατηγά κι άλλα να κουβαλούν μεγάλα αυτοκίνητα. Έπειτα ήταν κι αυτός ο ήχος που σφύριζε σαν περνούσε κάτω από τη γέφυρα κι ακουγόταν στις ράγες εκείνος ο βόμβος. Έμοιαζε και με παιχνίδι, Κρεμούσαμε και στολίδια σαν αυτό στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το τρένο ήταν παντού.
Στις πρώτες μου βόλτες στη θάλασσα με την εφηβική παρέα, στα πρώτα μου φοιτητικά ταξίδια. Με ένα τρένο στην Ελλάδα. Και τα κουφάρια ακόμα, στο παλιό μηχανοστάσιο, είναι τόσο ερωτεύσιμα. όσο εκείνα που ταξιδεύουν.
Κάνε κάτι, λοιπόν, να χάσω το τρένο...

Της Λαρίσης το ποτάμι

Πασίγνωστο και τραγουδισμένο, ένας μεγάλος έρωτας για όσους το γνώρισαν. Μια μικρή όαση μέσα στην πόλη, για να αθληθείς, να ξεχαστείς, να γελάσεις, να ποδηλατάρεις, να περπατήσεις, να τρέξεις, να μοιραστείς μια βόλτα με τους τετράποδους φίλους σου, να φωτογραφίσεις τα πουλιά που κάναν σπίτι τους τα δέντρα, να γκραφιτάρεις κάτι που θα αγαπήσω κάτω από τη γέφυρα, να φτιάξεις ξύλινα σπιτάκια για τα πουλιά και να τα κρεμάσεις στα ψηλότερα κλαριά, να απολαύσεις με τη συντροφιά σου μια από τις πολλές εκδηλώσεις. Μια βόλτα γεμάτη χρώμα δίπλα στον Πηνειό!

Φαράγγι Πανταβρέχει Ευρυτανίας

Αν αγάπησα ένα τοπίο πολύ, κατά τη διαμονή μου στα ορεινά της Ευρυτανίας, σίγουρα αυτό θα έπρεπε να περιλαμβάνει αρκετό νερό. Κι αν έπεφτε από ψηλά σε καταρράκτες, αν θύμιζε δροσοσταλίδες, αν θύμιζε βροχή καθώς έσκαγε στα άγρια βράχια, τότε το λέγανε Πανταβρέχει κι ήταν το ομορφότερο φαράγγι που είδα ποτέ. Προσβάσιμο και πανέμορφο. Να το περπατήσεις, να το ευχαριστηθείς, να το φωτογραφίσεις, να κολυμπήσεις στα νερά του, να βρεθείς κάτω από τους παγωμένους καταρράκτες του, να θαυμάσεις τα χρώματα και τα τερτίπια της φύσης, να το γευτείς και να το μοιραστείς με εκείνους που θα το αγαπήσουν το ίδιο όπως εσύ.


Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Το τελευταίο πρώτο φιλί

Τα χείλη σου στα χείλη μου, σε ένα πρώτο φιλί με γεύση θάλασσας, αρμύρας, έρωτα, καλοκαιριού. Στα αυτιά μου, ο ήχος του κύματος που σκάει στα λευκά βότσαλα της ακρογιαλιάς. Στα μάτια μου μονάχα τα δικά σου μάτια. Τα χέρια μου τυλιγμένα στο λαιμό σου και τα δικά σου αγκιστρωμένα στη μέση μου. Το κορμί σου κολλημένο στο δικό μου. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπά στο δικό σου στήθος. Δεν ξέρω πόση ώρα είμαστε εδώ, δεν ξέρω πόσος χρόνος έχει περάσει. Μονάχα εσύ κι εγώ κι ο κόσμος όλος εξαφανίζεται. Τριγύρω τίποτα και κανείς. Η άμμος καίει λιγάκι τα πόδια μου αλλά εμένα τίποτα δε με νοιάζει. Τα μαλλιά μου μπερδεμένα με τον αέρα να φυσά αγριεμένα και να βουίζει στα αυτιά μου. Τα χέρια σου κρατούν το πρόσωπό μου. Είναι ζεστά, τόσο απαλά τα δάχτυλά σου που διατρέχουν το δέρμα μου. Με κοιτάζεις στα μάτια κάπως διερευνητικά. Θα σου φανεί αστείο, μα μόλις κατάλαβα πως σηκώθηκε το ένα μου πόδι έτσι ασυναίσθητα, όπως στις χαζές ρομαντικές ταινίες που βλέπαμε με τις φίλες στον καναπέ με δάκρυα στα μάτια κι ονειρευόμασταν έρωτες τρελούς και παθιασμένους. Κανένας δισταγμός, κανένας φόβος. Σε κοιτάζω στα μάτια γιατί δε θέλω να χάσω στιγμή. Έχω αφεθεί αλλά δε θέλω να σφαλίσω τα μάτια μου. Θέλω να τα κρατήσω ανοιχτά και να θυμάμαι κάθε δευτερόλεπτο, κάθε συναίσθημα να καθρεφτίζεται στο πρόσωπό σου, κάθε σύσπαση του προσώπου σου, κάθε αντίδραση. Κι αν δεν πιστεύω σε κανένα Θεό ή σε καμιά μοίρα, πιστεύω στον έρωτα και σε τούτο το φιλί. Έτσι είναι το όνειρο. 
Αγάπη μου, όσο σκαλίζω τις αναμνήσεις μας, την κοινή μας ζωή, την αγκαλιά, το χάδι, το φιλί, τον έρωτά σου. Τίποτα δε μοιάζει με εκείνο το φιλί. Γιατί με έκανες να νιώσω πως κάπου ρίζωσα, είχα ένα σπίτι, μια φωλιά, ένα λιμάνι. Το τελευταίο πρώτο μου φιλί. Χαλάλι σου. Γιατί σου άξιζε και σου αξίζει. Γιατί σου ανήκε και σου ανήκει. Όπως εγώ.
Ελευθερία. Το τελευταίο πρώτο μου φιλί το έζησα μαζί σου. Κι άλλον ποτέ κανένα δε θα φιλήσω, γιατί σαν εσένα κανείς το κορμί μου δεν το έκανε να ριγήσει, την καρδιά μου να σκιρτήσει, την ανάσα μου να χαθεί. Αν είχα μια ανάσα τελευταία στο φιλί σου θα ήθελα να την αφήσω. Να το ξέρεις. Ο τελειότερος τρόπος να τελειώσει ετούτη η ζωή. Γεμάτη με τη μορφή σου και ακουμπισμένη στα χείλη σου.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Παραδέχομαι

Νυχτερινές περιπλανήσεις στα άδυτα του ερωτευμένου μυαλού, περιπολίες στου ασυνείδητου το συνονθύλευμα που πρέπει να κρατηθεί καλά κρυμμένο. Για δες όμως αυτό το αλκοόλ πόσο εύκολα ανοίγει πόρτες που παλεύεις να κρατήσεις αμπαρωμένες. Πόσο τους φόβους σου εξαφανίζει και σε μαρτυρά με τρόπους που θα μετανιώσεις ίσως αύριο. Λίγο τα βλέμματα που πετάνε σπίθες, λίγο το χτυποκάρδι που γίνεται γοργό και δυνατό, λίγο τα χέρια σου παγωμένα που άρχισαν να τρέμουν, λίγο το τσιγάρο σου που ανάβει πάνω στο προηγούμενο, λίγο η ζήλια που κυριεύει το νου σου, λίγο η οργή που γίνεται φωτιά και σε καίει κι εσύ παλεύεις να μη φανείς, να δείξεις ανωτερότητα, να εξαφανίσεις σε ένα χαμόγελο τόσα συναισθήματα που πνίγουν ξαφνικά τη φωνή σου. Λίγο λίγο, μαζεύεται ένα βουνό που πέφτει στο στήθος σου και σου κόβει την ανάσα. Προσπαθείς τόσο πολύ να υποκριθείς πως δε σε νοιάζει γιατί είστε μόνο φίλοι. Προσπαθείς τόσο πολύ που κουράστηκες. Πόσο θα αντέξεις; Χαμηλώνεις το βλέμμα, να μη δει κανείς τα μάτια σου, που ως τώρα έσταζαν μέλι. Πώς να παραδεχτείς την ήττα σου όταν εκείνος δίπλα σου χορεύει στο ρυθμό κάποιας άλλης; Κι εκεί που προσπαθείς με νύχια και με δόντια να κρατήσεις μια στάση φιλική, μια στάση αξιοπρέπειας, στρέφεις τα μάτια σου τριγύρω στο σκοτάδι κι αφήνεσαι στη μουσική που δονεί το κορμί σου, πίνεις ακόμα λίγο απ' το ποτό σου και σε ζαλίζει ο θυμός και σε πονάει το όνειρο που χάνεται εδώ μπροστά στα μάτια σου. Γιατί το αλκοόλ δίνει μορφή σε διαπιστώσεις που δεν παραδεχόσουν ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό, ανοίγει παράθυρα και πόρτες στο ασυνείδητο που ως τώρα δεν άφηνες να μπει φως ούτε από τη χαραμάδα. Και λες στην καρδιά σου πως ήρθε η ώρα να φύγει , τώρα που ακόμα μπορεί να απαγορεύσει στον εαυτό σου να ουρλιάξει. Πληρώνεις το ποτό σου γρήγορα, φοράς το παλτό σου, ντύνεσαι κι ένα χαμόγελο ψεύτικο με τη ζήλια να κατατρώει ολόκληρο το είναι σου και παλεύεις στο μεθύσι σου να ψελλίσεις πώς κουράστηκες και να πεις αντίο.
Μα είσαι ανοιχτό βιβλίο, ανόητη. Δεν μπορείς να κρυφτείς. Πνίγεσαι. Θέλεις να χωθείς γρήγορα στη θέση του οδηγού στο αυτοκίνητο και να βάλεις τα κλάματα, χτυπώντας τα χέρια σου πάνω στο τιμόνι.
Νομίζεις πώς μπορείς να ξεγελάσεις κανέναν; Ούτε καν εκείνον. Πώς θα κατάφερνες να φύγεις έτσι απλά με το κεφάλι σκυμμένο, χωρίς να δει τα μάτια σου; Ανόητη...
Τραβά το πρόσωπό σου προς το μέρος του και σε κοιτά στα μάτια. Δεν προλαβαίνει να ρωτήσει γιατί φεύγεις και πού πας. Του τα έχεις πει όλα. Κι εκείνος ξέρει. Ποτέ δεν ήσασταν φίλοι. Απλώς παίζατε μέχρι να πέσουν οι άμυνες, απλώς δοκίμαζε τα όριά σου, απλώς προσπαθούσε να καταλάβει τι θέλεις, να σ' αναγκάσει να πατήσεις τους φόβους σου, να σε φέρει αντιμέτωπη με τον έρωτα του. Γιατί κι εκείνος φοβόταν να σε χάσει κι η βιασύνη θα ήταν σίγουρα εχθρός σ' αυτή τη μάχη. Γιατί ήσουν πάντα δική του χωρίς να το ξέρει κανείς.
Πόσο γρήγορα μιλάνε τα μάτια και πόσα μπορούν να διηγηθούν; Δεν έχει περάσει ούτε λεπτό.
Φιλί, καπνός, αλκοόλ, φώτα που παίζουν ρυθμικά. Ένα μικρό ηλεκτροσόκ και ξανά τα μάτια του.
Πληρώνει το ποτό του, φορά το παλτό του, εσύ τρομαγμένη ξαφνικά κι απορημενη. Όταν ζωντανεύουν τα θέλω έρχεται πρώτα ο τρόμος της αλλαγής κι ένας σεισμός που γκρεμίζει τα μέχρι στιγμής δεδομένα. Σε αρπάζει απ' τους ώμους, ψιθυρίζει "Πάμε." και βρίσκεσαι κολλημένη στο πλευρό του να ακολουθείς τα βήματά του, με το μπράτσο του να τυλίγει το κορμί σου. Σταματάς απότομα. Η φωνή σου θέλει να ρωτήσει "Πού πάμε;", αλλά δεν ακούγεται τίποτα όταν ανοιγοκλείνεις το στόμα σου. Σε κοιτά, που ακόμα είσαι λίγο χαμένη, σκύβει στο πρόσωπό σου. Ξανά φιλί.
Γιατί φοβάσαι τόσο; Αυτό δεν ήθελες; Τα μάτια του άρχισαν να ανησυχούν πως έχουν κάνει λάθος. Ξύπνα!
Απλώνεις τα παγωμένα δάχτυλα σου κι αγγίζεις το μάγουλο του, σαν να άρχισες να ζωντανεύεις ξαφνικά. Αρχίζει το αίμα να κυλά στις φλέβες σου κι η καρδιά σου να χτυπά. Χαμογελάς ανακουφισμένη, τον κοιτάζεις στα μάτια. Φεύγουν τα σύννεφα. Δε σε νοιάζει τίποτα. Ό,τι γίνει. Θα πάρεις το ρίσκο και το αύριο δε θα το σκεφτείς. Φιλί. Το πρώτο δειλό. Το δεύτερο πιο αποφασισμένο. Το τρίτο της απόλυτης παράδοσης. Βουλιάζεις στα χέρια του. Χωρίς φανφάρες και δηλώσεις. Χωρίς σ' αγαπώ.
"Πάμε.", θα πεις.
Γρήγορη η διαδρομή ως το σπίτι. Η πόρτα ανοίγει κι όλα τα ρούχα στο πάτωμα. Δε σε νοιάζει τη γύμνια σου να κρύψεις γιατί απόψε ξεγύμνωσες αλήθεια την ψυχή σου. Βρε ανόητη, εκείνος είχε γδύσει την ψυχή σου εδώ και καιρό, είχε κοιτάξει καλά όλα της τα σημάδια, την είχε αγγίξει τρυφερά, την έντυσε ξανά και περίμενε.
Εδώ είσαι μικρή μου. Εδώ που σου έπρεπε. Όταν ξημερώσει βλέπουμε. Πάψε να ανησυχείς για το αύριο. Ίσως να είναι η αφετηρία πολλών πρωινών που θα ξυπνήσεις χωρίς συλλογισμούς, χωρίς μετάνοιες, ελεύθερη, στη μόνη αγκαλιά που ξέρει πώς να κλείσει γύρω σου και θα αντικρίσεις τα μόνα μάτια που σε βλέπουν αληθινά.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Επαφή

Σ' αγγίζω και μοιάζει ηλεκτρισμός η επαφή με το γυμνό σου δέρμα. Και τρέμω από έξαψη κι ανυπομονησία, καθώς τα χέρια μου ανακαλύπτουν το κορμί σου. Γιατί απόψε τελειώνει η αναμονή κι είσαι δικός μου. Κι η απορία, αν θα είναι όπως ονειρευτήκαμε τούτη η βραδιά, αφήνεται να χαθεί κάπου στην ανυπαρξία. Καλύτερα κι από όνειρο, μπορώ να στο υποσχεθώ. Σου είπα, απόψε θέλω να σε μάθω. Όπως κανείς άλλοτε δεν έχει προσπαθήσει. Όπως κανείς ποτέ δεν τα κατάφερε. Μα εμένα μου ανήκεις και θέλω τόσο να αποκτήσω κάθε κρυφό σημάδι σου, να σε φροντίσω, να σου χαρίσω όχι μονάχα μια στιγμή ηδονική, μα μια αιωνιότητα αναμνήσεων. Γιατί ο έρωτας, αγάπη μου, δεν είναι μόνο μια βραδιά. Είναι μια ολόκληρη παράσταση που παίρνει χρόνο, να τη σκηνοθετήσεις, να μάθεις τα λόγια σου, να υποδυθείς το ρόλο σου. Εκείνον που είχες φτιαχτεί για να παίξεις. Εκείνον για τον οποίο σε προόριζε η ζωή. Εκείνον για τον οποίο έκανες προπόνηση πριν τον τελικό αγώνα. Όπως, για να σε ερωτευτώ, μαζεύτηκαν οι μοίρες κι αποφάσισαν να φέρουν στη ζωή μου ένα ψέμα ή και περισσότερα, να τ' αγαπήσω κι ύστερα απλά να ανοίξω τα μάτια μου, να δω πως έχανα τον εαυτό μου και να φύγω. Έτσι μονάχα μπορούσα να ξέρω, πως όταν ήρθες - κι άρχισα δειλά δειλά να παραδέχομαι πως ένας αέρας ανανέωσης κι ένα συναίσθημα παράξενο μέσα μου ξυπνούσε, που ως τώρα ποτέ δεν το είχα νιώσει, τόσο έντονο, τόσο ζωντανό, τόσο πολιορκητικό - ήταν πραγματικά ο έρωτας.
Αν με ρωτήσεις απόψε, ξέρω μονάχα να σου πω πως τα χείλη σου φτιάχτηκαν για να με φιλήσουν. Έκαναν χίλιες πρόβες πριν, μα μόνο με τα δικά μου βρήκαν ένα σπίτι, μια φωλιά. Μόνο στα δικά μου χείλη μπορούσε το φιλί σου να αποθέσει την ανάγκη του, την ανάσα του, το πάθος για ζωή. Φτιάχτηκαν τα χείλη μας για μια πρώτη ένωση, μια ηλεκτρική επαφή, που έκλεινε με ένα χαμόγελο. Ίσα για να καταλάβεις που ανήκεις. Και τα ακροδάχτυλά μου φτιάχτηκαν μόνο για να σ' αγγίξουν, να σε χαϊδολογήσουν, να ανακαλύψουν κάθε σημάδι, κάθε πτυχή του κορμιού σου, να ταξιδέψουν στο γυμνό σου δέρμα, να σε κάνουν ν' αναριγήσεις, ν' αναστενάξεις, το δέρμα σου να φλέγεται και το κορμί σου να συσπάται, την ανάσα σου γοργή και το φιλί σου απελπισμένο. Κάπου εδώ είναι η μαγεία. Εκεί που τα χείλη μου θα διατρέχουν το κορμί σου, όπως το αίμα στις φλέβες σου, εκεί που θα μου κόβεις την ανάσα, ίσα που θα προλαβαίνω ν'αφήσω να ξεφύγει ένας αναστεναγμός, μονάχα ένα ναι, μια ανευ όρων παράδοση, όταν στα χέρια σου το κορμί μου σαν μια κιθάρα θα παίζει μουσική. Θα τεντώνει σα χορδή και θα αφήνεται, λίγες στιγμές συνάντησης με το δημιουργό μας. Λίγες στιγμές απ' τον ουράνιο κόσμο κι ύστερα η αγκαλιά σου, ένας επίγειος παράδεισος, να αποκοιμηθώ αποκαμωμένη με ένα χαμόγελο ευτυχίας, κουλουριασμένη με μαξιλάρι το μπράτσο σου, κι εσύ κολλημένος πάνω μου να με τυλίγεις προστατευτικά και να μυρίζεις τα μαλλιά μου. Μονάχα ένα θέλω το πρωί. Ένα φιλί, το χαμόγελό σου και τον καφέ μου! Ξέρεις πόσο μου αρέσει να μου φτιάχνουν τον καφέ μου...

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Τελειότητα

Κουρασμένη κι απόψε, στον καθρέφτη μου μπροστά, ψάχνω να βρω τα σημάδια, που μου άφησε η κούραση της μέρας. Κι όμως ανακαλύπτω με έκπληξη μονάχα ένα. Ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο απ' άκρη σ' άκρη, γιατί στο νου μου βασιλεύεις κι απόψε εσύ. Κάπως έτσι αλήθεια, όταν κουράζομαι πολύ ή όταν θυμώνω, όταν μια μαύρη σκέψη προσπαθεί να εγκατασταθεί, το πρόσωπό σου παίρνει τη θέση της και το χαμόγελο έρχεται αβίαστα. 
Περίμενα πολλές φορές, να με κουράσεις, να σε βαρεθώ και να θελήσω να σε αλλάξω, να σε κόψω και να σε ράψω στα μέτρα μου, γιατί δυο άκρα αντίθετα όπως εμείς δε συμβιβάζονται και σιχαινόμουν πάντα τους συμβιβασμούς. Μα κοίτα πως με ταξιδεύει της φωνής σου ο ήχος στ' αυτιά μου και συγχωρώ και τα μικρά και τα μεγάλα σου τα λάθη. Με φόβιζε πάντα το γκρι. Άσπρο και μαύρο έχω συνηθίσει. Ή όλα ή τίποτα, δε φτιαχτήκαμε για μετριότητες εσύ κι εγώ. Κι έτσι στον έρωτα σε θέλω σαν να μην υπάρχει αύριο, να μην υπάρχει χτες, μονάχα τώρα, εγώ κι εσύ. Όλα εσύ. Κι εγώ με μια δόση ανατολής στο αίμα, παλεύω να σμίξω με τη δύση. Πόσο μου μοιάζεις και πόσο σε ξέρω καλά, σαν ανοιχτό βιβλίο σε διαβάζω. Ξέρεις γιατί; Γιατί απλά μ' αφήνεις. Πόσο μονάχα μαζί σου μπορώ να είμαι εγώ, ελεύθερη. Αυτό μονάχα μου είχε λείψει. Κι εσύ μου το' δωσες. Δε σου χρωστάω. Απλά με κάνει χαρούμενη να μπορώ να σου χαρίσω κάτι κι εγώ. Γιατί ήσουν εκεί, όταν χρειαζόμουν κάπου να ακουμπήσω, κάπου να κρύψω το δάκρυ μου, κάπου να κρατηθώ και να ονειρευτώ, κι ας μην το ξέρεις. Αυτή η άγνοια σε κάνει ακόμα πιο αγαπημένο.
Είναι στιγμές που αγαπώ τόσο πολύ τα παιδιάστικα καπρίτσια σου, να σε κακομαθαίνω και τα χατήρια σου όλα, να στα κάνω, να σε προσέχω, να σε φροντίζω, φανατικά στην υπηρεσία της αυτού μεγαλειότητος, που κι αν ακόμα δεν είχες ήδη μεγαλώσει σαν μικρός κακομάθημένος πρίγκιπας, θα φρόντιζα εγώ γι' αυτό.
Και τα καμώματά σου, τα ξεσπάσματά σου, με κάνουν τόσο να γελώ και με διασκεδάζουν, γιατί ποτέ ο θυμός σου δεν καταφέρνει να κρατήσει πολύ, γιατί αν σου χαμογελάσω πάνε όλα, πέρασαν. Γιατί αν και δεν το παραδέχεσαι, πιστεύεις κι εσύ στη μαγεία, αυτή που φτιάξαμε οι δυο μας. Ένα μονάχα βλέμμα φτάνει να λειτουργήσει σαν αναλγητικό,σαν ηρεμιστικό σ' ότι μπορεί να πόνεσε ή να μας πλήγωσε ποτέ. Γιατί με άφησες να δω την αλήθεια σου και σ' άφησα να δεις τη δική μου.
Δεν έχεις ιδέα πόσο αστεία εκείνη η απορία στο βλέμμα σου, όταν κάτι σου χαρίζω απλόχερα, χωρίς να ζητώ ποτέ ανταλλαγμα. Δεν είχες μάθει έτσι. Μήτε κι εγώ. Στον κόσμο αυτό δεν υπάρχουν τέτοιες συνήθειες. Μα εγώ δε θα ζητήσω ανταλλάγματα, γιατί ένας ολόκληρος κόσμος μου χρωστάει. Εσύ δε θέλω ποτέ να μου χρωστάς. Γιατί εσένα σε αγάπησα έτσι αγνά, όπως κοιτάζουν τα μάτια σου. Το σκέφτηκα πολλές φορές μήπως με ξεγελούν, κι άκρη δεν μπόρεσα να βγάλω. Ας είναι. Δεν θα ψάξω άλλο, δε θα αναρωτηθώ. Κι αν είναι όνειρο και τελειώσει, ας είναι. Αρκεί που ονειρευτήκαμε μαζί έστω για λίγο.
Έτσι κι αλλιώς δεν έχει επιστροφή τούτο το ταξίδι. Κι αν έπεσα, σαν κάστρο απόρθητο στον έρωτά σου, είναι που τις άμυνές μου όλες, κατάφερες με ένα χαμόγελο να τις ρίξεις. Κι ήταν επιλογή μου κι ανάγκη μεγάλη να αφεθώ στα χέρια σου, σε μια αγκαλιά, που θυμίζει λιμάνι, όταν όλα γύρω φουρτουνιάζουν κι οι καταιγίδες με φοβίζουν. Γιατί είσαι πάντοτε ο καλύτερός μου φίλος, μαζί κι ο μεγαλύτερός μου έρωτας.
Έτσι μας αξίζει. Μην το ξεχάσεις. Φοβήθηκα πως η αναζήτηση της τελειότητας θα χαθεί στην αιωνιότητα, τραβώντας με κι εμένα στην άβυσσο, με τη μοναξιά πιστό σύντροφο, να μ' ακολουθεί κατά πόδας. Μα δες... Τελειότητα, τελικά, είναι εκεί που ανήκεις αβίαστα, χωρίς να παλεύεις με δράκους, χωρίς να προσπαθείς αδιάκοπα. Τελειότητα είναι εκεί που είσαι ελεύθερος. Να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Αυτή η τελειότητα μας αξίζει. Αυτή η τελειότητα μας ανήκει.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Παράθυρο στη θάλασσα

Στα ανοιξιάτικα, ηλιόλουστα πρωινά, ανοίγω το παράθυρό μου, κοιτάζω τη θάλασσα και ψιθυρίζω "Καλημέρα, αγάπη μου!". Πότε μανιασμένη, με τους αγέρηδες να παίζουν μαζί της κι εκείνη να θυμώνει και να εξαπολύει επίθεση με τα αφρισμένα χέρια της, τα κύματά της... Πότε ήσυχη, σαν παιδί μετά την αταξία, μου γνέφει κι εκείνη μια καλημέρα, κι ακούγεται ένας απαλός παφλασμός καθώς αφήνεται ήρεμη, να ακουμπήσει στα βράχια να ξαποστάσει. 
Στα καταγάλανα νερά της βλέπω τα μάτια σου. Εκείνα τα μάτια που έχω μέσα μου. Εκείνα τα μάτια που είναι τόσο μακριά και μια φωτογραφία μονάχα τα θυμίζει, τώρα που η μορφή σου ξεθωριάζει και ξεβάφει στο νου μου, γιατί ο χρόνος δουλεύει σαν ακετόνη. 
Γι' αυτό ανοίγω το παράθυρο και της φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορώ "Καλημέρα, αγάπη μου!". Για να σου φέρει τα λόγια μου, τα δάκρυά μου, ένα κομμάτι από την καρδιά μου. Ξέρει εκείνη. Σαν ταχυδρόμος πολλές φορές ακούραστα εργάστηκε. Ένα σωρό μηνύματα σου στέλνω, πότε σημειώματα και ραβασάκια μέσα σε γυάλινα μπουκάλια, πότε χάρτινες βαρκούλες που βυθίζονται λίγο πιο πέρα, πότε τη φωνή μου, πότε το φιλί μου, τη γεύση των χειλιών μου, την ανάσα μου σε μπουρμπουλήθρες. Μα είναι φορές που τη μισώ σα θάνατος αυτή τη θάλασσα και τη βασανίζω αχόρταγα, τη χτυπώ αλύπητα, με πέτρες και θαλασσόξυλα, γιατί δεν φέρνει πίσω καμιά απόκριση κι άλλοτε γιατί εκείνη μου φταίει, όλα μου φταίνε που είμαστε τόσο μακριά.
Μου έχεις λείψει. Έρωτας είσαι εσύ, ο κόσμος όλος μονάχος σου κι εγώ στα μανιασμένα σου τα κύματα βυθίζομαι. Έτσι σ' αγάπησα, σαν τούτη τη θάλασσα, ήθελα, δεν ήθελα. Η πλάση όλη κακόκεφη, σαν είσαι μακριά κι η μοναξιά λίγο λίγο με σώνει σαν κερί, που καίει αδιάκοπα τη νύχτα. Ως πότε θα σου φέγγω;
Τις νύχτες στο παράθυρο στέκομαι κι αναμένω, αν ίσως και φανεί στον ορίζοντα ένα φως, να' ναι καράβι να σε φέρει πίσω, να βγω και να της δώσω ένα φιλί και με την αλμύρα της στα χείλη μου να σου φωνάξω "Είμαι εδώ, αγάπη μου!". Τα αστέρια, τα κοιτώ, να καθρεφτίζονται στα μαύρα της νερά τις νύχτες, σαν να σου φτιάχνουν χάρτη και το φως του φεγγαριού δρόμο ν' ανοίγει να γυρίσεις. Νεράιδες, μου είπες κάποτε, παίζουν σ' αυτόν του φεγγαριού το δρόμο. Μην τύχει κι αποκρίθηκες σε κάλεσμα δικό τους; Γιατί αργείς;
Ξημερώνει πάλι κι εγώ στο παραθύρι, έτοιμη να στείλω ακόμη μια καλημέρα. Τελευταία φορά. Κι αν δεν έρθεις κι απόψε ορκίζομαι θα βουτήξω και θα έρθω να σε βρω. Γιατί καμιά θάλασσα δε μπορεί να μας κρατήσει χώρια. Αυτά τα μάτια δεν αντέχω άλλο πια να τα στερούμαι. Όσο αντέξω, θα κολυμπήσω και θα σε ψάξω κι αν κουραστώ, θα αφεθώ κι ας βυθιστώ. Καμιά αξία δεν έχει μακριά σου να ζω.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Μια νύχτα

Κουλουριασμένη στη μια γωνιά του διπλού κρεββατιού - όχι για να σου κρατήσω χώρο να ξαποστάσεις, αλλά έτσι απλά επειδή μου αρέσει - προσπαθώ να κοιμηθώ, μετά από μια νύχτα μεθυσμένη και κουραστική κι όμως τόσο διασκεδαστική κι αστεία. Έτσι κουλουριασμένη - με μια καρδιά αλήτισσα, που χτυπά δυνατά και γρήγορα, νιώθω σαν να κοντεύει να σπάσει τα δεσμά της και να φύγει απ' το κλουβί της, να βγει από το θώρακά μου και να δραπετεύσει για πάντα απ' το κορμί μου - πασχίζω να πάψω να χαμογελώ και να αναδεύω στο μυαλό μου σκηνές, αγγίγματα, σκόρπια στιγμιότυπα, όσα θυμάμαι κι όπως τα θυμάμαι, χωρίς καμιά χρονολογική σειρά. Παλεύω να βάλω το ενθουσιασμένο μυαλό μου σε τάξη, αυτό που ταξιδεύει και τρέχει με χίλια, σε δρόμους άδειους, κάπου να φτάσει, ίσως και πουθενά, ίσα ίσα για την ταχύτητα.
Όσο δε θέλω να ονειρεύομαι, να βιάζομαι, τόσο με τα μάτια μου ορθάνοιχτα φαντάζομαι και θέλω τα πάντα. Όλα μαζί σου, μια νύχτα σαν την αποψινή. Όλα γρήγορα, με ταχύτητες τρελές, γιατί δε θέλω να ζω για το αύριο. Μη φοβηθείς, μα ξέρω πώς να τα πάρω. Όλα δικά μου, γιατί έτσι θέλω, γιατί πάντα μου ανήκαν, γιατί είμαι κακομαθημένη.
Δε θέλω να περιμένω. Είμαστε εδώ τώρα, δυο χάρτινα φαναράκια που πετάνε μακριά στον ουρανό. Για πόσο θα ταξιδεύουν δίπλα δίπλα δεν ξέρω να σου πω. Και δε με νοιάζει. Δε θέλω να σ' αποκτήσω με χρονοδιάγραμμα. Σε θέλω εδώ κι όσο πάει, όπου πάει. Σαν τον αγέρα που μας φυσά εκεί ψηλά. Θέλω να σ' ερωτευτώ πολύ, να σε νιώσω στο σώμα μου, να σ' αγγίξω αχόρταγα, να σ' αγαπήσω βαθιά, να σε έχω δικό μου εγώ και μόνο. Όλα πολύ. Γεννήθηκα για αποκλειστικότητες.
Κουλουριασμένη στη μια γωνιά του διπλού κρεββατιού, ανταποκρίνομαι στο άγγιγμά σου με ένα αναψοκοκκινισμένο χαμόγελο ανακούφισης, εκτόνωσης, ευχαρίστησης και έχω μια διάθεση να γουργουρίσω, σα γατί καλά φροντισμένο στα χέρια του ιδιοκτήτη του. 
Κι όλα όσα θέλησα στην αγκαλιά μου, απόψε, δικά μου, για λίγες στιγμές ή μήπως όχι;

Popular Posts