Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Έκπληξη

Δε  με γνωρίζω και δε με ορίζω πια. Οι εκπλήξεις που μου παρέχει ο εαυτός μου καθημερινά, με αφήνουν ενεή και ανεξίτηλα απρογραμμάτιστη τη ζωή και την κάθε στιγμή. Έχω αλλάξει και κάθε μέρα αλλάζω περισσότερο. Είπα στον εαυτό μου να αφήσει στην άκρη το "ποτέ", να βάλει το ίσως και το ναι σαν ιδεά στο μυαλό του κι ύστερα να κάνει πράξη ένα νεωτερισμό, να κηνυγήσει ένα όνειρο, να οραματιστεί χίμαιρες, να αρπάξει ένα σπαθί και να πολεμήσει. Στο φως αφέθηκα να βγω κι άφησα πίσω το σκοτάδι που με είχες αναγκάσει να κρύβομαι. Ελεύθερη πια, από κάθε φόβο. Ντυμένη στα λευκά, καλοκαίριασε μπροστά σε ένα παράθυρο με θέα το Αιγαίο. Κοιτάζω τη βαθιά μπλε θάλασσα του πελάγους, ατενίζω το μέλλον. Εκείνο που αφήνω την μέρα που θα ξημερώσει, να το φέρει μπροστά μου. Σου άφησα ένα αντίο κι αφήνω μια καλημέρα στο αύριο, ένα καλωσόρισμα στο καινούριο. Μια ουτοπία μπορεί να σου μοιάζει κι εγώ ανόητη, αθεράπευτα ρομαντική και ανώριμη. Μα δες. Δε με νοιάζει πια. Γιατί πάντα έτσι ήμουν, κι ήρθες εσύ για να με αλλάξεις. Και προσπάθησες πολύ κι εγώ αθώα κι ερωτευμένη, νόμιζα πως είχα βρει το θεό μου. Πιστή αφέθηκα να με κατευθύνεις σε έναν τρόπο ζωής που μου ήταν ξένος μα έμοιαζε ευκολότερο να υπακούω σε εντολές παρά να παίρνω ρίσκα. Και σ' ακολούθησα. Και υπάκουσα. Κι είπα στην επαναστάτρια μέσα μου να σταματήσει την αναρχία, να μπει σε ένα καλούπι, να βγει στον κόσμο σου ήσυχη, χαμηλών τόνων και σοβαρή. Κι ήρθε μια μέρα που όλα όσα κρύβονταν μέσα μου καλά και πάλευαν με νύχια και με δόντια να μην ξεχαστούν, να μην με αφήσουν, αποφάσισαν ξαφνικά κι αυτοβούλως να βγουν στην επιφάνεια. Πόλεμος γινόταν μέσα μου. Από τη μια ο έρωτας, εκείνος ο τυφλός, που μου έλεγε "μείνε εδώ" κι από την άλλη ούρλιαζαν τα θέλω μου εκείνα τα πνιγμένα. Εκείνη η τρέλα του ανελέυθερου ανθρώπου, που ήθελε πάντα να γνωρίσει τον κόσμο, που ψάχνει τρόπο να βγει από μια φυλακή που όχι μόνο διάλεξε μόνος για τον εαυτό του και δεν μπορεί πουθενά να τη χρεώσει, αυτή μονάχα με έπνιγε. Μπροστά ο έρωτας, πίσω ο χαμένος παράδεισος. Κι αν ήξερα στ' αλήθεια πόσο με είχες προδώσει πασχίζοντας να με αλλάξεις, ίσως να μη σε είχα αγαπήσει ποτέ. Μα εκείνο το συναίσθημα με είχε κατατροπώσει. Είχα ηττηθεί κατά κράτος και σου έκανα τη χάρη, σου επέτρεψα να με αλώσεις, να μ' αλλοτριώσεις. Να προσπαθήσεις να με φέρεις στα μέτρα σου, να με πλάσσεις, να γίνω εκείνο που ήθελες. Κι εγώ απλώς για να σε ευχαριστήσω, να σε ικανοποιήσω, ή μήπως να σε κρατήσω γιατί δεν άντεχα τον αποχωρισμό, έγινα πιόνι σου σε ένα παιχνίδι που δεν ήτανε ποτέ δικό μου. Σε κάτι τέτοια παιχνίδια πάντα χαμένος είσαι.
Μα εσύ έχασες πιο πολλά. Γιατί βρέθηκα κάποια στιγμή να είμαι εσύ, όχι απλά να σου μοιάζω.
Και τώρα στέκομαι εδώ, μπροστά σ'αυτό το παραθύρι, ελεύθερη από έγνοιες, φόβους, προκαταλήψεις, ανάγκες. Ελεύθερη από το κλυβί που είχα διαλέξει να κλειστώ, ελεύθερη από σκέψεις θλιβερές, απ' τη ρουτίνα. Ελεύθερη μετά από έναν πόλεμο. Κι ας ήταν εμφύλιος γιατί πάλευα μονάχα με τον εαυτό μου. Δεν πάλεψα ποτέ μαζί σου. Και το παράδοξο είναι πως δε μετράω πληγές και δε μου λείπει τίποτα. Μονάχα έχω ακόμα σημάδια που θα σε θυμίζουν όταν τα κοιτάζω. Αλλά τώρα σκέφτομαι πως με έκανες σοφότερη. Σαν εμπειρία μοιάζουν ετούτα τα σημάδια. Κι έτοιμη πια, σαν να μην υπήρξε ποτέ το διάλειμμα, σαν να μην υπήρξες ποτέ εσύ, σαν να μην υπήρξε ποτέ φυλακή, έτοιμη πια να ρισκάρω. Σε μια ελεύθερη πτώση με το αλεξίπτωτο στους ώμους, να αφήσω τον αέρα να μαστιγώσει το πρόσωπό μου, όσο κόβεται η ανάσα μου. Σε μια κατάδυση στα πιο βαθιά νερά, να δω τον κόσμο εκείνο το θαλάσσινό που πάντα αγαπούσα, να βυθιστώ σε επιθυμίες, να κολυμπήσω στις δυσκολίες, να κερδίσω ακόμα μια φορά τη μάχη με το χρόνο. Αυτό το χρόνο που κυλά τόσο διαφορετικά μακριά σου. Τόσο ήσυχα κι όμορφα, δίχως άγχος.
Αναρωτιέμαι πώς κατάφερα να κρύψω τόσο καλά αυτή την ανάγκη για έρωτα, για πάθος, για ζωή. Αυτή την επιθυμία για χαμόγελο, για ευτυχία στα μικρά κι απλά, στα καθημερινά. Στο είναι μου εκπτώσεις πια δεν έχει. Γιατί ένα παράθυρο θα μένει πάντα ανοιχτό και θα βλέπει στο Αιγαίο. Από ένα κυκλαδίτικο νησί ρίχνω τις στάχτες μας σπονδή στη θάλασσα κι αφήνω ένα αντίο να το πάρουν οι άνεμοι.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Κάτι καλοκαίρια στο νησί

Σε μια παραλία λευκή, αιγαιοπελαγίτικη, πλάι σε μια θάλασσα φερμένη από μακριά μαζί με τη σκέψη μου, μαζί με τη μορφή σου, μαζί με μια πετσέτα στρωμμένη στην αμμουδιά, σε παιχνίδια παιδικά, ανέμελα, αστεία, με το κύμα εκείνο το αφρισμένο να σκάει στα πόδια μας, γελάω δυνατά κι είναι σαν να είναι η πρώτη φορά.
Σαν να ανακαλυπτω τον κόσμο και τις ομορφιές της πλάσης, της ζωής, της καρδιάς μου. Έτσι είναι, όταν ζεις μετά από καιρό πάνω σε ένα σύννεφο και μοιάζει σε ένα φιλί να κρεμάστηκε ολόκληρος ο ήλιος και σε ενα ζευγάρι μάτια να φώλιασε ο ουρανός.
Να ζωγραφίζω στην άμμο και να σβήνει τα γράμματα που σου στέλνω, το κύμα που αφήνεται ήρεμο να σκάσει στο ακρογυάλι. Να απολαμβάνω μια αγκαλιά και δυο αρμυρά φιλιά πάνω σε μια βαρκούλα που θυμίζει ψαράδες και σφουγγαράδες σε ένα νησί μακρινό. Να αγαπιέμαι, να ομορφαίνω για αυτόν ακριβώς το λόγο. Γιατί χαμογελώ από την ψυχή μου μέσα και γεμίζει ο κόσμος χρώματα κι αρώματα, σταγόνες μια βουτιάς στο νερό.
Όσο κι αν βραχούμε, μοιάζει αδιάβροχη η ευτυχία, μοιάζει αδιαπέραστη, σαν το κέλυφος του κοχυλιού που μου ψάρεψες εκεί στα αβαθή καταγάλανα νερά.
Να μην τελειώσει ποτέ η ευτυχία, να μην τελειώσει ποτέ αυτή η αναζήτηση του έρωτα στα χέρια σου, σαν ατέλειωτο κυνήγι θησαυρού κι εμείς πειρατικά σκαριά με μια σημαία ξεθωριασμένη και σκισμένη από τους αγέρηδες που λυσσομανούν, να αρμενίζουμε στο πέλαγος εκείνο το ανεξερεύνητο. Αβυσσαλέος ο πόθος για το άγνωστο, μας σπρώχνει σε ταξίδια μαγικά, που όμοια όχι μονάχα δεν είχαμε φανταστεί, μα ούτε ονειρευτεί στην μικρότητα της ύπαρξής μας και την καθημερινότητα ή τη ρουτίνα που μας οδήγησαν να ψάξουμε λίγες διακοπές από το συνηθισμένο.
Γέρνω το κεφάλι μου στον ώμο σου, να απαθανατίσουμε τη στιγμή σε μια φωτογραφία. Αιώνια να θυμάμαι. Να μην ξεχάσω πόσο όμορφος είναι ο κόσμος δίπλα σου, στην αγκαλιά σου, κάτω από έναν ουρανό καθάριο, δίχως μήτε ένα ψήγμα σύννεφου και με ένα φως που γεμίζει τις καρδιές μας, αντανακλάται στις λευκές στέγες των σπιτιών και πέφτει πάνω στα μπλε και βιολετιά παραθυρόφυλλα τους, χρωματίζοντας ένα κόσμο αθώο. Με ένα ελαφρύ αεράκι που ανακατεύει τα μαλλιά μου, κι αφήνει ρίγη συγκίνησης στην επιφάνεια της θάλασσας, να στροβιλίζει αργά τις φτερωτές των ανεμόμυλων. Παραμύθι θυμίζει η ζωή και το είχαμε τόση ανάγκη. 
Στα στενά δρομάκια τα πλακόστρωτα περπάτησε μαζί μου απόψε, να μοιραστούμε ένα παγωτό με γεύση βανίλια, να φορέσω το σάλι μου κι αν νιώσω πως κρυώνω, να με τυλίξεις με τα χέρια σου προστατευτικά σαν να'μουνα παιδί. Να γιορτάσουμε τούτο το βράδυ, όλα εκείνα που φέρνουν κοντά τα ετερώνυμα, όπως έλκεται η σελήνη από τη γη κι αντίστροφα μέσα στη μαγεία του σύμπαντος, με ένα μπουκάλι κόκκινο γλυκό κρασί κάτω από την πανσέληνο του Ιούνη, από ένα μπλακόνι με θέα στο Αιγαίο και κρεμαστούς κήπους τριγύρω. Να αφεθούμε σε μια χαλάρωση μακριά από έγνοιες και σκοτούρες, κοντά σε κείνο που μας είχανε πει πως είναι η αγάπη. Κράτα μου το χέρι. Να' ξερες πόσο μ'αρέσει να αγναντεύω μαζί σου τον ορίζοντα που μου φωνάζει να φτάσω πιο μακριά από το βλέμμα μου, να ανακαλύψω το όνειρο εκεί που τελειώνει η λογική κι η σκέψη. Ας μείνουμε σιωπηλοί. Γιατί τα λέει όλα η σιωπή, χωρίς να' ναι υπόκωφη, ενοχλητική, τρομακτική. Είναι κάποιες στιγμές που απλώς δε θέλεις τίποτα να ειπωθεί, τίποτα να σε ξυπνήσει από το όνειρο, τίποτα που να θυμίζει αλήθεια, πραγματικότητα, μονάχα να ακούσεις τη φύση να πανηγυρίζει μαζί σου και να τη νιώσεις να χαιρετίζει ένα συναίσθημα που είχες ξεχάσει από καιρό. Θέλω να σου πω μονάχα καλημέρα, με μια κούπα από τον αγαπημένο μας καφέ κοιτάζοντας τον ήλιο να ανατέλει μέσα από τη θάλασσα που μας ταξίδεψε τόσο μακριά κι όμως τόσο κοντά. 

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Ήτανε κάποτε μια κασέτα κι ένα γράμμα...

Λείπεις κι είναι απόψε η αγκαλιά μου άδεια. Άδεια από έρωτα, μισή, γιατί δεν έχει κάπου να κουμπώσει το κορμί μου. Νιώθω λειψή, κενή κι οι μουσικές δε φτάνουν να χαλαρώσουν την ψυχή μου και τα μικρά και τα μεγάλα μου άγχη. Μόνο η φωνή σου μπορεί.
Βρέχει κι από το ανοιχτό παράθυρο η μυρωδιά της νοτισμένης ασφάλτου, ανακατεμένη με την κίτρινη σκόνη, που έχει καθίσει μέρες τώρα για τα καλά στο δρόμο, γεμίζουν το δωμάτιο με ανάγκες. Όλες γίνονται μια. Ανάγκη να σε νιώσω.
Θέλω κάτι να σου γράψω. Ίσως ένα τραγούδι, ίσως ένα γράμμα. Αλλά τώρα πια τίποτα δεν είναι το ίδιο. Καθισμένη στο γραφείο, μπροστά στον υπολογιστή, με τα δάχτυλά μου να τρέχουν πάνω στο πληκτρολόγιο, νοσταλγώ τη μυρωδιά και την υφή του επιστολόχαρτου, τον τρόπο που η πένα μου άφηνε σημάδια και το μελάνι μουτζούρωνε τα χέρια μου. Νοσταλγώ το φάκελο που έκλεινε μέσα τις σκέψεις μου και την έγνοια μου, αν θα φτάσει στα χέρια σου ή θα χαθεί κάπου στο δρόμο. Κι αν φτάσει, πότε θα φτάσει; Ήταν κι εκείνη η αναμονή. Κι ύστερα να μου γράψεις κι εσύ κι εγώ να περιμένω εκείνη την απάντηση... Σχεδόν ένας μήνας, αλλά κάποια πράγματα είναι γραμμένα πιο ποιητικά. Γιατί στο χαρτί μπαίνανε οι σκέψεις μας σε τάξη. Γιατί αν αποφάσιζα να δακρύσω δε θα με έβλεπες. Γιατί αν αποφάσιζα να κλάψω, δε θα άκουγες τη φωνή μου να σπάει, λυγμό κανένα. Μου στερούσε όμως και το χαμόγελο στη φωνή σου και τη ζωντάνια στο βλέμμα σου. Λονδίνο - Λάρισα κι η απόσταση να μεγαλώνει περισσότερο, με το φόβο πως συνεχίζει η ζωή μου χωρίς εσένα κι αντίστοιχα η δική σου δίχως να με ονειρεύεσαι τις νύχτες. Σου έστελνα και καμιά φωτογραφία, από ένα βράδυ με τα παιδιά, με γέλια και μπύρες, τσιγάρα κι αγκαλιές, με τον αέρα να φυσάει στην παραλία και τη φωτιά να ημερώνει τη νύχτα. Μου έστελνες κι εσύ, με κάποιον άγνωστο συμφοιτητή στην pub και μια κοπέλα πίσω στο βάθος, να σε κοιτάζει με πόθο. Ούτε καν την είχες προσέξει.
Ήτανε έρωτας εκείνος; Να παλεύω με τον εαυτό μου να μη σηκώσω το ακουστικό, να μην αποζητάω να ακούσω τη φωνή σου. Μήπως λιγάκι ξεχάσω. Να πάψεις να είσαι ένα κομμάτι της καθημερινότητας, να πάψω να είμαι μέρος της δικής σου. Γιατί η γη συνεχίζει να κινείται κι εσύ είσαι τώρα τόσο μακριά. Κάπου με βασιλιάδες, κόκκινα λεωφορεία και τηλεφωνικούς θαλάμους, κάπου που βρέχει κάθε μέρα, να εφευρίσκεις καινούριες συνήθειες, να ανακαλύπτεις καινούρια στέκια κι αγαπημένα μέρη, κάπου που δεν είμαι μαζί σου.
Αναμνήσεις... Ανοίγω μια καινούρια καρτέλα στο φυλλομετρητή και ψάχνω στο διαδίκτυο, να βρω ένα τραγούδι από τα παλιά. Γελάω. Πόσο εύκολο πια; Τότε υπήρχαν ακόμα κασετόφωνα, έψαχνα ώρες, πότε από τη μια πλευρά, πότε από την άλλη, έβαζα μια από εκείνες τις κασέτες που μου έγραφες, με τα αγαπημένα σου τραγούδια που ήθελες τόσο να μου μάθεις και πέρναγα νύχτες ολόκληρες με συντροφιά το κασετόφωνο, το τασάκι και τα τσιγάρα, μιλώντας στο ταβάνι του υπνοδωματίου. Πόσο θα ήθελα τώρα να σου γράψω ένα τραγούδι σε μια κασέτα όπως παλιά, με το φόβο να μη μιλήσει ο ραδιοφωνικός παραγωγός ή να του ζητήσω και μια αφιέρωση για να έχεις κάτι να με θυμάσαι.
Θυμάσαι όταν μίκρυναν οι αποστάσεις, όταν άλλαξε η ζωή, όταν γύρισες και τίποτα δεν είχε καταφέρει να μας σβήσει;
Δεν τελειώνουν οι έρωτες σαν το δικό μας, μου είχες πει. Ό,τι κι αν γίνει παντα σιγοκαίνε, ψάχνουν μονάχα μια αφορμή να γίνουν πυρκαγιά. Όπου κι αν είμαι θα σε ψάχνω κι όπου κι αν είσαι θα με ζητάς, γιατί κανείς δε μας μοιάζει. Έτσι μου είχες πει. Κι ήταν παράδεισος κι αποκάλυψη πόσο με έκανες να γελώ, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Και τώρα προσπαθώ να καταλάβω πώς μπόρεσα ποτέ να σε συγκρίνω. Πώς μπόρεσα να ψάξω άλλη αγάπη; Πώς μπόρεσα να φανταστώ πως θα σε ξεπεράσω; Αφού στην αγκαλιά σου μονάχα έχω σπίτι, στα χείλη σου μονάχα έχω ανάσα και στο φιλί σου λιμάνι. Δυο μέρες λείπεις και μοιάζει αιώνας μακριά σου. Γύρνα επιτέλους γιατί δεν είναι όλες οι αναμνήσεις γλυκές. Έλα να φτιάξουμε καινούριες, πιο πολλές, να κερδίσουν στη μάχη με το παρελθόν, στον πόλεμο με το χρόνο.

Popular Posts