Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Μάγισσα

Νύχτες με μια κόκκινη, αιματοβαμμένη πανσέληνο, τρέχεις σα μαινάδα σε μακρινά σταυροδρόμια, χαμένα στον ορίζοντα κι άγραφα στους χάρτες των ανθρώπων, φορώντας μια μακριά λευκή κεντημένη νυχτικιά που' χες κρυμμένη από χρόνια σε μαονένιο συρτάρι αρωματισμένο με αποξηραμένα κλωναράκια λεβάντας.
Τα μαλλιά σου λυτά και ανέμελα σαν μια κίτρινη ζούγκλα, με ξεφτισμένες, χρωματιστές κορδέλες πλεγμένα χύνονται στους ώμους, ξανθά σα στάχυα λίγο πριν το θέρο κι οι κορδέλες θυμίζουν γαϊτανάκι που δε λύθηκε ποτέ.
Τα μάτια σου κατάμαυρα, καίνε, με προσμονή, ελπίδα, φόβο, μίσος, έρωτα, τρέλα.
Φωτιές που θεριεύουν και σβήνουν τα πάντα στο διάβα τους, ανάβουν εκεί που τα πέλματά σου γυμνά πατούν στο χώμα.
Στο λαιμό σου κρεμασμένα χαϊμαλιά, φυλαχτά και γούρια.
Κι όπως χορεύεις και στροβιλίζεσαι σαν χαϊνης μαύροι καπνοί ξεπηδούν από το έδαφος, εκεί που σέρνεται το λευκό σου νυχτικό και γίνονται πνεύματα που κάλεσες από τα έγκατα της γης να σε συνδράμουν ακούραστοι αρωγοί στις μαγγανείες.
Οράματα και όνειρα σε κλείνουν σε ένα λαβύρινθο, δεν ξέρεις πια αν είσαι ξύπνια ή χαμένη στο λήθαργο ψάχνεις το ένα και μοναδικό μονοπάτι για να βγεις στο αχνό φως του φεγγαριού.
Ψιθυρίζεις, τραγουδάς λόγια που δε σου δίδαξε ποτέ κανείς, λέξεις δίχως νόημα που παίρνουν σάρκα και οστά και προσκυνούν μπροστά σου, ταπεινοί σου υπηρέτες.
Στέλνεις τις εντολές σου με δυο μαύρα κοράκια που κρώζουν δυνατά, τρομοκρατικά κι η πλάση υποκλίνεται στη φοβερή σου δύναμη.
Στην έκλειψη του ματωμένου φεγγαριού, εκεί που βυθίζεται το άπαν στο σκοτάδι, βασίλισσα του κόσμου γίνεσαι και τιμωρείς την αδικία σου, κηνυγάς μια αγάπη που σκότωσες για να την αναστήσεις και πίσω να την φέρεις από τον κόσμο των νεκρών. Ψάχνεις τον έρωτα να βρεις απελπισμένη και να μαγέψεις εσένα πρώτα, μήπως η καρδιά σου μπορέσει ν' αγαπήσει ξανά. Εκείνη η καρδιά που έβαψε τα χέρια σου με αίμα και γέμισε δαίμονες το κρεββάτι σου και στοίχειωσε τον ύπνο σου. Κι ο φόβος για το αύριο, για εκείνο το κάρμα που έχεις προδώσει κι οι ενοχές για τον άγγελό σου που κλαίει σε μια γωνιά τραντάζουν το κορμί σου με λυγμούς.
Με ένα μαχαίρι χαράζεις την παλάμη σου, γυρνάς το βλέμμα σου στο φεγγάρι κι ουρλιάζεις σα λύκαινα τις προσταγές σου.
Και το ξημέρωμα σε βρίσκει αποκαμωμένη, να αγγίζεις το αίμα που ακόμα σταλάζει στο χώμα και να προσεύχεσαι για σωτηρία, λήθη και συγχώρεση σε ένα Θεό που δεν πίστεψες ποτέ.
 

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Εσύ...

Σε νιώθω δίπλα μου αμήχανο, με τα μάτια χαμηλωμένα σε εκείνο το τσιγάρο, που όλο μόνο του σβήνει κι όλο το ανάβεις ξανά και ξανά, στριφογυρνώντας το στα μακριά σου δάχτυλα. Κι όλο ρωτάω να μάθω για σένα μα εσύ δε μιλάς, ντροπαλά με κοιτάζεις, κλεφτά, σαν παιδί που ερωτεύεται για πρώτη φορά. Με φοβάσαι; Σε ρωτάω χαμογελώντας και εσύ απορημένος με το τόσο θράσος μου δεν ξέρεις τι να απαντήσεις.
Ξέρω, σε φέρνω σε δύσκολη θέση, μα είναι λίγο διασκεδαστικό που και που, γιατί σαν σχολιαρόπαιδο χαμογελάς και τόσο μου αρέσει...
Τα μάτια σου διάφανα νομίζω είναι και το ξέρεις, πως μέσα σου μπορώ να δω τόσο απλά... Γι' αυτό μου κρύβεσαι.
Μη με φοβάσαι. Ποτέ δε θα σου έκανα κακό.
Γιατί πρωτόγνωρα κι εμένα με κάνεις να νιώθω. Σαν έφηβο κορίτσι που ανακαλύπτει τον έρωτα για πρώτη φορά.
Και να χωθώ στην αγκαλιά σου, ονειρεύομαι, τις νύχτες που κουλουριάζομαι μονάχη στο κρεβάτι, ακούγοντας εκείνα τα τραγούδια που σ' αρέσουν. Για να σε μάθω καλύτερα, γνωρίζω τους φίλους σου, βλέπω τις ταινίες που αγαπάς κι όλο σου γράφω, για να μάθω τι κάνεις, να νιώσω κοντά σου έστω για μια στιγμή, ότι μοιράζομαι μαζί σου μια καλημέρα, ένα λεπτό...
Στα χείλη μου, ένα φιλί αργοπορημένο περιμένει να ακουμπήσει κι η αναμονή μια θάλασσα από φόβους. Γιατί αργείς;
Ποτέ δε ζήλεψα στη ζωή μου και τώρα ζηλεύω τα σεντόνια που τυλίγουν το κορμί σου τη νύχτα, τον αέρα που χαϊδεύει τα μαλλιά σου, τη δουλειά σου που σε κρατά τόσες ώρες μακριά μου, τους φίλους εκείνους που ακούνε τις ανησυχίες σου, τις έγνοιες σου, τους φόβους σου και που δεν μπορώ εγώ να σου κρατώ το χέρι, όταν έχεις ανάγκη κάπου ν' ακουμπήσεις, κάπου να γείρεις και να ησυχάσεις...
Κι όταν απολαμβάνεις μια κούπα ζεστό καφέ, με τον αγέρα που μπαίνει από το παράθυρο, να ανακατεύει τα μαλλιά σου, και την μυρωδιά της βροχής να πλανιέται στο δωμάτιο, θέλω μονάχα να ακουμπήσω τα χείλη μου πάνω εκεί που ακουμπούσες τα δικά σου, να κλέψω μια γουλιά από τον καφέ σου, να μάθω εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα μυστικά σου.
Και το χαμόγελό σου γεμίζει τα μάτια μου και την ψυχή μου. Πόσο μου λείπει όταν δεν μπορώ να το δω... Πάντα να χαμογελάς, γιατί πολύ σου πάει. Πόσο ταιριάζει αυτό το χαμόγελο στο πρόσωπό σου και πόσο με φοβίζει την ίδια στιγμή;
Μου' πες δεν ξέρεις να αγκαλιάζεις. Άκουσα πως δεν ξέρεις ν' αγαπάς. Και με φόβισαν οι δυσκολίες. Μα ύστερα σκέφτηκα, πως φτάνει αυτό που έχω στην καρδιά και για τους δυο μας. Άφησέ με να σου μάθω εγώ και ν' αγκαλιάζεις και ίσως ν' αγαπάς, να σου δείξω τον κόσμο μου, να μου μάθεις το δικό σου...
Άφησέ με να σε ξυπνήσω με μια καλημέρα με πρωινό στο κρεββάτι αύριο κι ένα φιλί.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Η συναυλία

Μια συναυλία χωρίς φώτα, με αναπτήρες να φέγγουν στο σκοτάδι και να γεμίζουν το θέατρο φωνές ψιθυριστές που σιγοτραγουδούν, να μη χαλάσουν ούτε λίγη από τη μαγεία της φωνής που ακούγεται από το πάλκο.
Στα χείλη μου, μια μελωδία άγνωστη, μα σαν από χρόνια ακουσμένη, ο νους τη θυμάται. Τα μάτια μου γεμάτα με φως και σκοτάδι, τα αυτιά μου χορτάτα, μα η ψυχή πεινασμένη σχεδόν χυδαία...
Κοιτάζω κλεφτά στο πλάι τους ανθρώπους γύρω υπνωτισμένους κι εσένα στο πλευρό μου αδιάφορο και σχεδόν αδαή, βαριεστημένα απλώνεις τα χέρια σου πίσω από το κάθισμά μου και τα πόδια σου βολεύεις πάνω στο κάθισμα του μπροστινού, με τόση αγένεια που καταντά κουραστική και με τρελαίνει. Το ύφος σου επικριτικό και τόσο θυμωμένο σαν να σε έχω σύρει με το ζόρι ως εδώ. Νόμιζα πως σου άρεσε να μου κάνεις τα χατήρια, να με κακομαθαίνεις λίγο που και που σαν παιδί, με μικρές χαρές που με ξεγελούν και με παρασύρουν. Νόμιζα πως σε κάνει το χαμόγελό μου ευτυχισμένο.
Προσπαθώ να αφεθώ σε αυτό το τραγούδι, που για έρωτες παθιασμένους μιλά και για αγάπες που αντέχουν στο χρόνο, μα η ματιά μου γυρίζει σε σένα και πνίγομαι. Στον κόμπο που εγκαθίσταται στο λαιμό μου, ζητάω με φόβο να φύγει, μα εκείνος αυτόβουλος δε νοιάζεται. Στο δάκρυ που σκάλωσε στα μάτια μου έτοιμο να κυλήσει, γελάς χαιρέκακα και . Σου φαίνεται αστεία η συγκίνηση μου λες. Είναι που δεν ξέρεις γιατί είναι εκεί αυτό το δάκρυ.
Σε κάθε χειροκρότημα κοιτάζεις γύρω σου ενοχλημένος και τακτικά το ρολόι σου, παρακαλώντας να τελειώσει γυρνώντας τα μάτια σου στον ουρανό.
Το ζευγάρι μπροστά μας τραγουδά αγκαλιασμένο κοιτάζονται στα μάτια κι η ατμόσφαιρα μελώνει κι εγώ ζηλεύω σαν παιδί που τρώνε μπροστά του παγωτό κι εκείνο δεν έχει,σαν παιδί που έχει μπροστά του ένα παιχνίδι μα δεν του επιτρέπεται να παίξει.
Η ώρα περνά,το τέλος ζυγώνει και δε θέλω απόψε να γυρίσουμε στο σπίτι μαζί. Κανένα άλλο βράδυ. Θέλω να πούμε αντίο στην πόρτα του θεάτρου κι ύστερα σα δυο ξένοι να πάρουμε ο καθένας το δρόμο του.
Αν ποτέ με ξαναδείς κάνε μου δώρο μια συναυλία σαν αυτή την αποψινή που μου χρωστάς.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Ο σκαραβαίος

Σταματημένη σε ένα φανάρι του περιφερειακού, με τον παλιό, γαλάζιο, πολυταξιδεμένο σκαραβαίο μου, παρατηρώ γύρω μου να μαρσάρουν επιδεικτικά, χαζογελώντας, άντρες όλων των ηλικιών με τα παιχνιδάκια τους, που προεκτείνουν κάπως τον ανδρισμό τους ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν...
Ένα μικροσκοπικό, ελαφρώς εναλλακτικό άρα χαζό κορίτσι με ένα ηλικιωμένο αυτοκίνητο - που όμως για μένα κρατά ακόμη την αίγλη μιας τρελής και χαρούμενης εποχής - προφανώς είναι τόσο αστείο, με το φούξια φιόγκο καρφιτσωμένο στα μαζεμένα ψηλά μαλλιά του, τα ελαφρώς ατημέλητα ή μάλλον με μια δική τους θέληση, που αποκτούν ευθαρσώς από τον αέρα που μπαίνει από το κατεβασμένο παράθυρο.
Κοιτάζω γύρω μου χωρίς σαστιμάρα, έτοιμη να την προκαλέσω εγώ σε εκείνους τους κυρίους, γιατί όσο ήρεμη και χαλαρή κι αν μοιάζω στο μικροσκοπικό κορμί μου, μέσα μου ουρλιάζει η ψυχή μιας μεγάλης φεμινίστριας, μιας απαιτητικής κυρίας και μια αξιοπρέπεια το δίχως άλλο κληρονομική αλλά κι επίκτητη, από έναν πατέρα που μεγάλωσε ένα αγοροκόριτσο με απίστευτα υπέρμετρο εγώ.
Η μουσική δυναμώνει στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου κι η σκέψη μου τρέχει με χίλια σε μακρινές κατάλευκες παραλίες και διάφανα νερά για να μη με αφήσει να γίνω κακή. Πιστεύω και στο κάρμα βλέπεις... Αλλά μέσα μου η Ελληνίδα φωνακλού θα υπερισχύσει. Το νοιώθω!
Δυναμώνω λίγο παραπάνω τη μουσική κι αρχίζω να τραγουδώ ώστε να μην ακούω αυτή τη φασαρία γύρω μου. Δε θα κλείσω το παράθυρό μου - είναι κι ολόκληρη διαδικασία στο παλιό μου αυτοκινητάκι, που δεν έχει ηλεκτρικά παράθυρα - κι ας μυρίζει απαίσια ο αέρας, ποτισμένος με το καυσαέριο όλων αυτών των αυτοκινήτων που μαρσάρουν.
Η εσωτερική μου φωνούλα μου λέει να κάνω λίγη υπομονή όσο να ανάψει το φανάρι και να εξαφανιστώ εκτός πόλης, εκεί που η φύση μοσχοβολάει και το πράσινο χρώμα γεμίζει τη ματιά μου. Αρχίζω να τραγουδώ δυνατά το αγαπημένο μου rock τραγούδι, που ήρθε στο ραδιοφωνάκι μου σαν από μηχανής Θεός. "Ένας τρόπος μόνο υπάρχει να διαλύσεις αυτούς τους ταλαίπωρους κυρίους, νεαρούς και μη, την κακή συμπεριφορά τους και την ενόχληση που σου προκαλούν. Ένας τρόπος και μάλιστα τόσο απλός..." ακούω μια φωνή στο κεφάλι μου.
Το φανάρι ανάβει πράσινο και ξεκινώντας, αρχίζω να φωνάζω στους γύρω μου: "Καλή συνέχεια στην πόλη! Πάω διακοπές!" και κορνάροντας χαρούμενα απομακρύνομαι, αφήνοντας πίσω, όχι άλλα χαμόγελα κοροϊδευτικά αλλά σκυθρωπά, σαστισμένα πρόσωπα... Αντε γεια σας!

Popular Posts