Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Χωρισμός

Στα μάτια σου η θλίψη κι η οργή, στα δικά μου ο φόβος κι η απόγνωση. Μέσα σου η προδοσία, μέσα μου κενό. Στα χρόνια που πέρασαν άφησαν ρωγμές η καθημερινότητα κι η ρουτίνα, τώρα μία μία ανοίγουν και η ραγισμένη αγάπη μας σπάει σε χίλια κομμάτια. Κι όμως σ' αγαπησα τόσο πολύ, μόνο που τώρα πια δεν το θυμάμαι. Κι εσύ μ' αγάπησες. Λένε η αγάπη μένει.
Ψέματα είναι. Ο έρωτας ίσως να γίνει αγάπη, μα η αγάπη όταν μετασχηματιζεται γίνεται οργή, δίνει τη θέση της στην κτητικοτητα και τον εγωισμό, το νοιαξιμο κι η στοργή γίνονται μίσος και κατάρα. Καταλήξαμε να μετράμε ο ένας τα λάθη του άλλου σαν να κάναμε επανάληψη στα μαθηματικά που είχαμε μελετήσει στο σχολείο. Μετά τα λάθη αρχίσαμε να συγκρίνουμε ποιος αγαπούσε πιο πολύ, ποιος θυσιάστηκε περισσότερο στο βωμό της σχέσης.  Ούτε τότε καταλάβαμε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Η επαφή μηδαμινή, ο καθένας κλεισμένος στον εαυτό του και το μαζί πήγε περίπατο. Τώρα πια όχι εμείς, μα εγώ κι εσύ. Δυο όντα τόσο ξεχωριστά χωρίς ούτε μία τόση δα μικρή υπερκαλυψη.
Τις νύχτες δεν μπορώ πια να κοιμηθώ, το άγγιγμά σου φωτιά στα σωθικά μου, πονάει η ανάσα στο στήθος μου, πνίγομαι σα να έχω μια θηλιά στο λαιμό. Κοιτάζω το ταβάνι και προσπαθώ να αδειασω τη σκέψη μου γιατί όσο σκέφτομαι τόσο διαπιστώνω πως τίποτα δε μας έμεινε, πως δε μοιάζει η ζωή με εκείνο που ονειρεύτηκα μαζί σου, πώς φοβάμαι το αύριο που αναγνωρίζω πως έρχεται αδυσώπητο, πως φοβάμαι εσένα. Πόσο όμορφη η άγνοια, θα με κρατούσε ευτυχισμένη, σαν όπιο. Θα με άφηνε με μια ελπίδα πως μπορεί όλα να γίνουν όπως πρώτα.
Αναρωτιέμαι γιατί είμαι εδώ, γιατί είμαι μαζί σου. Μήπως αντί να σ' αγαπώ και να σε θαυμάζω άρχισα πια να σε λυπάμαι; Να σκέφτομαι μη σε πονέσω ή τι θ' απογινεις χωρίς εμένα;
Απόψε είναι η νύχτα των μεγάλων αποφάσεων. Με τον καιρό έγινα βλέπεις πιο αποφασιστική. Εσύ θα με πεις σκληρή μα η αλήθεια είναι πώς αν ειλικρινά αγαπηθήκαμε τόσο βαθιά δε μας αξίζει αυτή η ανελέητη πτώση, η ανελευθερία, ο εγκλωβισμος σε μια κατάσταση που πια δε μας γεμίζει και μας αφήνει στερημένους, δυστυχισμένους, δίχως φως.
Ήρθε η ώρα ένας από τους δυο μας να φανεί δυνατός, να πει πρώτος αντίο. Μακάρι να ήξερες πόσο λυπάμαι που είμαι εγώ αυτή.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Κρυφά...

Μια ζωή ολόκληρη κρύβεσαι. Από όλους, από όλα, από τον εαυτό σου τον ίδιο.
Στα παιδικά σου χρόνια, για εκείνο το βάζο που έσπασες, μη σε μαλώσουν.
Στην εφηβεία, ένα τσιγάρο στα κλεφτά στις τουαλέτες του σχολείου.
Στα δεκαοκτώ, ένας κρυφός έρωτας γιατί οι γονείς σου θα τρελαίνονταν από την αγωνία που έμπλεξες με εκείνον τον αναρχικό τύπο με τα μακριά μαλλιά και τα πολλά τατουάζ που πίστευε σε αριστερές ιδεολογίες και άκουγε παράξενες δυνατές μουσικές.
Στα είκοσι, κάποιες διακοπές με τους καινούριους φίλους σου κρυφά από τους παλιούς, εκείνους τους δοκιμασμένους που σου φτάνουν μόνο για να πεις τον πόνο σου, μα με τους άλλους περνάς καλύτερα.
Στα εικοσιδυό ένα μεθύσι τρελό, σε βρήκε το ξημέρωμα σε ξένο σπίτι, σε ξένο κρεββάτι, σε άγνωστη αγκαλιά, άλλη από τη συνηθισμένη.
Στα εικοσιπέντε νόμιζες πως είχες πιάσει τη ζωή απ' τα μαλλιά, μα σαν πνιγμένος την τραβούσες στον πάτο μαζί σου.
Στα τριάντα στο διάβασμα ενός βιβλίου αποφάσισες ν' αλλάξεις τη ζωή σου και δεν τα κατάφερες γιατί όταν τελείωσε ο ενθουσιασμός, είπες να μη χάσεις τα κεκτημένα. Το ρίσκο σε τρομάζει.
Στα τριανταπέντε αποφάσισες να κάνεις οικογένεια, γιατί τα χρόνια περνούν και γιατί έτσι σου είπανε πως πρέπει να κάνεις. Αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Όχι γιατί ερωτεύτηκες παράφορα κι αγάπησες βαθιά...
Στα σαράντα σου με δυο παιδιά τώρα πια κι έναν σύζυγο, σκέφτηκες πως αφού δεν μπόρεσες να αλλάξεις τη ζωή σου κι είχες αρχίσει να βαριέσαι, μήπως να προσπαθούσες να αλλάξεις τον κόσμο.
Μα είσαι τόσο κάλπικη που όσο κι αν προσπαθήσεις τον κόσμο δε θα μπορέσεις να τον φτιάξεις ποτέ. Τόσο ψεύτικη, τόσο κρυψίνους που αν δεν αλλάξεις πρώτα τον ίδιο σου τον εαυτό, ποτέ δε θα μπορέσεις να αλλάξεις τον κόσμο.
Στα κρυφά τα μάτια σου βουρκώνουν κι η φωνή σου σπάει, όταν σκέφτεσαι εκείνα που δεν έκανες ποτε, τα απωθημένα από το συνειδητό που μένουν όμως βασιλιάδες του ασυνείδητου. Θυμάσαι όλα εκείνα που κρυφά προσπάθησες να απολαύσεις, μα δεν τα χόρτασες γιατί φοβόσουν την κριτική.
Ψεύτικα όνειρα όσα δήλωνες γιατί τα αληθινά τα έκανες κρυφά κάτι μοναχικές νύχτες στο κρεβάτι ή κάποιες στιγμές στο αυτοκίνητο με τη μουσική να φωνάζει στα αυτιά σου. Ψεύτικος κι ο χαρακτήρας σου, στον φτιάξανε όλοι οι άλλοι, δικό σου τίποτα δεν έμεινε. Δεν αγαπήθηκες γι' αυτό που ήσουν, μα για αυτό που θα μπορούσες να γίνεις. Κι έτσι άλλαξες.
Και τώρα πια τίποτα δε σε γεμίζει και στα κρυφά ένας λυγμός σε πνίγει μα δεν τον αφήνεις να φανεί. Κι ανησυχείς μήπως έκανες λάθος. Ύστερα κοιτάζεις τριγύρω κι αποφασίζεις πως είσαι καλά... Μέχρι την επόμενη φορά.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Απόλυτος

Στα αυτιά μου βουΐζει η φωνή σου να μου λέει πως η ζωή είναι άσπρη και μαύρη, ούτε καν κάποια απόχρωση του γκρι. Η απολυταρχία σου και η ισχυρογνωμοσύνη σου, με κάνουν να φοβάμαι πως λάθος πίστευα τόσα χρόνια ρομαντικά κι αιθέρια πλασμένο τούτο τον κόσμο.
Ο χαρακτήρας μου εύπλαστος πηλός στα χέρια σου, ενώ γυρνάς με απίστευτη ταχύτητα τον τροχό. 
Τι ξημερώνει αύριο, εσένα περιμένω να μου πεις, γιατί δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά τόσο μπερδεμένη. Αλλιώς ονειρευόμουν, αλλιώς φανταζόμουν, αλλιώς ως τώρα είχα δει τη ζωή. Έπαψα στα μάτια μου να πιστεύω, άρχισα να πιστεύω στα δικά σου. Κι αν είναι κάλπικα ποτέ δε νοιάστηκα να μάθω.
Μου λες η σκληρή πραγματικότητα πρέπει να με προσγειώσει και να μην πετάω στα σύννεφα, μα η προσγείωση ανώμαλη κι εγώ βαριά τραυματισμένη.
Απόλυτα φωνάζεις και μετράς τα λάθη μου. Ναι, έκανα πολλά, μα ακόμη μαθαίνω σαν παιδί. Άλλα τα επαναλαμβάνω, άλλα μου γίνανε διδάγματα. Μα εσύ περιμένεις μια τελειότητα που δεν μου ταιριάζει. Στο δρόμο της θα βαδίσω να βρω τον παράδεισο μα δεν γνωρίζω αν θα φτάσω ποτέ.
Παράδεισος μου λες δεν υπάρχει, την κόλαση όμως δεν την αποκλείεις.
Επιμένεις να με κρίνεις σκληρά σαν να είσαι ένας θεός δυνατός κι εγώ μονάχα μια αδύναμη κοινή θνητή.
Στο τίποτα της ύπαρξης με ρίχνεις ενώ εσύ ολοκληρωτικός και παντοδύναμος καυχιέσαι. Σε φοβάμαι, τρέμω.
Είχα θαυμάσει στην αρχή την ψυχρή λογική σου και την υπέρμετρη ψυχραιμία σου, την τόση δύναμή σου μα βλέπω τώρα μια σκληρότητα, οργή, ίσως και μίσος στην απύθμενη προσπάθεια να με κάνεις όμοιά σου. Νόμιζα πως είχες αγαπήσει τη διαφορετικότητά μου, μα βλέπω πως αγάπησες εκείνο που ήθελες να φτιάξεις. Tabula rasa ήμουν για σένα κι έγραψες πάνω μου με ανεξίτηλο μελάνι.
Ο ήχος της φωνής σου στα αυτιά μου βαρύς, υπόκωφος, πονάει.
Οι λέξεις με πνίγουν, θηλιά στο λαιμό, σαν βγαίνουν από τα χείλη σου μεθοδικά κι απόλυτα κυριαρχικές.
Δε με αναγνωρίζω πια. Άρχισα να φοβάμαι κι εμένα. Τώρα με φοβάσαι κι εσύ γιατί σου μοιάζω και πια δεν μπορείς να με αγαπήσεις...

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Μίλησέ μου...

Μίλησέ μου,
τις νύχτες εκείνες που σε πνίγει η σιωπή.
Μίλησέ μου,
τις ώρες εκείνες που οι λυγμοί δυναμώνουν.
Μίλησέ μου,
τις μέρες εκείνες που φοβάσαι απ' το σπίτι να βγεις.
Μίλησέ μου,
τις στιγμές που η ανάγκη κραυγάζει στο στήθος σου.
Κι αν πνίγεσαι, κι αν πονάς, κι αν φοβάσαι,
εδώ είμαι....
Μίλησέ μου...
Οι άνθρωποι σου φαίνονται παράξενοι και ξένοι
μα εγώ είμαι εδώ κι είμαι πάντα δική σου.
Γείρε το κεφάλι σου στο στήθος μου,
ακούμπησε τους αναστεναγμούς σου.
Θα σου κρατώ το χέρι να τρομάξουμε μαζί το φόβο,
να διώξουμε τα φαντάσματα, τις ενοχές...
Είναι η ζωή μια βόλτα ως το φεγγάρι και πίσω.
οι φωνές μας ένα τραγούδι,
ο χτύπος της καρδιάς σου, ο τρόπος να μετρώ την ώρα.
Μίλησέ μου.
Θα σ' ακούσω.
Θα χαιδέψω απαλά τα μαλλιά σου,
θα σου πω μια γλυκιά ιστορία
και θα σ'αφήσω να αποκοιμηθείς,
να ταξιδέψεις με τη μυρωδιά του κορμιού μου στα όνειρα.
Κι όταν ξυπνήσεις το πρωί καμιά σκιά δε θα' χει μείνει στο δωμάτιο...

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Μια βόλτα...

Καθώς παρατηρώ τον ουρανό να σκοτεινιάζει, τα σύννεφα να εξαφανίζουν, να καταπίνουν σχεδόν τον ήλιο κι ακούω ένα θόρυβο υπόκωφο, περιμένω να ξεκινήσει μια δυνατή βροχή, μα μην ξεχνάς πως δεν φοβάμαι τους κεραυνούς και τις αστραπές στον ορίζοντα.
Σήμερα θα αφήσω ανοιχτό το παραθυρό μου για να φέρει ο αέρας μέσα τις στάλες της βροχής, βαρέθηκα να τις κοιτάζω να αφήνουν σημάδια καθώς κυλούνε στο τζάμι. Θα ανοίξω τις κουρτίνες και θα έχω συντροφιά μου και τα φύλλα των δέντρων που πέφτουν.
Ύστερα αποφάσισα να βγω μια βόλτα στο δρόμο, με το τζιν σορτσάκι μου, το λευκό κοντομάνικο φαρδύ μπλουζάκι μου και τα χρωματιστά πάνινα παπούτσια μου. Θα περπατήσω λιγάκι, θα τρέξω, θα χοροπηδήξω στο ρυθμό μιας μουσικής γραμμένης στο μυαλό μου, θα τραγουδήσω λίγο, θα πετάξω στο πλάι την ροζ ομπρέλα μου, θα ανοίξω τα χέρια μου προς τον ουρανό και θα αρχίσω να γελώ.
Οι περαστικοί θα με κοιτούν παράξενα, μα δε με νοιάζει.
Βρεγμένη, λίγο κουρασμένη, λίγο κρυωμένη αλλά ευτυχισμένη γιατί έμαθα να γεύομαι κάθε στιγμή της ζωής. Θα' ρθεις μαζί;

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Στις άδειες μου ώρες...

Στις άδειες μου ώρες σε σκέφτομαι και μου λείπεις.
Εκείνες τις ώρες φωνάζεις δυνατά, κραυγές στα αυτιά μου, να μην αφήσω τον εαυτό μου, να μην αφήσω τη ζωή, να μην ξεχάσω και να σταθώ δυνατή.
Τις άδειες ώρες καρφώνω το βλέμμα μου στο κενό και πονάω. Διπλώνομαι στα δυο, τα δάκρυα κυλούν κι εγώ δεν είμαι εκεί.
Εκείνες τις άδειες ώρες σκέφτηκα πολλές φορές να βλάψω τον εαυτό μου. Γιατί με σταμάτησες αφού δεν είσαι εδώ;
Με την απορία αν θα σε ξαναδώ, με την ελπίδα να σε ξαναγγίξω.
Η θλίψη σαλεύει το νου, παραμορφώνει το χρόνο και το χώρο, διαβάλλει τις σκέψεις μου.
Στο πουθενά κατοικώ, στο παντού ονειρεύομαι, στο χτες αγαπώ, στο σήμερα πονάω και στο αύριο φοβάμαι.
Τις άδειες μου ώρες, το σπίτι κλείνει σε δυο διαστάσεις και με πνίγει ενώ η μορφή σου μου απλώνει το χέρι να με τραβήξει, να με σώσει.
Οι ενοχές για το απόλυτο τίποτα καταστρατηγούν τη ζωή μου. Κι εκείνα τα αν και τα ερωτηματικά γίνονται σφιχτές θηλιές στο λαιμό.
Στις άδειες μου ώρες σε σκέφτομαι και μου λείπεις. Ένας χωρισμός ο θάνατος κι ένας θάνατος ο χωρισμός.
Εκείνες τις ώρες οι αναμνήσεις γίνονται αγγίγματα, ακούσματα, μυρωδιές, γεύσεις οδυνηρά όμορφες κι αγαπημένες μα τόσο ανύπαρκτες και τελειωμένες.
Τις άδειες ώρες καρφιά και μαχαίρια στο κορμί και την ψυχή μου ματώνουν την κάποτε υπέρμετρα στυγνή λογική μου. 
Εκείνες οι άδειες ώρες έρχονται κάθε μέρα...

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Μια ζωή αλητεία...

Μια ζωή αλητεία, μια ζωή σβησμένα τσιγάρα στο τασάκι κι άλλα που μύριζαν λιβάνι στα χείλη σου. Μια ζωή άδεια ποτήρια ουίσκι παρατημένα στο τραπέζι. Μια ζωή ροκ μελωδίες που ούτε σε γέμιζαν ούτε αδιάφορο σε άφηναν, απλώς για λίγη συντροφιά στην οργή σου το ραδιόφωνο ούρλιαζε στα αυτιά σου και τα δικά μου.
Μια ζωή που τα "Όχι" ήταν σίγουρα περισσότερα από τα "Ναι" και τα όνειρα μοιάζαν προδομένα. Ήσουν λίγο αντιδραστικός και λίγο αναρχικός. Ήσουν ελεύθερος. Δεν υπήρχε λόγος να κάνεις όνειρα. Πραγματικότητα δε θα γινόταν κανένα. Η μοίρα μου είχες πει είναι γραμμένη στ' άστρα κι εγώ τα κοίταζα τις νύχτες για να τη διαβάσω.
Μια ζωή μια μικρή κατάθλιψη γιγαντωνόταν μέσα στα σωθικά σου. Δεν είναι τίποτα, μου είχες πει, λίγη μελαγχολία. Έτσι οι μεγάλοι ποιητές μπορούν να γράψουν μόνο.
Στα τσιγάρα και στα ποτά έψαχνες να βρεις τη λύση σου μερόνυχτα κι εγώ δεν έβρισκα τρόπο να βοηθήσω. "Θα τα καταφέρω μόνος, μου είπες. Μπορώ. Μη φοβάσαι.". Κι όλο έγραφες, έγραφες, χωμένος μέσα σε εκείνο το χαρτομάνι που δεν μπόρεσα ποτέ να συμμαζέψω κι ύστερα σε μια γωνιά με την κιθάρα πάλευες ώρες ολόκληρες να φτιάξεις κάτι μουσικές που με αιχμαλώτιζαν και με πονούσαν σα μαχαίρι στην καρδιά.
Πάνω σε εκείνη την παλιά μοτοσυκλέτα, που σου είχε αφήσει ο συγχωρεμένος ο πατέρας σου διαθήκη, κάπως έτσι σε θυμάμαι. Με εκείνο το μουσάκι που σε έκανε να δείχνεις λίγο σκυθρωπός και φοβερός, με τα μαλλιά σου να τινάζουν ανακατεμένα αστεία κι όμως τόσο ερωτικά, με το τσιγάρο να καίει και ένα χαμόγελο αγνό και λίγο διεστραμμένο, με ένα ξεβαμμένο σκισμένο τζιν που το είχαμε πετσοκόψει με το ψαλίδι ένα βράδυ για στυλ, με το δερμάτινο άγριο τζάκετ με φερμουάρ στραβά και μισοχαλασμένα που το είχαμε αγοράσει μαζί από ένα μαγαζί στο Μοναστηράκι, και με εκείνα τα χοντρά μαύρα μποτάκια με τα καρφιά. Θυμάμαι εκείνα τα μάτια που με κοίταζαν μελωμένα, με τόσο έρωτα, τόση στοργή, τόση αγάπη, με θαυμασμό και ζήλεια, με φόβο και πάθος, με ανησυχία και θλίψη. Εκείνα τα μάτια σου τα παιδικά. Καστανά ή μαύρα ή καμιά φορά λίγο πράσινα. Με τη διάθεση σου μου φαίνεται άλλαζαν χρώμα.
Μια ζωή αλητεία κι εγώ μαζί σου. Να καταστρέφεσαι κι εγώ να σε κοιτάζω. Μια ζωή αλητεία, η φωνή σου χοντρή και βραχνή και ο καπνός να με πνίγει. Τα μάτια μου κόκκινα, τα ποτήρια να αδειάζουν, τα μάτια σου να σβήνουν κι οι μαύροι κύκλοι να μεγαλώνουν και σα μαύρες τρύπες να ρουφάνε κι εσένα κι εμένα που σε κοίταζα μονάχα. Η ανάσα σου στο στήθος μου τα πρωινά βαριά, ανήσυχη. Σε μια αγκαλιά κουλουριασμένος να κρυώνεις. Κι εγώ μόνη. Δεν ήσουν στ' αλήθεια εκεί.
Καβάλα στη μοτοσυκλέτα και στους δρόμους μια βόλτα. Ελευθερία. Τα μαλλιά να ανεμίζουν και να μπλέκονται, ο αέρας να μαστιγώνει τα πρόσωπά μας κι εσύ να τρέχεις σαν να μην υπάρχει αύριο. Έπειτα στην πλατεία, ανεβασμένοι στο παγκάκι με δυο μπουκάλια μπύρα. Κι εκείνα τα φιλιά σου τα κλεμμένα που μύριζαν καπνό και αλκοόλ. Εκείνα τα χέρια σου που σαν τανάλιες φυλάκιζαν το κεφάλι μου μόνο και μόνο για να ψάξουν εξονυχιστικά τα μάτια μου.
Γεια σου ρε αλάνι, σου φώναζε που και που κανένας γνωστός κι εσύ ένευες με συγκατάβαση. Ούτε μια λέξη. Θυμάμαι μου είχες πει "Τα λέει όλα η σιωπή.". Και μοιραζόμασταν τις μπύρες, τη σιωπή και κανένα τσιγάρο στα κλεφτά.
Μόνο εσένα έχω, σου είχα πει ένα βράδυ. Κρατήσου. Αν όχι για σένα κάντο για μένα.
"Μη φοβάσαι. Θα περάσει. Κι αν δεν περάσει δεν πειράζει. Εγώ σ' αγάπησα. Κι εσύ μ' αγάπησες. Αυτό μας φτάνει. Δεν υπάρχει για πάντα. Δεν υπάρχουν όνειρα για ουτοπίες γιατί σε ξέρω και με ξέρεις. Κι όταν τελειώσουμε θα μείνει η αγάπη."
Μια ζωή αλητεία. Κι εγώ μόνη να συνεχίζω από εκεί που με άφησες, να αλλάζω, να βολεύομαι, να σε ξεχνάω, να σε κρύβω. Να φτιάχνω εκείνη τη ζωή που νόμιζα πως θα έφτιαχνα μαζί σου. 
Που και που, όταν φοβάμαι, ξεπηδάει στο νου μου τις νύχτες εκείνη η εικόνα με σένα και τη μοτοσυκλέτα και τότε κλαίω γιατί δεν είμαι πια αυτό που αγάπησες, αυτό που εξιδανίκευσες, γιατί σε πρόδοσα και δε σου αξίζω. Ναι, η αγάπη μένει. Κι ο πόνος είναι πάντα εκεί.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Καημένε....

Η ζωή σου καημένε, καταστρατηγείται από κανόνες και νόμους που έφτιαξαν άλλοι για σένα, διέπεται από τη δική σου αμετροέπεια, την κακία, την ιδιοτέλεια. Έμαθες να ακόυς την άποψη των άλλων και να τη συμμερίζεσαι. Δεν έμαθες να λες τη γνώμη σου και να έχεις το θάρρος της. Έμαθες να σέβεσαι, υποτίθεται, τους ηλικιωμένους, τους γονείς, τους δασκάλους, τους θεσμούς, την κοινωνία, γιατί έτσι έπρεπε. Δεν έμαθες να σέβεσαι, επειδή το ήθελες, τη διαφορετικότητα, τον πολιτισμό, την ιστορία, τα παιδιά που θα αφήσεις πίσω, το μέλλον που φτιάχνουμε, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, τα όνειρα για διευρυμένους ορίζοντες.
Στο γυάλινο κλουβί που σε κλείσανε, καημένε, εκεί μένεις.
Οι αλυσίδες στα χέρια σου διάφανες, για να μην τις βλέπεις. Αδύναμες, λεπτές σαν πετονιά, αλλά δεν τις κόβεις, γιατί φοβάσαι. Δεν είναι βαριές, μα έτσι δικαιολογείς, πως δεν μπορείς να πετάξεις.
Στα ψεύτικα χρυσάφια σου λουσμένος και με τα πλαστικά, γυαλιστερά διαμάντια σου, ντύνεις το χαρακτήρα σου τον κάλπικο. Ακούς μονάχα τις μουσικές εκείνες που σε κάνουν να νιώθεις κεφάτος μα όχι χαρούμενος και για κανένα λόγο προβληματισμένος. Κονσερβοποιημένοι ήχοι και εικόνες η μόνη συντροφιά σου. Μπροστά σε ένα χαζοκούτι περνάς την ώρα σου, με όλους εκείνους που σου μοιάζουν, να σε γεμίζουν τρόμο κι όχι γνώση. Κι ύστερα μεταλαμπαδεύεις την ανικανότητά σου να γίνεις καλύτερος, σοφότερος, ικανότερος και στους γύρω σου κι ο ωχαδελφισμός σου γιγαντώνεται μαζί με την ημιμάθεια ή την άγνοια που σε διακατέχει.
Μονάχα για σένα σε νοιάζει, για κανέναν άλλο. Μα μια μέρα θα βρεθείς στην ανάγκη τους.
Το διαφορετικό σε τρομάζει, καημένε, είτε είναι χρώμα, είτε είναι πολιτισμός, είτε είναι γλώσσα, είτε θρησκεία, είτε άποψη, είτε χαρακτήρας, είτε άνθρωπος. Το μέλλον σε τρομάζει και σ' ότι σου προστάξουν απαντάς μονάχα "Ναι.", τόσο αβίαστα. Με σκυμμένο το κεφάλι περπατάς κι εργάζεσαι, ζεις. Χωρίς όνειρα, με έναν "μεγάλο αδελφό" να σε παρακολουθεί.
Ένας φοβισμένος μισάνθρωπος είσαι, καημένε. Δεν αγάπησες τον εαυτό σου. Πώς να αγαπήσεις τον κόσμο;

Να ήξερες πόσο σε λυπάμαι...
Είμαι ελεύθερη.

Popular Posts