Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Το πρόσωπο του απέναντι κελιού

Απέναντί μου εκείνο το πρόσωπο,
Πίσω από τις διπλές, βαριές σιδεριές.
Μας χωρίζουν πολλά,
Μα αναπνέουμε τον ίδιο βαρύ, υγρό, πνιγερό αέρα, εδώ στο υπόγειο.
Ίσως μιλάμε την ίδια γλώσσα.
Δεν ξέρω, δεν του μίλησα ποτέ.
Μπορεί ακόμα να πιστεύουμε στην ίδια ιδέα,
Να' χουμε τις ίδιες αρχές, τις ίδιες αξίες, την ίδια φιλοσοφία.
Άραγε να έχουμε τον ίδιο θεό, την ίδια θρησκεία;
Δεν τον έχω δει να κάνει το σταυρό του,
Μα τον έχω δει να προσεύχεται.
Δεν ξέρω.
Ούτε κι εκείνος ξέρει.
Μας χωρίζουν διπλές βαριές σιδεριές
Και τα αντικρυνά κελιά μας
Δεν επιτρέπουν παρά μόνο στη μοναξιά μας να μας κρατά συντροφιά.
Η ώρα όμως πλησιάζει.
Η ώρα να συναντήσεις το δήμιο.
Η ώρα να απελευθερωθείς από το βάσανο που λέγεται ζωή,
Από τους ανθρώπους που σε πληγώνουν, που σε τρομοκρατούν.
Φτάνει η ώρα που ο θάνατος ξεκλειδώνει τις πόρτες,
Σ' αφήνει να βγεις από το κελί που σε φυλακίζει,
Σε στέλνει σε μια άλλη ελευθερία.
Όχι την ελευθερία που ήλπιζες ή ονειρευόσουν,
Μα την ελευθερία που κάποτε μας βρίσκει όλους,
Την ελευθέρια που ήξερες πως θα' ρθει μετά την ετυμηγορία.
Στήσιμο στον τοίχο σε παράταξη,
Ντουφέκια...
Και τώρα αναρωτιέμαι
Το πρόσωπο του απέναντι κελιού γιατί δακρύζει
Ίσως γιατί γνωρίζει πως αύριο μπορεί να' ναι η σειρά του
Ίσως τα πούμε στην άλλη πλευρά,
Ίσως ο άλλος κόσμος να' ναι διαφορετικός, καλύτερος...
Ίσως να είμαστε ελεύθεροι,
Ίσως μιλήσουμε και γίνουμε φίλοι.
Αντίο, Γείτονα!

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Το παζλ

Μπροστά μου απλωμένο ένα παιδικό, χρωματιστό παζλ με τις πριγκίπισσες των κινουμένων σχεδίων που όλοι αγαπήσαμε σαν παιδιά. Αυτό το παζλ με βάζει σε σκέψεις...
Τι είναι ένα παζλ;
Ένα παιχνίδι θα μου πεις...
Ένα παιχνίδι με μικρά, μικρά, άλλες φορές μικροσκοπικά, διαφορετικά, άνισα σκόρπια κομματάκια στο πάτωμα του δωματίου αραδιασμένα, που αν βρεις ποια ταιριάζουν μεταξύ τους στο τέλος θα έχει την απόλαυση ή τη δικαίωση να σχηματίσεις μια μεγαλύτερη εικόνα.
Κάπως έτσι είναι και η ζωή, για να αμπελοφιλοσοφήσουμε λιγάκι με ένα ποτηράκι κόκκινο γλυκό κρασί από τ' αμπέλι σου...
Με ρωτάς πολλές φορές γιατί είναι πολύπλοκη η ζωή κι ο κόσμος. Με ρωτάς γιατί οι άνθρωποι δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Ρωτάς τόσα πολλά που όλα δεν τα θυμάμαι. Μα θα σου δώσω ένα παράδειγμα, μια παραβολή με αυτό το παιδικό παιχνιδάκι εδώ μπροστά στα πόδια μας.
Ένα παζλ είναι κι η ζωή, ένα παζλ είναι κι ο κόσμος.
Στη ζωή τα κομματάκια είναι ο χρόνος, παρόν, παρελθόν και μέλλον, οι σκέψεις και οι πράξεις, οι αναμνήσεις και τα όνειρα.
Στον κόσμο τα κομματάκια είναι οι υπάρξεις, τα όντα, οι άνθρωποι.
Μόνο που...
Μόνο που δεν ταιριάζουν όλα αυτά τα κομματάκια μεταξύ τους.
Κάθε κομμάτι έχει ένα μόνο κομματάκι που θα κολήσει δίπλα του σε μια συγκεκριμένη θέση.
Γιατί αλλιώς η μεγαλύτερη εικόνα δεν θα είναι ολόκληρη, δε θα δείχνει αυτό που πρέπει, δε θα είναι αυτή που βλέπουμε έξω από το κουτί.
Ναι λοιπόν, η ζωή κι ο κόσμος είναι δυο γιγάντια παζλ που απαρτίζονται από άλλα μικρότερα.
Μη με ρωτήσεις όμως μέσα σε όλα αυτά τα κομματάκια πως θα βρεις εκείνο το κομμάτι που ταιριάζει απόλυτα σε σένα...
Είμαι λίγο κουρασμένη, οπότε θα στο εξηγήσω κάποια άλλη φορά που θα είναι η στιγμή πιο κατάλληλη για συζητήσεις και φιλοσοφίες... 

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Μια κίτρινη μέρα...

Είναι η μέρα σήμερα σαν ένα παλιό κιτρινισμένο κομμάτι επιστολόχαρτου, λερωμένο με το σκούρο μπλε μελάνι, ξεβαμμένων από την πάροδο του χρόνου, γραμμάτων. Ο ουρανός σκονισμένος κι η ατμόσφαιρα θολή, όπως πλανάται και χορεύει γύρω μας η γύρη, σαν απογειώνεται από τις ανθισμένες κερασιές με το φύσημα του ανέμου. Λευκά πέταλα των λουλουδιών ανεμίζουν στην κιτρινισμένη ατμόσφαιρα  και μου θυμίζουν ρετρό φωτογραφίες, τραβηγμένες με μια πολαρόιντ των παιδικών μας χρόνων ή σκηνές ρομαντικές από ταινία του ιαπωνικού κινηματογράφου εκεί που όλα κρύβουν μια μαγεία και οι ήρωες συχνά υπερίπτανται στο ροζ δειλινό ή στο ηλιοβασίλεμα.
Καθισμένη στη γωνιά του μικρού μπαλκονιού μου, στο σκληρό ξύλινο καναπέ που ονειρεύτηκα και έφτιαξα μόνη μου αλλά ξέχασα μέσα στην αφηρημάδα μου να αγοράσω κανα δυο αναπαυτικά μαξιλάρια, χαλαρώνω από την κούραση της μέρας με μια ζεστή μα όχι πια αχνιστή κούπα γαλλικού καφέ. Άλλωστε ήρθε η άνοιξη…
Η γύρη κολλάει πάνω στο κορμί μου, και δημιουργεί μικρά κίτρινα βουναλάκια στις γωνιές που δεν τις επιτρέπουν διέξοδο. Μπορεί να σου φανεί αστείο αλλά εμένα μου φαίνεται άκρως εκνευριστικό που μπορείς να ζωγραφίσεις πάνω στο τραπέζι μου, που η γύρη χρωμάτισε κίτρινο.
Δυο αγριομέλισσες κάνουν βόλτα στην αυλή μου, πετούν από την κερασιά ως την κληματαριά μου, κάνουν μια στάση μέσα στις πετούνιες, μπλέκονται στα πέταλα των πανσέδων που έχω φυτέψει σε λιλά και λαχανί γλαστράκια, για να έρθουν μέχρι το τραπέζι και να μου κάνουν λίγη συντροφιά ή για να ξαποστάσουν πριν την επιστροφή στο δικό τους σπίτι… Φορτωμένες με γύρη στα μικρά τους ποδαράκια, τόση που μοιάζουν να κουβαλούν μεγάλους πορτοκαλί σάκους, θα πάρουν το δρόμο του γυρισμού ενώ εγώ θα μείνω πάλι εδώ.
Αγναντεύω απέναντί μου ένα καταπράσινο βουνό, γεμάτο έλατα, λουσμένο με ήλιο και μια κατακίτρινη σκόνη σαν αυτή που μπαίνει επιθετικά στα ρουθούνια μου και ξεραίνει τα μάτια μου.
Στο ραδιόφωνό μου ακούγονται χαμηλά οι ειδήσεις έτσι λίγο σαν συντροφιά, δυο φωνές που μιλάνε, μα δεν ακούς τι λένε. Μήπως να αλλάξω σταθμό; Με κουράζουν, με αγχώνουν, με θυμώνουν οι ειδήσεις έστω και τόσο λίγο που ακούγονται. Βαρέθηκα να ακούω μίζερα νέα. Θέλω να χαρώ, λίγη ευτυχία, λίγο στοχασμό, λίγο παραμύθι…
Μου λείπει κάπως η μουσική, μια παλιά ροκ μπαλάντα σαν αυτές που χορεύαμε σφιχταγκαλιασμένοι και με τα φώτα σβηστά ή χαμηλωμένα σε πάρτυ και χοροεσπερίδες της ξεχασμένης από καιρό εφηβείας μας. Νοσταλγώ λίγο εκείνα τα χρόνια της αθωότητας, της ελευθερίας, της αισιοδοξίας, της ανεμελιάς.
Πότε γίναμε σαν ηλικιωμένοι συνταξιούχοι που δεν έχουν όνειρα και ζωή;

Θα μας βάλω δυο παγωμένες μπυρίτσες να το φιλοσοφήσουμε. Καλώς όρισες, φίλε!

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Η μάσκα

Βγάζω τη μάσκα που φορώ ολημερίς.
Κάθε βράδυ καθισμένη σε μια πολυθρόνα μπροστά στον καθρέφτη.
Οι κουρτίνες κλειστές, σκούρες, βαριές, βελούδινες,
Κλείνουν μέσα στο δωμάτιο κάθε φως, κάθε εικόνα, κάθε κίνηση, κάθε χρώμα.
Βγάζω τη μάσκα μου, σιδερένια κι ατρόμητη,
Ατάραχη, σκληρή, μ' ένα ειρωνικό μειδίαμα στην άκρη των χειλιών μου.
Τα φρύδια αυστηρά σηκωμένα , προσθέτουν μια συνοφρύωση στο παγωμένο ύφος.
Το βλέμμα ειρωνικό, ψυχρό κοιτάζει άδειο χωρίς να βλέπει αλήθεια.
Βγάζω τη μάσκα που με κρύβει,
Τη μάσκα που με καλύπτει,
Τη μάσκα που πνίγει την ανάσα μου και την ελευθερία μου,
Σαν απομακρυσμένη, αποκομμένη φυλακή.
Κοιτάζω στον καθρέφτη για να δω
Δυο μάτια θλιμμένα, δυο χείλη αφίλητα,
Δυο δάκρυα κυλούν κι αυλακώνουν τα μάγουλα μου
Το πρόσωπό μου χλωμό, σαν λευκό πανί.
Παραδομένη στη ρουτίνα, στην καθημερινότητα
Κουρασμένη από τη ζωή και όσα κινούνται γρήγορα γύρω μου.
Κουρασμένη από όσους κι όσα έχω βαρεθεί,
Μα υποχρεώνομαι ν' ανέχομαι χωρίς να ξέρω γιατί.
Φορώ τη μάσκα μου για να κρύψω τι νιώθω,
Να κρύψω την αποθέωση της βαριεστημένης ύπαρξης μου,
Να κρύψω τον παροξυσμό των ιδεών που στροβιλίζονται στο μυαλό μου,
Να κρύψω την ειλικρίνεια της ψυχής μου.
Να κρύψω ποια είμαι στ' αλήθεια...
Για να είμαι αρεστή και να μη χαλώ την ομοιομορφία του γυάλινου κόσμου μας.
Επιτρέπεται η ανομοιότητα μόνο τη νύχτα, στο απόλυτο σκοτάδι!

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Έλα μαζί μου

Τρισδιάστατες απεικονίσεις πασχίζουν να αντιγράψουν και ν' αποδόσουν τον κόσμο μου,
Να τον τυπώσουν στο χαρτί ή να τον αποθηκευσουν σ'ενα σύννεφο
Για να τον γνωρίσεις κι εσύ,
Για να μπορείς να βρεις το δρόμο να μ' επισκεφθείς,
Για να ζήσουμε περιπέτειες στην έρημο με καραβάνια και καμηλιέρηδες,
Για να πιούμε νερό σε οάσεις, σκυμμένοι σε συντριβάνια που σκιάζονται από πυκνούς φοίνικες,
Για να κυνηγήσουμε άγρια ζώα στη ζούγκλα
Κι ίσως να μας κυνηγήσουν κι εκείνα,
Για να πλεύσουμε με γόνδολες σε γραφικά κανάλια,
Για να κολυμπήσουμε σε άβαθους ωκεανούς με συντροφιά δελφίνια,
Για να γνωρίσουμε φυλές ανθρώπων,
Για να ανέβουμε βουνά θεόρατα,
Για να παίξουμε χιονοπόλεμο κι έπειτα να πιάσουμε πεταλούδες,
Για να δούμε ηφαίστεια να εκρήγνυνται σαν πυροτεχνήματα,
Για να γευτούμε τα πιο απίθανα φαγητά και ν' απολαύσουμε τα πιο μεθυστικά ποτά,
Για να οσμιζόμαστε αρώματα πρωτόγνωρα,
Όλα όσα ως τώρα δεν είδες μήτε ονειρεύτηκες ποτέ.
Κατακτητές των κόσμων, των αστεριών, των θαλασσών...
Ζω σε έναν κόσμο που τίποτα δε μου ανήκει,
Μα τον τριγυρίζω ολόκληρο.
Έλα να σε ξεναγήσω σε τόπους μαγικούς,
Να διευρύνεις όνειρα, ορίζοντες,
Να γνωρίσεις την ελευθερία, τη ζωή!

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Σκέψεις

Ασυνάρτητες σκέψεις τρέχουν στο μυαλό μου αγώνες ταχύτητας
Κι εγώ προσπαθώ να δουλέψω, να συγκεντρωθώ, να νιώσω.
Σαν αυτόβουλα όντα με δική τους υπόσταση και θέληση τις φαντάζομαι αυτές τις σκέψεις, ανεξάρτητες και με αυτοπεποιήθηση, να προσπαθούν να επιβληθούν η μια στην άλλη, να μπλέκονται σε πόλεμο για να επιβιώσουν και να κυριαρχήσουν. Δυναμικές και αναρχικές, αντιδραστικές και πάνω από όλα ελεύθερες.
Σαν αγέρωχοι πολέμαρχοι, κατακτητές σκληροί, δεν υποχωρούν, αγωνίζονται άοκνα.
Με ζαλίζουν, σχεδόν με αποδομούν. Είναι ανεξέλεγκτες. Νιώθω πως έχω ηττηθεί κατά κράτος. Ίσως πρέπει να το παραδεχτώ και να συμβιβαστώ. Ίσως πρέπει να πάψω να προσπαθώ ν' ανατρέψω την κατάσταση.
Γεμίζουν το μυαλό μου και το συνωστίζουν. Είναι τρομακτικά υπερπλήρες. Με αγχώνουν, με τρομοκρατούν. Δεν αντέχω τόση δραστηριότητα και υπερένταση. Βρες μου ένα τρόπο να αδειάσω το νου μου, να τις εκδιώξω, να πάψει αυτή η κατάληψη. Κι έπειτα ας χαλαρώσουμε μαζί με ένα ποτήρι κόκκινο γλυκό κρασί και πες μου πως πέρασες τη μέρα σου. Και σαν πέσουμε στο κρεβάτι, κάνε το χέρι σου προσκεφάλι μου, πάρε με αγκαλιά κι ας ονειρευτούμε ερημικές παραλίες και καταγάλανα νερά.

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Καληνύχτα

Πέρασα να σου πω μια καληνύχτα. Είχα τόση ανάγκη να δω το πρόσωπό σου. Ένα γνώριμο, οικείο πρόσωπο. Ας είσαι και εκνευρισμένος, ας είσαι και κουρασμένος, ας είσαι χαρούμενος, ας είσαι θλιμμένος...
Δεν αντέχω τη μοναξιά. Γι' αυτό ήρθα. Για να δω έναν άνθρωπο δικό μου. Ένα πρόσωπο σκαμμένο από τη δουλειά, με ρυτίδες γεμάτες ιστορία, με σημάδια ίσως δικά μου. Να μη νιώθω μόνη στον απέραντο ετούτο κόσμο, να μη νιώθω έρημη, χωρίς ρίζα, χωρίς παρελθόν. Δε θέλω τίποτα να μάθω, δε θέλω τίποτα να μου πεις. Ειλικρινά δε με νοιάζει. Ούτε κι εσύ μη με ρωτήσεις τι κάνω, πώς περνάω, που γυρίζω τις μέρες και τις νύχτες, τι θέλω... Δεν ήρθα για να μοιραστούμε τίποτα παρά μονάχα μια στιγμή σιωπής. Τώρα είμαι εντάξει. Ως αύριο το βράδυ θα' μαι καλά. Μου έδωσε μια παράταση, λίγη δύναμη αυτή η στιγμή. Ως αύριο η μοναξιά δε θα με τριβελλίζει. Αύριο σαν αρχίσει να νυχτώνει θα μου φανερωθεί ξανά ο φόβος που κρύβεται ολημερίς και φανερώνεται το σούρουπο. Εκείνη η ανυπέρβλητη ανάγκη που στο σκοτάδι γιγαντώνεται πελώρια. Αύριο πάλι ο πόνος θα κάψει τα σωθικά μου... Το σπίτι άδειο, το κρεβάτι μου άδειο, οι δρόμοι έρημοι, η γειτονιά νεκρή... Όταν νιώθεις μόνος όλα έτσι μοιάζουν. Κι ας είναι γιορτή, κι ας είναι πλημμυρισμένοι με κόσμο οι δρόμοι, κι ας ξεφαντώνουν οι γύρω, κι ας είναι γεμάτη φωταψίες η γειτονιά. Εδώ τα φώτα σβήσαν και δεν μπορεί πια να τ' ανάψει κανείς...
Συγγνώμη πατέρα...
Συγγνώμη που χάνομαι.
Για σένα το κάνω.
Για να μη βλέπεις πως δεν μπορείς να βοηθήσεις.
Για να μη στενοχωριέσαι.
Και για μένα το κάνω. Είναι δύσκολο να υποκρίνεται κανείς. Ώρες ώρες ακατόρθωτο. Έτσι κι αλλιώς δεν τα κατάφερα ποτέ στην υποκριτική.
Μια καληνύχτα είναι αρκετή.
Ευχαριστώ. Μου φτάνει.
Ίσως τα πούμε πάλι αύριο.
Καληνύχτα.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Στο ξενοδοχείο

Είναι κι απόψε ένα από εκείνα τα βράδια που ξαπλωμένος στο άδειο κρεβάτι σου, κοιτάζεις με απόγνωση το ταβάνι του καπνισμένου δωματίου. Ο καπνός των τσιγάρων σου αιωρείται παιχνιδιάρικα, πότε από το τσιγάρο που'χει σταθμεύσει στα χείλη σου, πότε από το άλλο που ξεκουράζεται στο τασάκι. Μυρίζει ξενοδοχείο και καπνός. Μυρίζει και λίγο μοναξιά. Μυρίζει και σκέψεις που θα έρθουν να σε ταράξουν, να σε αναστατώσουν...
Δεν είναι ότι δεν έχεις σπίτι να κοιμηθείς. Είναι που δε βρίσκεις ησυχία πουθενά. Το σπίτι σε πνίγει, οι άνθρωποι σου το γεμίζουν αποπνικτικά. Ναι. Οι δικοί σου άνθρωποι. Δεν είναι πως δεν τους αγαπάς, απλώς δε μπορείς άλλο να ζεις μαζί τους, ούτε καν κοντά τους. Το ξενοδοχείο είναι μια λύση...
Έρχεσαι εδώ μια φορά το μήνα, ο πορτιέρης χαμογελά και σε χαιρετά ευγενικά βγάζοντας κι ανεμίζοντας το καπέλο του λίγο θεατρικά... Σου φαίνεται αστείος.
Ο αχθοφόρος κουβαλά τη βαλίτσα σου ως το δωμάτιό σου κουρασμένος, χωρίς να παραπονιέται για τον πόνο στη μέση του. Ναι. Ξέρω πως το πρόσεξες. Είχε τα ίδια συμπτώματα με τα δικά σου.
Μένεις πάντα δυο βραδιές. Το πρώτο πρωινό η καμαριέρα περιποιείται το δωμάτιο κι η καθαρίστρια σε εφοδιάζει με καινούριες πετσέτες και σεντόνια. Αν φρόντιζε λίγο τον εαυτό της κι ήταν πιο περιποιημένη θα μπορούσες άνετα να την περάσεις για μοντέλο. Έχει όμορφο πρόσωπο κι ένα αγαλματένιο κορμί κάτω από τη στολή εργασίας. Έχει κι ένα βλέμμα θλιμμένο, χαμένο στα προβλήματά της...
Ας αφήσουμε τους άλλους...
Έρχεσαι εδώ για να ξεφυγεις από τους άλλους ή από τον εαυτό σου;
Δε βγαίνεις από το δωμάτιό σου. Το πρωί πίνεις ένα ποτήρι γάλα και τρως ένα κρουασάν βουτύρου. Εγώ προτιμώ τον καφέ και το δικό μου κρουασάν θέλω να έχει σοκολάτα. Δεν ξέρω αν το έχεις προσέξει αλλά μένω στο διπλανό δωμάτιο. Κι εγώ μια φορά το μήνα για τους ίδιους λόγους...
Το μεσημέρι τρως ένα φιλέτο μοσχαριού καλοψημενο και πράσινη σαλάτα. Θα προτιμήσω το φιλέτο κοτόπουλο. Όχι γιατί προσέχω τη διατροφή μου αλλά το μοσχάρι μου φαίνεται σκληρό και λίγο άγευστο. Βλέπεις έχω μάθει τις παροχές...
Τα βράδια σε έχω δει να πίνεις τη μπύρα σου στο μπαλκόνι καθισμένος στην πολυθρόνα σου κι απλώνοντας τα πόδια σου στην κουπαστή.
Είμαι ακριβώς δίπλα και απολαμβάνω ένα ποτήρι κόκκινο γλυκό κρασί.
Τι ωραία ησυχία...
Δε με νοιάζει ποιος είσαι και πώς σε λένε. Δε με νοιάζει τι θέλεις από τη ζωή. Δε με νοιάζει τι κάνεις.
Μόνο απόψε θέλω να μου κρατήσεις συντροφιά για ένα ποτό στο μπαρ. Τι λες;
Σε ένα λεπτό θα χτυπήσω την πόρτα σου.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Νύχτα...

Η νύχτα είναι σύμμαχος...
Το σκοτάδι αφήνει απαλά το μανδύα του.
Ένα μαγικό μανδύα που καλύπτει τα πάντα,
Κρύβει τα πάντα.
Το παραμικρό φως μπορεί να φέρει αποκαλύψεις, αλήθειες,
Να σπάσει το γυάλινο τοίχο που σε προστατεύει.
Ή τουλάχιστον αυτό νομίζεις....
Η νύχτα είναι σύμμαχος.
Η νύχτα είναι μαγεία.
Να είσαι εσύ.
Να είσαι ελεύθερος.
Να ονειρεύεσαι.
Να ζεις.
Να μεταλλάσσεσαι.
Να μεταμορφώνεσαι.
Να μπορείς να γίνεις κάποιος άλλος.
Να μπορείς να παραμείνεις αυτός που πραγματικά είσαι χωρίς να φοβάσαι.
Η νύχτα φέρνει στην επιφάνεια κρυμμένα πάθη.
Αμαρτίες ανώνυμες διασκεδάζουν στο κορμί σου.
Νοθευμένα ποτά και λαθραία τσιγάρα θολώνουν το νου σου.
Αφήνεσαι στα χέρια ξένων ανθρώπων.
Αφήνεσαι στις μουσικές που χτυπάνε στο κεφάλι σου με ρυθμό.
Χαμένος στους δρόμους, περιπλανιέσαι μεθυσμένος.
Σαν φτάσεις σπίτι ένας ύπνος βαθύς δίχως όνειρα και το πρωί θα έχεις ξεχάσει.
Η νύχτα είναι σύμμαχος...

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Φόνος...

Σαν πέφτει η νύχτα,
Μανδύες και πέπλα απλώνει το σκοτάδι.
Απόψε δεν έχει φεγγάρι,
Μήτε άστρα να φέγγουν αχνά.
Δίχως φως αυτό το βράδυ,
Κατάλληλο για αμαρτίες κι εγκλήματα.
Δεν μας βλέπει κανείς.
Κανείς δεν ξέρει.
Κανείς δε θα μάθει,
Ποτέ.
Τα φώτα των δρόμων είναι σβηστά.
Το ίδιο και τα φανάρια του καπηλειού.
Απόψε στους δρόμους ερημιά.
Κανείς δεν κινείται
-Ούτε καν ο χρόνος-
Ίσως μόνο οι δαίμονες κι ο θάνατος.
Σαν πέφτει η νύχτα
-Μια νύχτα υγρή σαν κι αυτή-
Η βροχή ξεπλένει τους δρόμους,
Το αίμα στα χέρια μου,
Τις τύψεις απ' το νου,
Τον πόνο απ' την ψυχή.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Μικραίνω...

Μικραίνω κι όλο μικραίνω ώσπου γίνομαι μια σταλιά.
Μια κουκκίδα στο άπειρο.
Ο κόσμος στροβιλίζεται γύρω μου με μανία και το κεφάλι μου βαρύ.
Θυμίζει πρωινό ξύπνημα έπειτα από μια βραδιά με τρελό μεθύσι.
Φοβάμαι τα ανεξίτηλα χρώματα που πληθαίνουν και λαμπυρίζουν γύρω μου βιαστικά σαν αμέτρητες πυγολαμπίδες και πνίγομαι.
Όσο μικραίνω τόσο πνίγομαι, σαν να μεγαλώνει η ψυχή και να μη χωρά στο κορμί μου που όλο και στενεύει.
Με πιέζει αυτή η ψυχή και παλεύει να βγει έξω σαν κραυγή, να δραπετεύσει.
Μα όταν ανοίγει το στόμα μου η φωνή χαμένη,δεν ακούγεται όσο κι αν προσπαθώ να ζητήσω βοήθεια και είμαι μόνη και φοβάμαι το άγνωστο που μου έχει στήσει ενέδρα στην επόμενη γωνιά.
Πασχίζω να με τσιμπήσω - όπως με μάθανε όταν ήμουν παιδί - μήπως ο εφιάλτης τελειώσει και ξυπνήσω, μα το κορμί μου δεν το ορίζω πια εγώ.
Εκείνο ορίζει εμένα.
Και η ψυχή χαμένη μέσα στα ανεξίτηλα χρώματα ψάχνει να βρει την έξοδο σε αδιέξοδα μονοπάτια ενός λαβύρινθου που έφτιαξα μόνη εγώ μα που πια δε θυμάμαι τη λύση.
Μισώ που όλα κάποτε σε τούτη τη ζωή τελειώνουν.


Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Στο νοσοκομείο...

Σ’ ένα θάλαμο παλιού νοσοκομείου,
Με τοίχους βαμμένους θαλασσί,
Παλιά, φθαρμένα, ξύλινα, λευκά ντουλάπια
Και σπασμένα κομοδίνα γεμάτα γρατσουνιές.
Σ’ ένα θάλαμο γεμάτο όνειρα κι ελπίδες,
Που μπαινοβγαίνει κόσμος…
Κόσμος πολύς.
Επισκεπτήριο δίωρο.
Να μοιραστείς τον πόνο,
Μ’ αυτούς που σ’ αγαπάνε
Κι έπειτα μοναξιά.
Οι νοσοκόμες περνούν που και που με λίγη μορφίνη,
Φερμένη σαν δώρο.
Ένα παράθυρο που βλέπει στο προαύλιο,
Αλλά δε φτάνεις για να δεις.
Δεν μπορείς να σηκωθείς.
Και φαντάζεσαι
Κήπους με σιντριβάνια,
Ανθρώπους να περνούν καλοντυμένοι,
Παιδάκια να παίζουν…
Ονειρεύεσαι ήλιους, μικρά συννεφάκια,
Ώσπου να αδειάσει κι άλλο ένα διπλανό κρεβάτι
Και να ξαναγεμίσει.
Κάποια στιγμή κι εσύ θα φύγεις…
Ελπίζεις!



Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Ο κόσμος σου...

Χρώματα παράταιρα.
Μάτια μέσα στο σκοτάδι.
Βήματα άηχα της σιωπής.
Σβησμένα γράμματα σε μαυροπίνακα.
Χρόνια που χάθηκαν σε λόγια.
Μην αναλώνεσαι, ζωή μου,
Σ’ άδειες στιγμές,
Σε πόνους,
Σε συνήθειες παλιές.
Είμαι ζωντανός.
Γι’ αυτό το λόγο σ’ αγαπώ
Κι αγαπώ τον κόσμο ολάκερο.
Τώρα πια
Χρώματα όμορφα.
Μάτια στο φως.
Βήματα σ’ ένα ουράνιο τόξο.
Θύμησες γλυκές ταξιδιών
Σε μελωδίες κλασσικές.
Ζήσε, ψυχή μου,
Για πάντα.
Φτιάξε τον κόσμο σου
Και χάρισέ τον σ’ όποιον αγαπάς.


Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Ματωμένο όνειρο

Άνοιξα το παραθυρόφυλλο.
Κοίταξα έξω, μακριά.
Αχός θανάτου, ηχώ πολέμου
Φτάνουν στ’ αυτιά μου από μακριά.

Είδα το Χάρο να πλανιέται
Πάνω στο μαύρο ουρανό
Κι άνοιξε τα δυο του χέρια
Να μ’ αγκαλιάσει και να χαθώ.

Κοίταξα μέσα στα δυο του μάτια
Κι είδα το αίμα να ρέει.
Φωτιά, θάνατος, πόνος
Σαν η ψυχή μου μονάχη της κλαίει.

Ψηλά το νέφος σκεπάζει τον ήλιο.
Εκεί στον ουρανό οι άγγελοι μένουν,
Ακούνε ιστορίες για άλογους ξένους.
Εκεί ψηλά τ’ αστέρια σωπαίνουν.

Στις χαραυγές ακούω τα σπαθιά
Που χτυπούν κάτω απ’ το παραθύρι μου.
Οι πυροβολισμοί δε με τρομάζουν πια
Κι ας πέφτουν μπροστά στο καντήλι μου.

Άνθισε τ’ όνειρο σ’ ένα λουλούδι,
Μα ο κατακτητής το πάτησε.
Χάθηκε τ’ όνειρο μέσα στο χώμα,
Πνίγηκε στο αίμα της καρδιάς που ράγισε.


Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Μικρό παιδί...

Κοίτα μπροστά σου.
Ονειρέψου μικρό μου.
Μη σε νοιάζει για τους άλλους,
Κρατώ ψηλά το λάβαρό μου.

Ίσια μπροστά προχώρα.
Κράτα τον ήλιο, σου τον χαρίζω.
Σκούπισε τα δάκρυα και μην πονάς.
Παιδί μικρό, τη ζωή σου δωρίζω.

Άνοιξε το παραθύρι,
Ατένισε τους περαστικούς,
Άσε το αγέρι τα μαλλιά να σου χαϊδέψει.
Όνειρο από κόσμους μοναχικούς, φανταστικούς.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Γράμμα χωρισμού...

Σου στέλνω ένα γράμμα
Πριν φύγω.
Είπα ν’ αραδιάσω τις τύψεις μου στο χαρτί.
Πάνω στις γαλάζιες γραμμές του τετραδίου
Έγραψα με μαύρο μελάνι τον πόνο μου,
Άφησα τ’ άρωμά μου
Κι έσταξα δυο τρία δάκρυα,
Που ξέβαψαν τις λέξεις.

Όλη μου η ψυχή έχει χαθεί.
Όλη μου η ζωή έχει τελειώσει.
Περιμένω τώρα μια στιγμή
Κι η αυλαία να κλείσει στη σκηνή.
Τέλειωσε το έργο κι ο θρήνος,
Τέλειωσε κι η πίκρα κι η λύπη η αχνή.
Λύτρωση ζητούσα και τη βρήκα,
Μες στου θανάτου τη μουσική.
Στην αγκαλιά του θα κοιμηθώ
Και θα σ’ αφήσω,
Μα πρώτα θα σου πω πως σ’ αγαπώ!

Καλύτερα τώρα να με μισήσεις,
Να μην πονάς όταν θα σε ζητώ.
Καλύτερα ποτέ να μην με συγχωρήσεις.
Αν το κάνεις, ξέρω, θα συντριβώ.
Γύρισε την πλάτη σε όσα ζήσαμε.
Καλύτερα να μην θυμάσαι πια.
Βάλε στις αναμνήσεις μια φωτιά,
Ν’ ανάψουν τα κεριά σαν ολόφωτα αστέρια,
Να καούν οι χίλιοι στεναγμοί της νύχτας
Και ξέχασέ με.
Αντίο, καληνύχτα κι έχε γεια.

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Το κύμα...

Αφουγκράζομαι τα λόγια της σιωπής.
Ακούω τη γαλήνη.
Την τυφλή ηρεμία παρακολουθώ,
Της θάλασσας τη ζωή.

Άβυσσος, βάθος αμέτρητο.
Άραγε, θάλασσά μου,
Το κύμα σου σα σκάει
Με θυμάται έστω και λίγο;

Διαβρώνει το κύμα τη σιγουριά μου
Κι έπειτα εγώ αγγίζω,
Νιώθω τη δική του απαλότητα,
Μια ευθύνη, μια ανάγκη… δεν ξέρω.

Πες το κι εσύ όπως θες.
Βάφτισέ το, ονομάτισέ το.
Δεν είμαι εγώ αυτή
Που χωρίζει σε μυριάδες σταγόνες.

Ξέρεις δεν είμαι εγώ,
Μα είναι το κύμα με τη διττή φύση
Εκείνο που παραδίνει τη ψυχή του
Στο βωμό των αισθήσεων.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Μάγισσα νύχτα

Μάγισσα νύχτα,
Τα πέπλα σου ρίξε,
Τον ουρανό σου κοίτα,
Τ’ αστέρια σου δείξε.

Νύχτα, εσύ
Μείνε για πάντα εδώ.
Της ζωής πνοή
Μονάχα να ξεκουραστώ ζητώ.

Δώσε μου το χέρι,
Τραγούδα αγέρι,
Μάγισσα ταξιδεύτρα
Νύχτα, της ψυχής γητεύτρα.

Μάγισσα νύχτα,
Το φεγγάρι καθρεφτίζεται στο νερό.
Ρίξε τα δίχτυα,
Χάρισέ μου το όμορφο όνειρο.

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

Πουλημένη...

Πουλημένη αισθάνομαι
Γιατί με πρόδωσες,
Ενώ σε πίστευα.
Τι είναι οι φίλοι;
Κάποτε ρώτησες.
Εγώ σου είπα ψυχές δε λήστευα.

Πουλημένη αισθάνομαι
Γιατί είμαι ανόητη
Και σε συγχώρησα.
Σου απάντησα
Γιατί η ζωή μου φάνηκε δυσνόητη
Μονάχα εμένα κατηγόρησα.

Απλώνω το χέρι.
Μες στο σκοτάδι έκλαψα,
Μα με τι δάκρυ αναρωτιέμαι.
Πουλημένη είμαι
Γιατί σαν σκουπίδι με πέταξα
Και τώρα μονάχη αποκοιμιέμαι.

Τριγυρνώ σαν το φάντασμα
Κι είναι έρημοι οι δρόμοι.
Απλώνω το χέρι.
Ποιος να το κρατήσει;
Και τριγυρνώ πάλι μόνη.
Τραβώ πίσω το χέρι.

Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Το φεγγάρι είναι κρυμμένο


Ρόδο μου μυρωμένο, κορμί αγαπημένο
Και τούτο’ δω το βράδυ το φεγγάρι είναι κρυμμένο.
Δε θα μπορώ να δω τα γαλανά σου μάτια
Μονάχα μες στην αγκαλιά σου να γίνομαι κομμάτια

Κι όταν σ’ αγγίζω να χάνομαι μπορώ στο σώμα σου επάνω
Όσο χτυπούν τα πλήκτρα μελωδίες στο πιάνο.
Και τούτο’ δω το βράδυ το φεγγάρι είναι κρυμμένο.
Άδικα ψάχνω τα δυο μάτια σου να βρω, άδικα περιμένω.

Έτσι ακούω τα λόγια που θα θέλεις να μου πεις.
Ακούω και κρατώ τούτα τα λόγια μες στα μύχια της ψυχής
Ενώ σ’ αγγίζω κι ονειρεύομαι τα δυο σου μάτια που προσμένω
Τα γαλανά σου μάτια δεν μπορώ να δω
                   και τούτο’ δω το βράδυ το φεγγάρι είναι κρυμμένο.

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Ταξίδι στις ράγες

Πήρα το δρόμο της ζωής,
Επάνω σ’ ένα τρένο.
Και κύλαγε πάνω στις ράγες,
Όπως κυλούσαν λύπες και χαρές
Μέσα στην άδεια μου ψυχή.
Και προσπερνώ λιβάδια αλλά και τόπους μαραμένους.
Κάνω μια στάση στο σταθμό.
Γεμίζει επιβάτες το τρένο.
Όλοι τους πάνε κι έρχονται μέσα στα βαγόνια.
Και μπαίνουν στην καμπίνα μου,
Μα έπειτα όλοι φεύγουν.
Στον επόμενο σταθμό θα κατέβουν
Και το τρένο θα συνεχίσει να τρέχει.
Εγώ θα’ μαι η μόνη επιβάτης,
Θα’ μαι η μόνη πάνω στο τρένο,
Θα τριγυρίζω σαν το φάντασμα,
Καθώς θα τρέχουν τα βαγόνια
Πάνω στις σκουριασμένες ράγες.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Όνειρο ήταν…

Χτες βράδυ,
Έτρεχα μέσα σε λιβάδια με ολόχρυσα, γιγάντια στάρια.
Τόσο ψηλά που δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο.
Ούτε καν τον ουρανό.
Δεν ήξερα που ήμουν, ούτε που πήγαινα,
Αλλά δεν ένιωθα χαμένη.
Γύρω μου δεν ήταν κανείς, αλλά δεν ένιωθα μόνη.
Τρέχοντας βρέθηκα σε ένα λιβάδι με ηλιοτρόπια.
Σκέφτηκα να σταματήσω να τους μιλήσω.
Κανένα δε μου απάντησε.
Στέκονταν βουβά και κοίταζαν μακριά από’ μένα,
Έναν καυτό ολόφωτο ήλιο.
Υπνωτισμένα…
Σαν να ήταν το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που’ χε αξία,
Το σημαντικότερο.
Βαρέθηκα κι έφυγα για να βρεθώ σε ένα χωράφι με κατακόκκινες φράουλες,
Τόσο μεγάλες και ζηλευτές.
Σκέφτηκα, θυμάμαι, πόσο γλυκιές θα’ πρεπε να’ ναι…
Μα τότε ήρθε στο νου μου εκείνο το λαμπερό κατακόκκινο μήλο,
Που δάγκωσε η Χιονάτη στο παραμύθι.
Και τρόμαξα.
Τότε ένιωσα ένα χάδι στα μαλλιά μου, το δικό σου χάδι.
Και μια φωνή να ψιθυρίζει γλυκά στ’ αυτί μου, τη δική σου φωνή.
«Όνειρο ήταν…».

Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Γράμμα στο παιδί μου…

Θυμάμαι σαν παιδί είχα κολλήσει κάτι ψεύτικες χρωματιστές πεταλούδες στον τοίχο του δωματίου μου, είχα στο βάζο του γραφείου μου ένα μπουκέτο πλαστικά λουλούδια και ζωγράφιζα ουράνια τόξα στα τετράδιά μου.
Κοίταζα από το παράθυρό μου τη βροχή και στα τζάμια οι σταγόνες έμοιαζαν δάκρυα που άφηναν σημάδια όταν στέγνωναν.
Ονειρευόμουν τις νύχτες όλα όσα βρίσκονταν έξω από το γυάλινο τοίχο που φτιάχτηκε γύρω μου για να με προστατεύει. Τίποτε δε μπορούσε να μ’ αγγίξει.
Δεν τον έφτιαξα εγώ τον τοίχο αλλά αν με ρωτήσεις τώρα πια δεν μπορώ να θυμηθώ αν τον έφτιαξε κάποιος άλλος.
Απλώς υπήρχε
Για το καλό μου
Μέσα στον κόσμο μου ήμουν μόνη αλλά δε μ’ ένοιαζε
Τον γέμισα με χρώματα από τις ζωγραφιές μου, με μουσική που ξεχυνόταν από τα πλήκτρα ενός πιάνο, με ιδέες από τα βιβλία που μου κρατούσαν συντροφιά, με ελπίδα κι αγάπη.
Και σου έγραφα κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό, για να μοιραστώ μαζί σου τις στιγμές. Ένα παρόν που μόλις έφτανε το μέλλον γινόταν παρελθόν.
Έφτιαξα λευκώματα με φωτογραφίες για να κρατήσω ζωντανές κι ανεξίτηλες τις αναμνήσεις κι όταν έρθει η ώρα να φτάσουν στα δικά σου χέρια για να με γνωρίσεις, να με μάθεις, να με ζήσεις.
Κάθε φωτογραφία τόσο ζωντανή, κεφάτη, χαρωπή. Φορώ πάντα ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη μου. Το πιο όμορφο κι αγαπημένο μου. Το κεφάλι μου γέρνει λίγο στο πλάι. Τα μάτια μου τόσο ζωντανά. Θαρρείς θα σου μιλήσω.
Αυτό θα κάνω. Μέσα από τις φωτογραφίες και τα γράμματά μου. Μέσα από τη μουσική που έγραψα για σένα.
Γέμισέ την ψυχή σου φως.
Δεν περιμένω τίποτα άλλο. Δεν ζητώ τίποτα.
Ένα μόνο θα πω.
Μη χτίσεις τοίχους και φυλακές, ούτε για σένα, ούτε για κανέναν άλλο.
Ζήσε ελεύθερο, παιδί μου.

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Στο χορό…

Ανέβηκα στα πιο ψηλά τακούνια μου.
Φόρεσα το αγαπημένο μου μπλε φόρεμα.
Μοιάζω με πριγκίπισσα, είπες.
Η δική σου πριγκίπισσα.
Έβαψα τα χείλη μου με ένα κατακόκκινο κραγιόν.
Τα μάγουλά μου ροδαλά,
Στα μάτια μου πυκνές μαύρες βλεφαρίδες που οι άκρες του ατενίζουν αγέρωχα τον ουρανό.
Ο ρυθμός εξαπλώνεται στα χέρια, στα πόδια, στο κορμί μου.
Χορεύω παθιασμένα.
Γελώ δυνατά.
Το σώμα μου λικνίζεται αισθησιακά.
Τα χέρια μου αγκαλιάζουν το κορμί μου.
Τα πόδια μου δε σταματούν να κινούνται στο χώρο.
Τα μαλλιά μου χυτά σαν να έχουν δική τους θέληση χορεύουν κι εκείνα ηδονικά.
Στριφογυρίζω πάνω στα τακούνια μου.
Γλιστράω.
Χοροπηδώ ευτυχισμένη.
Σου φωνάζω «Σ’ αγαπώ!».
Ας κρατούσε για πάντα…

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Δεν χάνομαι…

Μπροστά σε αναμμένα κεριά,
Κοιτάζω με κατάνυξη τις φλόγες που τρεμοπαίζουν.
Πόσο δυνατή η φωτιά.
Σε μαγεύει.
Σε κρατά δέσμιο.
Το μυαλό υπνωτισμένο, άδειο.
Ένα κενό.
Δίπλα μου εσύ.
Δακρύζεις.
Κάπου μέσα μου σκέφτομαι…
Γιατί ανάψαμε όλα αυτά τα κεριά;
Σπονδή σε κάποιον που χάσαμε,
Ή μήπως σε κάτι;
Στη μνήμη της αγάπης μας,
Σε ανάμνηση της ψυχής μας,
Αυτής που πουλήσαμε στο δαίμονα.
Δε θυμάμαι.
Οι φλόγες τρεμοπαίζουν.
Τα κεριά λιώνουν σιγά σιγά.
Οι φλόγες σβήνουν.
Διακρίνω μια φωτογραφία πίσω τους.
Ναι.
Εγώ είμαι.
Δίπλα ένα σημείωμα.
Γράμματα σχεδόν σβησμένα από τα δάκρυα…
«θα’ σαι πάντα εδώ. Δε θα σε ξεχάσω ποτέ.»
Είναι αλήθεια.
Φεύγω.
Μην κλαις, αγάπη μου.
Γέλα,
Για όλες τις φορές που δε γέλασα εγώ.
Ζήσε,
Για όλες τις στιγμές που έλειψα απ’ τη ζωή.
Αγάπα,
Για όλη εκείνη την αγάπη που είχα μέσα μου και δεν την έδωσα ποτέ.
Φώναξε,
Για όλες τις φωνές που έπνιξα.
Ερωτεύσου,
Για όλους εκείνους τους ανεκπλήρωτους έρωτες.
Ταξίδεψε,
Για όλα τα μέρη του κόσμου που θέλησα να δω αλλά φοβόμουν.
Θα είμαι εδώ.
Θα χαμογελάσω με τα χείλη σου.
Θα αγαπήσω με την καρδιά σου.
Θα φωνάξω δυνατά με τη φωνή σου.
Θα ταξιδέψω κρυμμένη στο σακίδιο σου.
Θα τα δω όλα μέσα από τα μάτια σου.
Θα τα ζήσω όλα μέσα από σένα.

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Κραυγή...

Ο πανικός κυνηγά τη ζωή μου.
Ο φόβος κυριεύει τη σκέψη μου.
Μόνο η ψυχή μπορεί να γλιτώσει,
Να μείνει καθάρια, αλώβητη.
Ο κόσμος γύρω μου αλλάζει.
Μαζί με τον κόσμο αλλάζω κι εγώ.
Μπορεί να μη μ’ αρέσει.
Κάποια στιγμή ο κόσμος πια μπορεί να μη με χωρά.
Κάποια στιγμή μπορεί να μη με δεχτεί.
Η αναμονή του αύριο με πληγώνει.
Οι ώρες περνούν ανελέητα αργά.
Σαν να μην κινούνται οι δείκτες του ρολογιού.
Τους κοιτάζω αποσβολωμένη.
Όλο περιμένω…
Τα όνειρα να γίνουν πραγματικότητα.
Τα ακολουθώ κατά πόδας
Κι εκείνα φεύγουν, όλο μοιάζουν πιο μακρινά.
Με ρωτάς γιατί το βλέμμα μου αδειάζει.
Σε ρωτώ γιατί κανείς δε φωνάζει.
Κραυγές για το άδικο δεν άκουσα.
Κραυγές για το μέλλον που φαντάζει θολό.
Κραυγές για τα τείχη που ορθώνονται κάθε μέρα ψηλότερα.
Μάλλον πνίγονται στη ρουτίνα οι κραυγές.
Αν φωνάξω θα με ακούσει κανείς;
Ίσως έτσι οι άνθρωποι ξεσηκωθούν.
Ο κόσμος θα συνεχίσει ν’ αλλάζει.
Αν όμως μπορούσε να διαλέξει τον τρόπο;
Θα’ μαι εγώ, θα’ σαι εσύ, θα’ ναι οι άνθρωποι,
Που θα φτιάξουν το αύριο, που θα γράψουν την ιστορία;

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Οι χάρτες…

Πάνε τώρα λίγα χρόνια,
Που ζωγραφίζω χάρτες,
Για τους θησαυρούς που κρύβω.
Αν είσαι έξυπνος μια μέρα θα τους ανακαλύψεις.
Φτιάχνω γρίφους
Και περιμένω να τους λύσεις
Και ν’ ακολουθήσεις τα βήματα ως το τέλος.

Πάνε τώρα λίγα χρόνια,
Που ζωγραφίζω χάρτες,
Όχι για να επισκεφτείς τους τόπους που είδα,
Μα για να ταξιδέψουμε μαζί,
Σε εκείνους που ονειρεύομαι.

Πάνε τώρα λίγα χρόνια,
Που ζωγραφίζω χάρτες,
Δε μοιάζουν μ’ όσους έχεις δει ως τώρα.
Δεν δείχνουν μπαούλα με χρυσάφι,
Αλλά μυρωδάτα, χρωματιστά λουλούδια,
Καταπράσινα λιβάδια,
Γλάρους δίπλα σε χρυσαφένια ακρογιάλια,
Ατέλειωτα ουράνια τόξα απ’ άκρη σ’ άκρη,
Ολόλευκα μπαμπακένια συννεφάκια σε καταγάλανους ουρανούς,
Φωτεινά αστέρια σε ξάστερες νύχτες,
Παιδιά που τρέχουν και παίζουν ανέμελα,
Ανθρώπους που γελούν,
Κόσμους καινούριους, μοναδικούς…

Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

Οι περιπέτειες…

Τις νύχτες ταξιδεύεις με τ’ άστρα,
Εκείνα που μοιάζουν λυχναράκια στον ουρανό,
Εκείνα τα μακρινά που τρεμοσβήνουν.
Φοβήθηκα να’ ρθω μαζί σου.
Τώρα ζηλεύω όταν σε βλέπω να πηδάς από το ένα άστρο στ’ άλλο,
Ν’ ανακαλύπτεις τον κόσμο που δεν τολμώ να φτάσω και ν’ αγγίξω.
Όταν επιστρέφεις μου διηγείσαι τις περιπέτειές σου.
Άλλες αστείες, άλλες αγωνιώδεις…
Σε περιμένω κάθε πρωί, να μου πεις τι είδες στα όνειρά σου.
Θέλω να σου πω πως κι εγώ μπορώ.
Απλώς το σκοτάδι του απέραντου, αβυσσαλέου σύμπαντος με τρομάζει.
Θα κολυμπήσω λοιπόν στις σταγόνες της βροχής,
Σαν να’ ναι θάλασσες βαθιές.
Κι ύστερα θα καβαλήσω ένα ουράνιο τόξο
Και θα γυρίσω μαζί του τον κόσμο.
Ως εκεί μπορώ να φτάσω.
Δεν μπορώ πιο ψηλά.
Αλλά θα δεις…
Όταν επιστρέφω θα ζηλεύεις τις δικές μου περιπέτειες.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Τρέχω…

Τρέχω,
Για να προλάβω να φτάσω.
Δεν ξέρω που.
Αναπνέω γρήγορα,
Για να προλάβω να ρουφήξω
Οξυγόνο νομίζω.
Σου δίνω όλη μου την αγάπη,
Για να προλάβω να μοιραστώ
Τα πάντα μαζί σου.
Τρέχω,
Για να γλιτώσω απ΄ τη βροχή.
Μη με μουσκέψει.
Τρέχω ,
Για να προλάβω τους ανθρώπους,
Που τρέχουν κι εκείνοι.
Τρέχω,
Για να γλιτώσω από τον πανικό,
Που με κυνηγά.
Τρέχω,
Για να προλάβω να γευτώ,
Όλα όσα ακούω.
Τρέχω,
Για να προλάβω να μυρίσω
Τα τελευταία λουλούδια.
Τρέχω,
Για να προλάβω να ζήσω.
Τρέχεις κι εσύ.
Τρέχουν όλοι.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Θέλω...

Η φωνή μου βουβή.
Οι λέξεις πνίγονται στο λαιμό.
Οι λυγμοί μένουν στο μυαλό.
Τα δάκρυα βρίσκουν το δρόμο του γυρισμού πίσω στα μάτια.
Το χαμόγελο κρυμμένο βαθιά στην ψυχή.
Ο ουρανός συννεφιασμένος μου κρύβει τον ήλιο.

Θέλω…
Τόσα πολλά.
Έχω…
Τόσα πολλά.
Και πάντα θέλω περισσότερα.
Ξέχασα να λέω ευχαριστώ,
Για όσα η ζωή μου χαρίζει απλόχερα.
Μόνο θέλω…
Να φωνάξω,
Να πάρω…
Και τα δικά σου, και του διπλανού.
Ο εγωισμός πνίγει τη ζωή μέσα μου.
Το αληθινό, ειλικρινές, γάργαρο γέλιο.
Την αγάπη που μου δίνεις…
Δεν αντέχω να σου επιστρέψω ούτε λίγη.
Θέλω…
Όσα βλέπω,
Όσα δεν είναι δικά μου,
Θα τα πάρω.
Δεν ακούω όχι ακόμη κι όταν το λες.
Τα θέλω όλα,
Γιατί έχασα ο μόνο που άξιζε.
Έχασα εμένα
Στον καταιγισμό της ζωής.
Πούλησα τον εαυτό μου,
Για χρυσάφια, μπριλάντια και πραγματάκια που γυάλιζαν.
“Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός.”
Μου είπες κάποτε.
Δεν άκουγα.
Τα ήθελα όλα!

Popular Posts