Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Οι μελωδίες στο πιάνο

Στα τραγούδια που σου γράφω τις νύχτες κι ονειρεύομαι μέσα στις μουσικές που με ταξιδεύουν, ένα ζευγάρι μάτια - τα δικά σου - σ'αυτά παλεύω να σου πω, πόσο πολύ έχω αγαπήσει την ψυχή σου. Με τα δάχτυλά μου να βολτάρουν στα πλήκτρα ενός πιάνου με ουρά - που κάνει το δωμάτιο να μοιάζει με ράμπα θεατρική - με τις μελωδίες να ξεχύνονται στον κατάλευκο άδειο χώρο, με την ηχώ της φωνής μου να χτυπά στους τοίχους και την καρδιά μου να αναβλύζει συναισθήματα, ανείπωτα, απερίγραπτα. Κι αν δεν μπορώ να σου τα πω, θα σου τα τραγουδήσω και θα είναι δικά μας μοναχά. Κάποτε θα πάσχιζα να γράψω τη φωνή μου σε μια κασέτα, στο μικρόφωνο ενός ραδιοφωνικού κασετόφωνου, με τις λέξεις να κομπιάζουν, να σταματούν στα χείλη μου λιγάκι ντροπαλά ή θα σου έγραφα με γαλάζια γράμματα σε ένα κομμάτι χαρτί πολυκαιρισμένο, αρωματισμένο με αναμνήσεις. Τώρα ακόμα δεν μπορώ να μιλήσω, μα μπορώ τουλάχιστον να σου τραγουδήσω, ίσως χωρίς να σε κοιτάξω στα μάτια, γιατί φοβάμαι πόσο πολύ με διαβάζεις. Γιατί μοιάζουν τα μάτια σου σαν πυροτέχνημα στο σκοτάδι, σαν πυροβολισμοί στην ησυχία της νύχτας. Κι ας είσαι τόσο ήρεμος, αυτά τα μάτια σου μπορούν σε μια στιγμή τον κόσμο να δυναμιτίσουν και να τον γκρεμίσουν.
Πεντάγραμμο και νότες, κλειδιά του σολ και του φα χορεύουν στο μυαλό μου και στροβιλίζουν τη μορφή σου μπροστά στα μάτια μου αέναα. Πόσο σ' αγάπησα, αλήθεια, δεν είχα ως τώρα καταλάβει. Γεμίζεις τον κόσμο γύρω μου, πνίγεις - σα θηλιά στο λαιμό - κάθε θλίψη μικρή και μεγάλη, από εκείνες που παλεύουν να γιγαντωθούν μέσα στο αλκοολικό ποτήρι μου, που γρήγορα αδειάζει, ξαναγεμίζει και ξαναδειάζει όταν μου λείπεις.
Πόσα θέλω να σου πω, να σου φωνάξω, ένα μόναχα "μείνε" και πώς σκαλώνουν οι λέξεις στο λαιμό; Μα όταν σου γράφω κι όταν τραγουδάω τον αναστεναγμό του έρωτά μου, είναι όλα πιο εύκολα, πιο μελωδικά. Γιατί ήρθες κι η ζωή γέμισε μουσική, φώτα, συναυλίες, τραγούδια, θέατρα κατάμεστα με κόσμο και χειροκρότημα.
Πεπεισμένη πια για τη μικρότητα της ύπαρξής μας, ξεγελασμένη κατά καιρούς από ανούσιες κραιπάλες, από ανώριμους εραστές, από ανόητους έρωτες, εγκαταλελειμμένη στην πίκρα της αποτυχίας να βρω το όνειρο, είπα, δε θα σ' αφήσω να με γνωρίσεις, δε θα μ' αφήσω να σ' αγαπήσω, μα δες με μπροστά σε αυτό το ξύλινο θεριό και με τα πλήκτρα από ελεφαντόδοντο κάτω από τα δάχτυλά μου, γίνομαι γατί μικρό που ψάχνει να βρει χάδι. Γονατισμένη μπροστά του, προσκυνώ μια θεότητα που με όρισε και με κυρίευσε κι αυτό στα χέρια μου μαλακώνει, ημερεύει και στη φωνή μου υποκλίνεται βαθιά με σεβασμό μπροστά στο μόνο θεατή. Σε σένα. Μείνε απόψε λίγο ακόμα. Δώσε μου να ανάψω δυο κεριά πάνω στο πιάνο, να 'ναι το μόνο μας φως καθώς νυχτώνει, άσε τις φλόγες τους να τρεμοπαίζουν στο σκοτάδι, άκουσε μια φορά πόσο σε νιώθω δικό μου, κάθισε δίπλα μου και γείρε το κεφάλι σου στον ώμο μου.
Μείνε απόψε λίγο ακόμα κι άσε το πιάνο να σου πει, όσα δε μπόρεσα ποτέ να ομολογήσω. Οι εξομολογήσεις με τρομάζαν πάντοτε, μα τώρα λέω τους φόβους μου ν'αφήσω πίσω. Μαζί σου θα τους πολεμήσω με ένα σπαθί κοφτερό κι οι δράκοι των παραμυθιών θα φύγουν.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Στο τελευταίο γράμμα μου

Καθισμένη σε μια παραλία, με τα πόδια βυθισμένα στην υγρή άμμο και το κύμα να σκάει στα βραχάκια μπροστά μου, με τις σταγόνες να βρέχουν το πρόσωπό μου, όπως τις φέρνει ένας δυνατός μυκονιάτικος άνεμος, προσπαθώ να βρω λίγες λέξεις να σου γράψω. Να μάθεις πως περνάω όταν είμαι μακριά σου. Μη μου απαντήσεις ποτέ. Θέλω μονάχα να σου πω τι κάνω στην καθημερινότητά μου. Aν μου λείπεις δεν ξέρω. Μάλλον όχι. Ένα κενό νιώθω. Δεν υπάρχουν πια ερωτηματικά, δεν υπάρχουν γιατί. Με κούρασαν και τα άφησα να φύγουν. Δεν είχα πια άλλη ανάγκη από τη συντροφιά τους, όπως έπαψα να έχω ανάγκη τη δική σου. Το χέρι σου για μαξιλάρι μου τις νύχτες, τη ζεστασιά του κορμιού σου, τη φωνή σου στ' αυτί μου να ψιθυρίζει. Είχα μάθει τη ζωή μαζί σου. Τώρα την έμαθα χωρίς εσένα. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο κι αυτό μου φάνηκε παράξενο. Με πόση ευκολία σε άφησα πίσω. Εσένα και το παρελθόν. Χωρίς ανάγκη να διαγράψω τίποτα. Ανακαλύπτω τον κόσμο από την αρχή, ανακαλύπτω τον εαυτό μου και με εκπλήσσει. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Πώς αλλάζουν οι άνθρωποι όταν ορίζουν τη δική τους μοίρα; Σα μονάδες δημιουργούν περισσότερα ή σα ζευγάρια; Δε δίνω λύση κι απάντηση ακόμα σ' εκείνα τα ερωτήματα τα φιλοσοφικά που κρύβονται στο κεφάλι μου. Δεν προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πώς δε με νοιάζει πια που βρίσκεσαι, τι κάνεις, πώς περνάς. Πάσχισες να κάνεις αισθητή την απουσία σου. Σου το είχα πει, πως όταν φτάνει ο καιρός να πρέπει να προσπαθήσεις, όλα έχουν τελειώσει. Γιατί η ζωή, η αγάπη, ο έρωτας πρέπει να έρχονται αβίαστα στο δρόμο μας χωρίς παρακαλετά, χωρίς να παλεύεις με τις συνθήκες, χωρίς να φοβάσαι τα δεδομένα που αλλάζουν μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα καθώς περνούν οι στιγμές και χάνονται με κάθε χτύπο του ρολογιού.
Είμαι καλά. Κι ας μη σε νοιάζει. Ας μη σε ένοιαξε στ' αλήθεια ποτέ τίποτα άλλο παρά μόνο η βολή σου. Ναι. Το ήξερα από την αρχή. Απλώς δε θέλησα ποτέ να παραδεχτώ πως ήσουν το ένα, το μοναδικό, το μεγαλύτερο λάθος μου. Νόμιζα στην αρχή πως ήσουν ένα από εκείνα που σημαδεύουν τη ζωή μας, από εκείνα που αδυσώπητα ο χρόνος που περνά μας κρύβει καλά. Αλλά όχι. Ευτυχώς. Και τώρα εδώ, ανακαλύπτω πόσο εύκολα είναι όλα χωρίς εσένα, πόσο δε με ενδιαφέρει να σου μοιάσω, να σου αρέσω, να σ' αγαπήσω και να μ' αγαπήσεις πιότερο εσύ. Πόσο εύκολα με αντικατέστησες... Και βρήκες ένα αντίγραφό μου, γιατί ξέρεις, πως πάντα θα με ψάχνεις όπου κι αν είσαι, όπου κι αν αγγίζεις, όπου κι αν φιλάς, σε όποια αγκαλιά κι αν χάνεσαι. Κι αυτό να σου πω την αλήθεια με ευχαριστεί. Νιώθω κάπως περήφανη μέσα στον εγωισμό μου. Ζήλια καθόλου, ούτε πόνο, ούτε μίσος. Γιατί σε σημάδεψα ανεξίτηλα ενώ εσύ τελικά δε με άγγιξες, πέρασες έτσι απλά, μου πήρες χρόνο απ' τη ζωή, μα όχι την ίδια τη ζωή. Γιατί μπορώ να ανασαίνω ελεύθερα, χωρίς τα χέρια σου να σφίγγουν το λαιμό μου, τα λόγια σου να μου παίρνουν την πνοή. Γιατί μπορώ να αφήνω τη θαλασσινή αύρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου, να γνωρίζω τον κόσμο, να ζω την αναρχία μου, να αφήνομαι να αγαπηθώ, να δημιουργώ, να ονειρεύομαι, να ζω. Και όταν περνάς από το μυαλό μου - όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά γιατί προσπαθείς πολύ γι' αυτό - δεν έχω γεύση πίκρας, ούτε γλύκας, μονάχα την αρμύρα της θάλασσας που με τυλίγει σε μια καλοκαιρινή βουτιά και χαμογελώ ευτυχισμένη, απελευθερωμένη από άγχος, βιασύνη κι άσχημα συναισθήματα που δε μου πήγαιναν ποτέ. Πόσο όμορφη μπορεί να μοιάζει η κάθε στιγμή, όταν δοκιμάζεις τα όριά σου, όταν εξερευνείς τους ανθρώπους, όταν καταλαβαίνεις πως δεν είσαι μονάχα θεατής. Σα να είχα λείψει λιγάκι από αυτή τη ζωή. Σα να αναστήθηκα όταν πέθανε εκείνο που νόμιζα αγάπη. Σα φοίνικας αναγεννιέμαι από τις στάχτες μου. Στη δύναμη που έκρυβα μέσα μου, υψώνω απόψε ένα ποτήρι και σου γράφω να σου θυμίσω, πως τελικά και θέλω και μπορώ να ζω χωρίς εσένα και μου αρέσει πολύ.
Σε μια αρχή όχι καινούρια. Συνεχίζω από εκεί που ήμουν όταν βρέθηκες στο δρόμο μου, με λίγη περισσότερη εμπειρία, με λίγο περισσότερο πάθος, με λίγη περισσότερη ανυπομονησία για το αύριο. Σε ευχαριστώ, γιατί εκτίμησα όλα εκείνα που θέλω, όλα εκείνα που με κάνουν αυτό που είμαι. Σε ευχαριστώ, γιατί μετά από την καταιγίδα, βγήκε ένας ήλιος ολόλαμπρος και δοξασμένος και τώρα μπορώ να τον απολαύσω όπως του πρέπει. Δε θα σου ξαναγράψω. Δεν έχει κανένα νόημα, παρά μόνο την τροφή της ματαιοδοξίας μου. Εδώ τελειώνουν οι επιστολές. Ανοίγω πανί και καλό ταξίδι.

Popular Posts