Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Ένα ζευγάρι μάτια

Ένα ζευγάρι μάτια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον παράδεισο.
Ένα ζευγάρι μάτια που έβλεπαν κάτι καλό και όμορφο μέσα σε όλους τους ανθρώπους και τα ζωντανά τούτης της πλάσης.
Ένα ζευγάρι μάτια που ονειρεύονταν ορθάνοιχτα και χαμογελούσαν μαζί με τα χείλη σου. Ίσως και λιγάκι περισσότερο.
Ένα ζευγάρι μάτια ανεξερεύνητα που θύμιζε ταυτόχρονα λιβάδια και θάλασσες ή βουνά και ζούγκλες απάτητες, τόπους βγαλμένους από παραμύθια με ξωτικά, δράκους, βασιλιάδες, νεράιδες.
Ένα ζευγάρι μάτια που άλλαζαν χρώματα με τη διάθεσή σου, διάφανα κι αγνά.
Ένα ζευγάρι μάτια που διαφέντευαν τον κόσμο μονάχα με ένα τους βλέμμα.
Ένα ζευγάρι μάτια που αιχμαλώτιζε στο πέρασμά του το παν, μα εκείνο έμενε πάντα ελεύθερο, ανεξάρτητο, απείθαρχο σε πρέπει και λογική.
Κείνο το ζευγάρι μάτια που ερωτεύτηκα, γιατί όμοιό του δεν είχα ξαναδεί και το άγνωστο και το άγριο πάντοτε με γοήτευε. Λίγο να το εξερευνήσω και λίγο να το δαμάσω. Όλα από λίγο, μη χάσει την ομορφιά του.
Ένα ζευγάρι μάτια σκληρά σαν πέτρα που κανείς δε μπόρεσε να λαξεύσει. Πόσοι προσπάθησαν σκληρά αλήθεια...;
Ένα ζευγάρι μάτια καυτά σαν την κόλαση και παγωμένα σαν τις νύχτες στην έρημο.
Ένα ζευγάρι μάτια τρομακτικά σαν του δαίμονα που κρύβω μέσα μου και με βασανίζει.
Ένα ζευγάρι μάτια που φέρναν μαζί τους το θάνατο, ένα μαύρο, πηχτό σκοτάδι που σε τύλιγε σαν ομίχλη βαριά.
Ένα ζευγάρι μάτια σαν καθρέφτες τοποθετημένοι περιμετρικά σε στρογγυλο δωμάτιο, να αντικατοπτρίζουν τους χειρότερους εφιάλτες σου που τις νύχτες στοιχειώνουν τον ύπνο σου.
Ένα ζευγάρι μάτια αλήτικα, άφοβα, ανεξέλεγκτα που δε σταματάνε πουθενά, παράνομα και μπλεγμένα σε εγκλήματα που ζήλεψα.
Ένα ζευγάρι μάτια σκέτο ναρκωτικό από εκείνα τα σκληρά που δεν μπορείς ποτέ να ξεμπλέξεις και που η μοίρα που σε προορίζουν είναι μονάχα μία.
Εκείνο το ζευγάρι μάτια που με ταξίδεψε στους φόβους μου, με τράβηξε από το χέρι δυνατά να πολεμήσω και να νικήσω.
Τα δικά σου μάτια...

Χριστούγεννα

Χριστουγεννιάτικα στολισμένα δέντρα, λαμπάκια κίτρινα που θυμίζουν κεριά ή λυχναράκια - δεν μπορώ να διαλέξω - μαζί με αστέρια τεράστια απιθωμένα και κρεμασμένα παντού, τραγούδια χαρούμενα ακούγονται στους δρόμους, φωτογραφίες αγαπημένες με πρόσωπα κοκκινισμένα από το κρύο και κάτι χαμόγελα τρελά. Σαν έρωτας σε μεθάει αυτή η γιορτινή ατμόσφαιρα, σαν παλιό γλυκό κόκκινο κρασί. Κρατώ το χέρι σου σε μια βόλτα στην πόλη που θυμίζει πάρκο χαράς, λούνα παρκ, παιχνίδι. Πόσο μου αρέσουν τα Χριστούγεννα! Σε σένα όχι, αλλά δεν πειράζει. Σημασία έχει ότι γελάμε και θα τα περάσουμε μαζί, πίνοντας το πρωί καφέ σε εκείνες τις κόκκινες κούπες με την αστεία ανάγλυφη φατσούλα του Αγίου Βασίλη που εσύ λες δεν υπάρχει, αλλά εγώ τον έχω δει. Τι επειδή το δώρο μου ήρθε πολύ πριν τις γιορτές; Ε και τι έγινε; Εγώ του χρωστώ ένα ευχαριστώ, ζεστά, χειροποίητα κουλουράκια και ένα ποτήρι φρέσκο γάλα. Γιατί θα έρθει και φέτος κι ας είναι με τα χέρια άδεια. Θα καθίσει στην κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς - που έχει από χρόνια φύγει κι απλά κρατάμε τη θέση της εκεί για να νιώθουμε την παρουσία της - ανάμεσα στο τζάκι και το Χριστουγεννιάτικο έλατο με τα λευκά και κόκκινα στολίδια. Εγώ θα καθίσω στο χαλί, θα αλλάξουμε δυο ματιές και δυο χαμόγελα και θα φύγει. Δε χρειάζεται να ευχηθώ τίποτα, ούτε κάτι να του πω. Ξέρει εκείνος.
Έτσι που λες. Χριστούγεννα, είτε με χιόνι είτε χωρίς μια γιορτή αγάπης, μια χαρούμενη νότα, μουσικές αστείες, παιδικές, σαν το χαμόγελό σου το αγνό και τα καθάρια μάτια σου που ονειρεύονται παραμύθια. Σαν το φως που περιγράφει το πρόσωπό σου όταν με κοιτάς. Τι άλλο να ζητήσω; Αυτό μονάχα φτάνει. Δεν έχω ανάγκη από δώρα ακριβά, από ταξίδια, από χρήματα, ούτε από κουβέντες βαρύγδουπες. Τη ζεστασιά του χεριού σου, όταν κρατά το δικό μου κι αυτή την απροσδιόριστη ευτυχία και τις πεταλούδες στο στομάχι. Μετρώ τις μέρες ως τα Χριστούγεννα στο χτύπο της καρδιάς σου, σαν με κρατάς αγκαλιά.
Καλές γιορτές, αγάπη μου.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Σχέση για το Σαββατοκύριακο

Αν μου λείπει κάτι, εκείνα τα βράδια της Παρασκευής που μένω σπίτι μετά από μια κουραστική εβδομάδα στη δουλειά, είναι το πράσινο χρώμα των ματιών σου. Θυμίζει λιβάδια απάτητα και θέλω τόσο να τα περπατήσω, να χαθώ εκεί, να χαλαρώσω, να αφεθώ... Έτσι μονάχα να κοιτάζω τα μάτια σου, να μπαίνω σε ένα όνειρο, να ζω το παραμύθι.
Να με κρατήσεις στην αγκαλιά σου, να μου χαμογελάσεις κι όλα να εξαφανιστούν. Να μείνουμε μόνοι σε τούτο τον κόσμο για μια στιγμή που θα μοιάζει αιωνιότητα. Να ταξιδεύω στα μάτια σου, να νιώθω στο χτύπο της καρδιάς σου, να ονειρεύομαι με τη φωνή σου που θα μου σιγοτραγουδάει μελωδίες ροκ, να αφήνομαι απλά στα χέρια σου που απαλά χαιδεύουν το κορμί μου. 
Για μια στιγμή μονάχα, εκείνα τα έρημα και κουρασμένα βράδια της Παρασκευής, που ο απολογισμός μιας αχανούς εβδομάδας με ταλαιπωρεί περισσότερο από την ίδια. Εκείνα τα σκοτεινά βράδια Παρασκευής που πάλεψα τόσο με το χρόνο, με τους ανθρώπους και με τους δρόμους για να καταφέρω να γυρίσω σε ένα άδειο και κρύο σπίτι.
Ξέρω, το Σαββατοκύριακο θα είσαι όλος δικός μου. Θα χοροπηδώ σα μικρό παιδί στην άφιξή σου, θα μου γελάς, θα διασκεδάζουμε, θα μου μιλάς για τις μέρες που δεν ήμασταν μαζί, πώς ήταν και πόσο σου έλειψα, θα τραγουδάμε φάλτσα μέσα στο αυτοκίνητο σε διαδρομές ανέμελες, σε εκδρομές ανήσυχες, θα με φιλάς και το πάθος θα μου κόβει την ανάσα - ας πεθάνω σ' αυτό το φιλί, δε με νοιάζει - και ταυτόχρονα θα σ' ερωτεύομαι ξανά κάθε φορά από την αρχή, θα γεμίζεις το σπίτι, το κρεββάτι μου, θα ζεσταίνεις την καρδιά μου και τα κρύα χέρια μου ανάμεσα στα δικά σου, δε θα μπορούμε να ξεκολλήσουμε ο ένας από τον άλλο. Μέχρι το βράδυ της Κυριακής, που θα σου δίνω ένα πικραμένο φιλί αποχαιρετισμού και μια υπόσχεση αναμονής για το επόμενο Σαββατοκύριακο, που θα είναι ακόμη πιο υπέροχο - αυτό μπορώ να το ορκιστώ. Κι ύστερα πάλι μια κουραστική εβδομάδα.
Έτσι είναι η σχέση μας. Ένα ευχάριστο διάλειμμα κάθε τέλος της εβδομάδας. Ένα ευχάριστο διάλειμμα από τη ρουτίνα, την καθημερινότητα, την κούραση της δουλειάς, τον εκνευρισμό με το συνάδελφο, τους λογαριασμούς, τους φίλους και τα στέκια.
Μα ως πότε θα είσαι ένα διάλειμμα; Έχω αρχίσει να βαριέμαι. Εγώ θα' θελα να είσαι εδώ όλες τις μέρες της εβδομάδας. Να μοιραζόμαστε τα άγχη και το γέλιο, να μοιραζόμαστε το ίδιο κρεββάτι, να αναπνέουμε τον ίδιο αέρα, να περπατάμε τους ίδιους δρόμους. Να ταξιδεύουμε μαζί σε όνειρα κι εφιάλτες, να παραπαίουμε ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση με το ίδιο πάθος που αγγίζουμε τον έρωτα. Έλα μαζί μου. Να δημιουργήσουμε κάτι δυνατότερο από το διάλειμμα, κάτι που μπορεί να διαρκέσει όσο μια μικρή αιωνιότητα μάθησης. Να φτιάξουμε ένα πανεπιστήμιο αντοχών, ασημόσκονης, ζαχαρωτών, ελπίδων, απαιτήσεων, τσακωμών, αγάπης. Σύντροφο ψάχνω και συνένοχο, όχι ένα διάλειμμα.
Σε θέλω τώρα.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Χωρίς δεκανίκια

Δεκανίκια δε χρειάστηκα ποτέ. Μήτε θα χρειαστώ. Στο λέω. Να το ξέρεις και στο μυαλό σου να το βάλεις καλά. Κι αν κλάψω ποτέ δε θα το μάθεις. Κι αν ουρλιάξω μόνη στην απελπισία μου δε θα με ακούσει κανείς. Στον πόνο και στις μάχες πάντα όρθια. Δε θέλω στήριγμα κανένα. Δεν προσκυνώ. Ελεύθερη ως το τέλος. Σαν πουλί που γλιστρά από το κλουβί του. Στο άγνωστο, ναι. Μα τι να τα κάνω τα χρυσά κλουβιά και τα δεσμά; Τάχα πως είμαι προστατευμένη; Όχι. Κάλλιο ο φόβος για το άγνωστο κι ο κίνδυνος, το ρίσκο. Και στην αγάπη έτσι είναι. Το πάθος να ζητάς, καρδιά μου. Όχι μονάχα τη συνήθεια. Εκεί είναι η ομορφιά. Στα χέρια που σε αγκαλιάζουν σαν να μην υπάρχει αύριο και σε σφίγγουν ώσπου να σου κοπεί η ανάσα. Στα μυαλά που αδυνατούν να συγκεντρωθούν σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τη μορφή σου. Στα χείλη που προτιμούν να πεθάνουν με ένα σου φιλί. Στα ρολόγια που γυρίζουν γρήγορα γιατί ο χρόνος μακριά σου είναι μαχαίρι κοφτερό.
Έτσι που λες. Στηρίγματα στη ζωή θα βρεις πολλά. Άλλα απλώς θα είναι εκεί να παριστάνουν το δεκανίκι σου και μέσα τους θα γελούν με την αναπηρία σου. Άλλα θα μένουν εκεί, να τα έχεις ανάγκη μια ζωή, σαν παράσιτα να ρουφούν τη δύναμή σου και ποτέ ξανά όρθιος να μη σταθείς, να μην περπατήσεις. Δεν τα θέλω. Ούτε καν εκείνα που θα έχουν σκοπό ιερό και άγιο κι αγαπημένο. Γιατί πολεμάω μόνη. Έτσι έμαθα από παιδί. Όχι αλητείες. Όχι. Μονάχα να πηγαίνω μπροστά. Να προχωρώ.
Τι θα πεις δε με νοιάζει. Αλήθεια. Δεκάρα δε δίνω. Όταν σου έπρεπε να μιλήσεις σιωπούσες. Τώρα είναι αργά. Τελείωσα εγώ. Δεν έχει πίσω γυρισμό. Δεν με έμαθες. Δεν σε έμαθα. Δυο άγνωστοι που κάποτε συναντήθηκαν, τα είπανε λιγάκι κι αλλάξανε κατεύθυνση. Σε αφήνω να πεις τη δική σου ιστορία. Τη δική μου την ξέρω εγώ και φτάνει. Κι αν με κρίνουν οι άνθρωποι, ποτέ μου δε με ένοιαζε μήτε και τώρα. Γιατί κανείς δεν είναι εγώ. Κανείς δεν είδε, δεν ένιωσε, δεν ξέρει. Κι έτσι δικαίωμα δεν τους δίνω κανένα. Οι άνθρωποι λένε. Πάντα έλεγαν. Εγώ τα αυτιά μου κρατώ κλειστά στις σειρήνες. Και δεν έχω ανάγκη από τραγούδια μαγεμένα, όπως δεν έχω ανάγκη τις πατερίτσες της "αγάπης" κανενός. Επιβιώνω έτσι κι αλλιώς. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ζω κι αλλάζω.
Στα χέρια μου ένα όπλο. Η σιωπή. Στο μυαλό μου άλλο ένα. Τα όνειρα. Δεν έχω μάθει να ξεχνώ. Δεν έχω μάθει να φοβάμαι. Δεν έχω μάθει να ελπίζω σε χίμαιρες. Μονάχα ελεύθερη και στα πόδια μου να στηρίζω το βάρος της ύπαρξής μου. Κι ό,τι γίνει. Τις ευθύνες μου τις αναλαμβάνω και τα προβλήματα έμαθα να τα λύνω. Γιατί σε αυτή τη μια ζωή που έχω να ζήσω, έχω ένα χρέος μονάχο. Χρωστώ στον εαυτό μου να γίνω ευτυχισμένη. Να βρω εκείνο τον παράδεισο, εκείνο το τέλειο, να αγγίξω το όνειρο. Και θα το κάνω. Εδώ θα είσαι και θα το δεις. Γιατί δεν ήμουν και δε θα' μαι ποτέ ένα από εκείνα τα καλοκουρδισμένα γρανάζια που γυρνούν στη μηχανή. Ελαττωματική τόσο πολύ, μια αλλόκοτη σύνθεση, ένα συνονθύλευμα που μοιάζει τέλειο. Λίγο αναρχικά φτιαγμένη, διαμαρτύρομαι για όσα δε μου κάνουν και κυνηγώ αυτά που θέλω. Έτσι φαντάσου, έναν ανταρτοπόλεμο στον έρωτα. Δε σπάμε βιτρίνες αλλά προκαταλήψεις. Απελευθερώσου. Πέτα τις πατερίτσες κι έλα να τρέξουμε στο δρόμο.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Χειμωνιάτικη νύχτα

Στις κρύες νύχτες του χειμώνα που το κρεβάτι μοιάζει πιο άδειο και ακόμη περισσότερο κρύο, παλεύεις με τα σεντόνια, που ακόμη για κάποιον παράξενο λόγο μυρίζουν το άρωμά της. Κοιτάζεις το άδειο μαξιλάρι δίπλα σου και βλέπεις το πρόσωπό της, εκείνο που σου χαμογελούσε το πρωί, όταν άνοιγες δίπλα της τα μάτια σου, πάντα θυμωμένος γιατί μισούσες το πρωινό ξύπνημα. Εκείνο το χαμόγελο σα βάλσαμο, ο πιο όμορφος τρόπος να ξεκινήσεις τη μέρα σου μαζί με το πρωινό μαζί της, έναν καφέ φτιαγμένο με αγάπη από τα χέρια της, ένα χάδι στο πρόσωπό σου κι ένα φιλί της πάντα γλυκό κι ας είχε γεύση νικοτίνης. Το πρώτο τσιγάρο της μέρας, το πιο εθιστικό, το πιο αναγκαίο, το φιλί της ήταν.
Κάτι να έχεις να σκέφτεσαι όλη την υπόλοιπη ημέρα και να περιμένεις ανυπόμονα τη στιγμή που θα γύριζες κοντά της.
Και τώρα μόνος... Πρώτη φορά μετά από χρόνια, χωρίς το άρωμα των μαλλιών της στο μαξιλάρι δίπλα σου, χωρίς τη μορφή της να περιφέρεται στο χώρο, χωρίς τα μάτια της που σε κοίταζαν σαν να' χε συμπυκνωθεί ο κόσμος όλος στη δική σου μορφή, χωρίς το κορμί της στα χέρια σου να στριφογυρνάει, χωρίς το άγγιγμά της που αναστάτωνε την πλάση σαν αέρας, χωρίς το πάθος για ζωή κι έρωτα στη φωνή της.
Είχες ξεχάσει να την αγαπάς, να της το λες, να της το δείχνεις. Είχες ξεχάσει πόσο σημαντική ήταν για σένα, μέχρι που έπαψε να είναι εδώ.
Δεν μπορείς να θυμηθείς τη φωνή της καλά, πάει τόσος καιρός που δεν την ακούς. Είχε όμως έναν παλμό, μια μελωδία, ένα ρυθμό που θύμιζε τραγούδι ροκ. Λίγη απελπισία, λίγη επιτακτική ανάγκη να τη νιώσεις, έτοιμη να κραυγάσει κι όμως τόσο ήσυχη.
Ανάβεις ένα τσιγάρο, γιατί απόψε οι αναμνήσεις χτυπάνε την πόρτα κι εσύ θέλεις τόσο να ανοίξεις. Όταν γεμίσει το δωμάτιο καπνό και βλέπεις μόνο λίγο φως μες στην ομίχλη, όταν η ανάσα σου θα πνίγεται κι ο λαιμός σου θα πονά, με τη φωνή σου βραχνή θα σκεφτείς άλλη μια φορά να την πάρεις τηλέφωνο. Ίσως ακόμα τα δάχτυλά σου να πληκτρολογήσουν τον αριθμό της μα πριν ακόμα καλέσει θα κατεβάσεις το ακουστικό.
Με ποιο δικαίωμα να την πληγώσεις πάλι, με ποιο δικαίωμα να ζητήσεις συγγνώμη κι άλλη μια ευκαιρία, με ποιο δικαίωμα όταν το μόνο που σου ζήτησε ποτέ, ήταν λίγη σημασία ανάμεσα σε όλα εκείνα που εσύ θεωρούσες πάντα δεδομένα και υποχρεωτικά ενώ εκείνη βούλιαζε στην αναμονή της στέψης της σε προτεραιότητά σου...
Βάζεις στο ποτήρι ένα ουίσκυ, εκείνο που πάντα μισούσε. Θα ρίξεις μια τελευταία ματιά στις παλιές σας φωτογραφίες πριν τις διαγράψεις, θα ακούσεις το αγαπημένο της τραγούδι, θα σκεφτείς πόσο την αγάπησες με εκείνο το δικό σου τρόπο - που δεν ήξερε πώς να της το πει, πώς να της το δείξει, πως να συμβιβάσει τα θέλω και τις απαιτήσεις σου, τις συνήθειές σου με τα όνειρά της - κι ύστερα θα ανοίξεις το παράθυρο να φύγει ο καπνός, θα της πεις καληνύχτα και θα την αφήσεις ελεύθερη να βρει την ευτυχία με κάποιον που θα θέλει και θα μπορεί να της δώσει αυτά που ψάχνει.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Συγγνώμη

Πόσες συγγνώμες να ζητήσω, όταν νιώθω πως δεν τις αξίζω; Πόσες φορές να παρακαλέσω για συγχώρεση, όταν εγώ δε θα σου τη χάριζα σε καμία περίπτωση; Στο είπα πως είμαι σκληρή. Πως μπορώ να σε πληγώσω είτε κατά λάθος είτε επίτηδες. Και το πιο σημαντικό είναι πως η συγχώρεση δεν ανήκει στα προτερήματά μου. Και να τώρα εδώ, που τα έχω κάνει όλα λάθος. Εγώ που λάθη δεν έκανα ποτέ. Η τέλεια, η αλάνθαστη... Γι' αυτό δεν ξέρω πώς να τα διορθώσω. Δεν το είχα ξανακάνει. Βλέπω πως ξέχασα πώς να φέρομαι γιατί με πνίξανε τα πρέπει και τα χρέη και τώρα τα θέλω μου επαναστάτησαν και βιάζονται κι εγώ πληγώνω τους ανθρώπους που νοιάζομαι.
Τώρα ο θυμός σου ηχεί στα αυτιά μου, σαν κραυγή και το δίκιο σου κοφτερό σα μαχαίρι στα χέρια μου. Χίλιες φορές να το είχες κάνει εσύ αυτό το λάθος. Η αναμάρτητη φύση μου θα το έκανε πιο εύκολο να σε δικάσω, να σε καταδικάσω και να τελειώνουμε, παρά να παλεύω να με συγχωρήσεις.
Δεν θέλεις καν να σου ζητήσω συγγνώμη. Φταίξαμε κι οι δυο λες. Σαν να με έχεις συγχωρήσει από την αρχή. Σαν να έχω πάρει άφεση. Πώς γίνεται; Εγώ βλέπω, πως το φταίξιμο είναι μονάχα δικό μου κι αυτό με τρελαίνει, με ντροπιάζει, σκύβω το κεφάλι, δεν αντέχω να σε δω στα μάτια. Κι ενώ ντρέπομαι, η εγωίστρια μέσα μου απορεί, φωνάζει και εκρήγνυται... Δηλαδή τόσο ανώτερος είσαι πια, τόσο υπεράνω, ή μήπως τελικά δε σε νοιάζει και πολύ;
Κι είμαι στ' αλήθεια τόσο μετανιωμένη και τρομαγμένη πως έχω χάσει το παιχνίδι. Το δικό μας παιχνίδι...
Ξέρεις πόσο φοβάμαι. Είμαι δειλή και κρύβομαι πίσω από την αιώνια φλυαρία μου και καμουφλάρω την αμηχανία μου μέσα σε κάτι που όλοι λένε δυναμισμό και ρίσκο. Θα έκανα τα πάντα για τη σιγουριά πως πάει, πέρασε και ξεχάστηκε ήδη. Μα έλα που εγώ δεν μπορώ να το ξεχάσω. Έλα που νιώθω πως άφησε ένα μικρό ράγισμα ή ίσως μια μεγάλη ρωγμή σε κάτι που έμοιαζε τόσο φρέσκο, τόσο γλυκό, τόσο πολλά υποσχόμενο. Να' ναι οι τύψεις άραγε;
Εγώ ακόμη πιστεύω στα θαύματα... Δείξε μου ένα δρόμο να περπατήσουμε μαζί, έναν καινούριο, δίχως λάθη, δίχως ανάγκη για συγγνώμες...

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Αψεγάδιαστο

- Ψάχνεις το τέλειο, εκείνο που δεν υπάρχει και δε θα υπάρξει ποτέ. Δεν υπάρχει τίποτα αψεγάδιαστο, πουθενά δε θα ανακαλύψεις την τελειότητα. Ανικανοποίητη πάντα θα' σαι, γιατί δεν βρίσκεις αυτό που τόσο θέλεις, αυτό που με μανία αναζητάς. Δυστυχισμένη, γιατί αυτή είναι η μοίρα του ανικανοποίητου, και δυστυχισμένους θα κάνεις τους γύρω σου. Αυτούς που σε αγάπησαν, θα τους κατηγορείς γιατί δεν μπορούν να σου δώσουν το απόλυτο που ζητάς απελπισμένα και εκείνοι θα παλεύουν γογγύζοντας χωρίς να μπορούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις σου.
Δεν έμαθες ποτέ να συμβιβάζεσαι. Να κατεβάζεις λίγο τον πήχυ.
Εσύ, λες, είσαι ελεύθερη, εγώ σε λέω κακομαθημένη.
Ως ένα βαθμό κάποτε θαύμαζα τον τρόπο που ονειρευόσουν. Τώρα μπορώ να πω με τρομάζει. Πρώτα θύμιζες παιδί που ζητά ν' αγγίξει τον ήλιο, τόσο χαριτωμένο κι αφελές. Όσο τα χρόνια περνούν, σε βρίσκω επικίνδυνη, εσένα, το μυαλό σου που νομίζω δεν ωριμάζει, κι εκείνη την αφέλεια που δεν αλλάζει. Τι θ' απογίνεις απορώ. Δεν μπορείς να παλεύεις για πάντα με δράκους και να ονειρεύεσαι παραμύθια, έρωτες, πρίγκιπες. Μεγάλωσες πια αγάπη μου. Πέρασαν τα χρόνια, έπρεπε να έχεις αλλάξει...

Αυτά και άλλα τόσα στυγνά μου καταμέτρησες. Με κατηγόρησες, με πλήγωσες, μα δεν κατάλαβες ποτέ. Για κάθε άνθρωπο το τέλειο είναι διαφορετικό. Το δρόμο προς την τελειότητα έψαχνα πάντα. Το ζω το παραμύθι μου και το κρατώ ζωντανό όσο θέλω. Γιατί μπορώ. Το τέλειο το είχα ήδη συναντήσει κι αγαπήσει. Εσένα μικρέ, γλυκέ κι ανόητε πρίγκιπά μου. Εκείνο το χαζό μουσάκι, τα χοντρά κοκκάλινα γυαλιά σου, εκείνη την ουλή στο μπράτσο σου, το σφίξιμο των χειλιών σου όταν νιώθεις αμήχανα... Γιατί το κάθε σου μικρό η μεγαλύτερο ελάττωμα σε κάνει ιδιαίτερο, μοναδικό, σε φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην τελειότητα. Είσαι δικός μου, σαν να φτιάχτηκες μονάχα για μένα κι εγώ μονάχα για σένα. Σαν να βγήκε μονάχα ένα ζευγάρι από τούτο το εργοστάσιο. Και δεν παλεύω πια με δράκους, το κάνεις εσύ για μένα. Εγώ φροντίζω να κλείνω τις πληγές που μπορεί να σου άνοιξαν εκείνοι.
Καλημέρα αγάπη μου. Όταν μιλάς για αστέρια, έρωτες, μουσικές, ρομάντζα, όταν μιλάς για τελειότητα, τα μάτια σου βλέπω.

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Ζήλια

Προσπαθείς κάτι να μου πεις και δεν τα καταφέρνεις, μα εγώ δεν μπορώ να μαντεύω τη σκέψη σου. Βάζω με το νου μου τόσα πολλά και παράξενα γιατί ξέρεις πως η φαντασία μου οργιάζει. Δεν θα ήταν πιο εύκολο να μιλάγαμε ανοικτά, με ειλικρίνεια, να ήταν όλα ξεκάθαρα σαν ουρανός ασυννέφιαστος; Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, μάλλον όχι. Δε μας ωφελεί ούτε καν αυτό. Γιατί κανείς μας δεν ακούει, δεν εμπιστεύεται... 
Δε φταις μονάχα εσύ. Φταίει η παθολογική μου ζήλια. Φταίω που ζηλεύω τον αέρα που αναπνέεις, τους φίλους σου που μου στερούν την προσοχή σου ακόμη κι όταν είμαστε όλοι μαζί. Ζηλεύω το χρόνο που περνά κι είμαι μακριά σου, την ώρα της δουλειάς, εκείνο τον καφέ με τους γονείς σου, τις σκέψεις που απασχολούν το μυαλό σου όταν δε σκέφτεσαι εμένα. Αν ρίξεις τη ματιά σου σε άλλη γυναίκα ορκίζομαι θα σκοτωθώ. Εκείνη η άτιμη η ζήλια μου, που προσπαθώ να την κρατήσω σε καταστολή και δεν μπορώ. Κι εσύ να μη μου δίνεις λαβές και δικαιώματα, μα ό,τι κι αν κάνεις δεν μπορείς από το νου μου να βγάλεις αυτή τη μάστιγα. Πόσο θα κρατήσει όλο αυτό δεν ξέρω να σου πω. Βλέπω πόσο λάθος κάνω. Βλέπω πώς μας καταστρέφω και τους δυο.
Βλέπω, δε σου φτάνει κι εσένα να παλεύεις μαζί μου, μα παλεύεις και με τους δαίμονες μέσα σου, κι όταν παραφέρεσαι προσπαθείς να δικαιολογηθείς. Μα εμένα είναι στιγμές που με τρομάζεις. Κι όλο φοβάμαι το βλέμμα σου, σαν πέλεκυς θα πέσει πάνω μου σα θυμώνεις, σαν οργίζεσαι. Τα πράσινα μάτια σου πως σκοτεινιάζουν, τα φρύδια σου σμίγουν απειλητικά, βαριανασαίνεις, καθώς αρχίζεις να πνίγεσαι. Εγώ στο έκανα αυτό; Εσύ μου λες, συγχύζεσαι και πια υπομονή δεν έχεις. Δεν είναι μοναχά τα λόγια σου, που σκληρά και άπονα χτυπάνε, κάνουν τα αυτιά μου να βουίζουν, την καρδιά μου να σφίγγεται και πού και πού ένας πόνος με τρυπά. Είναι που χτυπάς βάναυσα την πόρτα πίσω σου σαν φεύγεις και μ' αφήνεις μόνη να τρελαίνομαι από τύψεις κι ενοχές για αυτό που σου κάνω, γι' αυτό που μας κάνω. Ξέρω έχεις δίκιο. Πόσο ν' αντέξεις να απολογείσαι κάθε στιγμή, να προσπαθείς να αποδείξεις τον εαυτό σου, την αγάπη σου. Μα τρελαίνομαι στη σκέψη πως μπορεί να μη γυρίσεις. Και μπήγω τα νύχια μου στα μπράτσα μου, αγκαλιάζοντας το κορμί μου με απελπισία, κλείνω τα μάτια μου σφιχτά και ουρλιάζω υστερικά και κλαίω και φοβάμαι...
Με βρίσκεις κάθε φορά γονατισμένη στο πάτωμα, κουλουριασμένη, βουβή να κοιτάζω την πόρτα περιμένοντας να την ανοίξεις, να σε δω να μου χαμογελάς συγκαταβατικά, να με κρατάς στην αγκαλιά σου σφιχτά, να με φιλάς γλυκά, απαλά και παθιασμένα, να μου ψιθυρίζεις στ' αυτί πως όλα θα διορθωθούν, πως όλα θα τα φτιάξουμε εμείς μαζί. Γίνεται, αλήθεια;
Δε σε ξέρω. Στο έχω πει; Τόσος καιρός και δε σε ξέρω. Σε ψάχνω, αναρωτιέμαι, σε φοβάμαι, λυπάμαι. Παλεύω να σε μάθω και ξεχνάω τον εαυτό μου. Στον αγώνα να βρω λίγο χρόνο και λίγο χώρο στη ζωή σου, να σε γνωρίσω καλύτερα ενώ κλείνεσαι μέσα στο καβούκι σου κι εξαφανίζεσαι. Κι εγώ σε θέλω δικό μου αποκλειστικά, ολοκληρωτικά... Κι όλο μου λείπεις πιο πολύ. Σαν όνειρο θυμάμαι πως κάποτε όλα ήταν αλλιώς. Κι ύστερα εκείνο το σαράκι άρχισε να με τρώει.
Θα στάξω λίγο αλκοόλ μες στο ποτήρι απόψε για να μπορέσω να κοιμηθώ. Ας ξημερώσει κι υπόσχομαι να ξεκινήσουμε απ' την αρχή. Είπες μπορούμε. Έτσι δεν είπες;

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Τα τείχη

Τι όμορφα τα λόγια σου, με ταξιδεύουν σε όνειρα, με ανεβάζουν σε ουράνια τόξα, νιώθω πως πετώ. Τα αστέρια μου φέρνεις στα χέρια και λαμπυρίζουν στη φούχτα μου, μονάχα δικά μου. Εκείνα τα μάτια σου πώς με κοιτάζουν, σαν να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος σε ετούτη τη γη, ο πιο όμορφος, ο πιο σημαντικός. Και τα χέρια σου πόσο γλυκά και τρυφερά μ' αγγίζουν, σαν από πορσελάνη να έχω φτιαχτεί κι εσύ φοβάσαι μη με σπάσεις, μα συνάμα πώς μπορούν και μ' αγκαλιάζουν έτσι στιβαρά και φτιάχνουν γύρω μου έναν κόσμο ολάκερο και τόσο ασφαλή. Τα χείλη σου φιλούν γλυκά, θυμίζουν κάτι μελωμένο κι έχουν μια γεύση που σαν να τη γνώριζα πάντα και να την αγαπούσα.
Πόσο καιρό μου πήρε να χτίσω εκείνα τα θεόρατα τείχη που ορθώνονταν ανάμεσα σε μένα και τους ανθρώπους; Χτισμένα με φόβο να εμπιστευτώ ξανά, γιατί κάποια στιγμή προδόθηκα, με πληγές που κάποτε πόνεσαν πολύ κι άφησαν βαθιές ουλές στο κορμί μου, με κόπο και θυσίες που έφτιαξαν ρόζους στα χέρια μου, σε ένα βωμό που θυσίασα κομμάτια από την ψυχή μου για την αγάπη.
Πόσο γρήγορα με έπεισες να γκρεμίσω με ευκολία καθετί που με κρατούσε προστατευμένη από ένα καινούριο ασίγαστο πάθος, έναν έρωτα τρελό, ένα παιχνίδι δίχως όρια; Άρπαξα με βία και με τα γυμνά μου χέρια κι αποδόμησα κάθε λιθαράκι που πρόσθετα τόσο καιρό με προσοχή. Όλα μαζί ένας σωρός για τα σκουπίδια. Ελεύθερη πια!
Και μόλις τελείωσα κι είπα ήρθε η ώρα να γείρω λίγο την αποκαμωμένη μου καρδιά για να ξεκουραστεί, να ανασάνω πια, πως βρήκα το λιμάνι μου το απάνεμο να δέσω τους κάβους μου, μου λες με ένα δάκρυ πως φοβάσαι.
Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για μας, δεν είσαι έτοιμος, δε φταίω εγώ μα όλο το χρέος είναι δικό σου. Οι συγκυρίες μου λες, τα περασμένα που δεν μπόρεσες να ξεχάσεις. Δεν μπορείς τελικά να μου δώσεις τον κόσμο που μου έταξες με τόσο ενθουσιασμό, να με κρατήσεις απ' το χέρι και να περπατήσουμε καινούριους δρόμους γιατί το άγνωστο σε τρομάζει, γιατί στο μέλλον βλέπεις το σκοτάδι του παρελθόντος, γιατί το ίσως σε στοιχειώνει.
Κι εγώ μαζεύω πάλι τα μανίκια ως τους αγκώνες, τα σκονισμένα μου χέρια πονάνε, μα βρίσκουν τη δύναμη να σηκώσουν ξανά τις πέτρες μια προς μια και αρχίζουν να χτίζουν πάλι από την αρχή, ακόμα μια φορά, ακόμα πιο ψηλά...

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Τα τιτιβίσματα

Σε μια αίθουσα αναμονής, καθισμένη στο μαύρο δερμάτινο καναπέ βουλιάζω χαμένη στη σκέψη και το άγχος μου. Γύρω μου κάτι κυρίες μεγάλης ηλικίας τιτιβίζουν αδιάκοπα ανούσια θέματα της καθημερινότητας, κακεντρεχή σχόλια για οτιδήποτε ξένο ή άγνωστο. Θέλω απεγνωσμένα να κλείσω τα αυτιά μου σε αυτή την απεριόριστη βαβούρα ή να σηκωθώ και να ουρλιάξω, αλλά οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν.
Πόσες ώρες εδώ, ή μήπως μέρες. Στην αναμονή ο χρόνος χάνει το νόημά του. Δε μετριέται το ίδιο.
Τα φώτα στο ταβάνι πού και πού τρεμοπαίζουν.
Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην ανάσα μου, να ρυθμίσω το χτύπο της καρδιάς μου, όπως μου είχες μάθει κάποτε, για να ηρεμήσω και να αδειάσω τη σκέψη μου, μα νιώθω σαν ξεκούρδιστο παλιό ρολόι.
Τα μαλλιά μου, πιασμένα ψηλά για να μην με ενοχλούν, μα πονά το κεφάλι μου όπως τα σφίγγω μανιασμένα. Τα μάτια μου φαντάζουν μεγαλύτερα όπως περιτριγυρίζονται από δυο τεράστιους μαύρους κύκλους. Νιώθω αποκαμωμένη σα να πάλευα όλη μέρα στα κάτεργα. Τα χέρια μου τρέμουν σα να κουβαλούσα πέτρες ολημερίς, τα χείλη μου στεγνά. Οι τοίχοι γύρω μου κλείνουν και το δωμάτιο γυρίζει. Πρέπει να συγκρατήσω το φόβο μου, που ετοιμάζεται να γίνει πανικός και να με τυλίξει. Νιώθω το θώρακα μου σαν κλουβί, να κλείνει ολοένα και περισσότερο, φυλακή, να με σφίγγει, την καρδιά μου να πονά  να πνίγεται, όπως η ανάσα στο λαιμό μου κι εκείνος ο λυγμός που κρατώ απ' την αρχή. Μην ξεφύγει κι η ανησυχία γίνει βεβαιότητα.
Ύστερα έσβησαν όλα. Μόνο σκοτείνιασε. Δεν κατάλαβα, μήτε ένιωσα κάτι.
Κι οι κυρίες συνεχίζουν να τιτιβίζουν ενώ βουλιάζω πιο βαθιά στον καναπέ που με ρουφά σα μαύρη τρύπα.
Νιώθω ένα χάδι στο κεφάλι μου, μια δροσιά στα μάγουλα μου και μια φωνή να λέει "Δεν είναι τίποτα. Λιποθυμήσατε. Μάλλον από την κούραση. ".
Η φωνή μου κάτι θέλει να πει μα δεν ακούγεται τίποτα καθώς κινώ τα χείλη μου. Νιώθω ξανά αδύναμη και μικρή.
Θα περιμένω απλά. Μπροστά στο χρόνο είμαι μονάχα μια κουκκίδα. Στην αναμονή που δεν μπορώ να μετρήσω,  σαν ένα στίγμα.
Σε λιγάκι - έτσι νομίζω, λιγάκι ήταν σε σύγκριση με πριν - ένα χέρι τείνει προς το μέρος μου.
"Πάει. Τελείωσε. Τώρα μπορείτε να περάσετε να τον δείτε μια τελευταία φορά. Να τον αποχαιρετίσετε. ".

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Αμηχανία

Καθισμένη σε ένα παγκάκι, με τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μετά το ψιλόβροχο, κοιτώντας τα φύλλα που πέφτουν αργά από τα κλαριά των δέντρων και φτιάχνουν ένα όμορφο καφέ φθινοπωρινό χαλί στα πόδια μου, ενώ αυτός ο ήλιος που δεν περίμενα χαϊδεύει το πρόσωπό μου κι ένα γλυκό αεράκι ψιθυρίζει στα αυτιά μου.
Κι όπως έχω αδειάσει το νου μου από όλα, από όνειρα, ελπίδες, φόβους, αναμνήσεις, ερωτήματα κι έχω χαλαρώσει το κορμί μου, με τους ώμους μου σκυφτούς να παρατηρώ τα πουλιά που πειραματίζονται με τις πτήσεις τους σε μια προσπάθεια να φτάσουν την τελειότητα, σε ένα αδιάκοπο παιχνίδι, μια σκιά μου κρύβει τον ήλιο και νιώθω λίγο θυμωμένη σαν άλλος Διογένης.
Μέχρι τα μάτια μου να συνηθίσουν την αντηλιά για να γνωρίσω τη μορφή σου θα περιοριστώ στον ήχο της φωνής σου. Μου είχες λείψει.
Κι όταν το χέρι σου προσγειωθεί απαλά στο μάγουλο μου γέρνω το κεφάλι μου να νιώσω αυτό το χάδι που από καιρό είχα ονειρευτεί.
Κι αναθεματίζω ετούτη την αμηχανία που με τρομάζει, με ακινητοποιεί, με συμπιέζει τόσο που χωράω μέσα από μια χαραμάδα. Δεν ξέρω πως το κάνεις αυτό. Το χαμόγελο στα χείλη μου παγώνει, μένει εκεί, σχεδόν ζωγραφισμένο σαν του Τζόκερ. Ώσπου να φτάσουν από το νου μου οι λέξεις κι οι εικόνες στα χείλη μου κάτι παράδοξο κι ανεκδιήγητο συμβαίνει, χάνονται κάπου στο δρόμο; Δεν ξέρω. Μπλέκονται μεταξύ τους κι ύστερα δε βγαίνει νόημα κανένα; Μπορεί κι αυτό να συμβαίνει. Σημασία έχει πως δεν μπορώ να συντονίσω τίποτα, εγώ που τα είχα πάντα όλα υπό έλεγχο.
Δεν μπορώ να σε κοιτάξω στα μάτια. Δεν τολμώ.
Κι από το φόβο της σιωπής λέω ασυναρτησίες, με τα μάτια μου να αποφεύγουν τα δικά σου σαν τον ίδιο το διάβολο, με το κεφάλι μου τόσο στέρεα τοποθετημένο να κοιτάζει το υπερπέραν και με φορεμένες παρωπίδες να μη γυρνά να σε αντικρύσει. Μόνο όταν κι εσύ κοιτάζεις κάπου αλλού προφταίνω μια ματιά στα κλεφτά.
Τα χέρια μου τρέμουν κι εγώ προσπαθώ να το κρύψω, η φωνή μου το ίδιο. Εκείνο το τσιγάρο το τινάζω ξανά και ξανά δίχως νόημα και ξεφυσάω απελπισμένη. Ρωτάω που και που όλα τα ανώδυνα και αδιάφορα κι ύστερα σωπαίνω. Μα κι εσύ, κάνε κάτι να με βγάλεις από αυτή τη δύσκολη θέση. Θέλω να σ' αγγίξω κι ύστερα το ξανασκέφτομαι. Μόλις απλώνω λίγο το χέρι μου, σταματώ και μαλώνω ενδόμυχα τον εαυτό μου.
Τι μου συμβαίνει; Σαν να ερωτεύομαι για πρώτη φορά. Και κοκκινίζω κιόλας. Απίστευτο μου φαίνεται. Σαν να έχω μεγαλώσει λιγάκι για τέτοια πράγματα. Δεν ξέρω η καρδιά μου αν αντέχει τις εφηβικές ετούτες συγκινήσεις.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Μετά...

Γίνεται η αγάπη φυλακή καμιά φορά, που σε δένει με αλυσίδες απ' την καρδιά και σε κρατά σφιχτά. Σε κρατά δέσμιο ακόμη κι αν βούλιαξες στη ρουτίνα και τη συνήθεια, ακόμη κι αν δεν υπάρχει τίποτα πια να σε γεμίζει, τίποτα άλλο να σε κρατά. 
Ύστερα θα μου πεις, όμορφη είναι η αγάπη. Μα σα δεν είσαι ελεύθερος, ποια η ομορφιά;
Φαντάσου ένα λουλούδι του αγρού που το έκοψες και το έβαλες σε ένα βάζο με νερό ή το ξερίζωσες και το φύτεψες σε μια γλάστρα. Θα' ναι το ίδιο σε εκείνο το λιβάδι ή στα χέρια σου;
Ξύπνησα ένα πρωινό από όνειρα παράξενα, από δαιμόνων συνεργείες και φαντασιοπληξίες. Ή καλύτερα έπρεπε να πω από πλεγμένα γαϊτανάκια του ασυνείδητου. Αναρωτήθηκα αν είναι αληθινή η αγάπη μας, αν είναι δυνατόν να αγαπιούνται τόσο πολύ οι άνθρωποι, αν είμαστε δυο στάλες νερού που έγιναν μια. Κι αν ναι πως θα χωρίζαμε ποτέ εμείς; Χωρίζει μια στάλα βροχής σε δυο άλλες; 
Θυμήθηκα ύστερα πόσος καιρός τώρα που κοιμόμαστε σε χωριστά κρεβάτια, που άλλα κορμιά ταξιδεύουν πάνω στα δικά μας κι άλλες αγκαλιές γίνονται απάνεμα λιμάνια, άλλα μάτια ψάχνουν επιβεβαίωση στο βλέμμα μας, άλλα χαμόγελα γεμίζουν την καρδιά μας. 
Την πήρα την απάντηση μου καιρό τώρα, απλώς καμιά φορά ξεχνάω. Δεν έχει σημασία την απόφαση ποιος πήρε. Δεν έχει σημασία ο χρόνος ή ο τρόπος. Όταν ανάμεσα μας μπήκε ένας τυφλός εγωισμός κι αφήσαμε τόσους τοίχους να υψωθούν ακέραιοι κι απροσπέλαστοι, όταν μοιράσαμε μαζί με την αγάπη μας κι εκείνες τις ατέλειωτες στιγμές μοναξιάς, όταν πάψαμε να πιστεύουμε στον απελπισμένο έρωτα κι αφήσαμε άλλους θεούς, επίγειους να απομυζούν την πίστη μας. Όταν θεωρήσαμε δεδομένα όλα τα όμορφα εκείνα δώρα που χαρίζαμε απλόχερα κάποτε ο ένας στον άλλο - δώρα που δεν κόστιζαν τίποτα απολύτως - όταν όλα τα ασήμαντα γίνανε προτεραιότητες και τα σημαντικά μπήκαν στο πίσω μέρος του μυαλού, τότε χάσαμε χρόνο χωρίς να καταλάβουμε πως η αγάπη είχε τελειώσει. 
Ίσως προλαβαίναμε ξανά να νιώσουμε από την αρχή, να γνωριστούμε πάλι, καλύτερα αυτή τη φορά, να θυμηθούμε όλα εκείνα που μας μάγευαν, μα όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να διεκδικήσουμε ξανά το συναίσθημα και τη ζωή που είχαμε ονειρευτεί μαζί, μας φάνηκε αστείο στην αρχή κι ύστερα κουραστικό γιατί είχαμε μάθει πια να μην προσπαθούμε ατέρμονα, να μην κοπιάζουμε. Νομίζαμε όλα εύκολα θα είναι και στην πρώτη δυσκολία το βάλαμε στα πόδια σα φοβισμένα παιδιά.
Βαρέθηκα να μοιράζω αρμοδιότητες, δεν θέλω να λογαριάσω θυσίες κανενός, τίνος το φταίξιμο, ποιανού τα χρέη. Ένα μονάχα ξέρω να σου πω, πως τώρα τέλειωσε, πάει, ξεχάστηκε ή θα ξεχαστεί μια μέρα. Τι κι αν σου έλειψα, τι κι αν μου έλειψες ή έτσι είπαμε κάποια στιγμή πάνω σε ένα μεθύσι. Δεν ξέρω τι μένει. Μάλλον ότι αποφασίσει ο καθένας να κρατήσει. Ίσως και τίποτα. Μπορώ και να τα σβήσω όλα μονοκοντυλιά. Μπορείς κι εσύ. Δεν ξέρω αν θέλεις. Έτσι είναι πάντα. Λίγο πριν σμίξεις κι όταν χωρίσεις. Η λογική χτυπά την πόρτα πριν αφήσει την καρδιά σου να γκρεμίσει ολόκληρο το σπίτι.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Στην αναμονή...

Στα σκοτάδια του μυαλού μου ανάβει πια μονάχα ένα φως. Μοιάζει με  εκείνο το μικρό, στο κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι μου, που συντροφεύει τη μοναξιά μου, τις νύχτες που κρατώ στην αγκαλιά μου ένα βιβλίο, που μιλά για έρωτες παθιασμένους, μοναδικούς, ανεξέλεγκτους κι ονειρεύομαι παραμύθια, τη ζωή που στερήθηκα, το άνοιγμα των φτερών μου και το πέταγμα σε έναν καλοκαιρινό, βραδινό ουρανό.
Ο νους μου κρεμασμένος στο τηλέφωνο που δε χτυπά. Κοιτάζω που και που μήπως δεν το άκουσα. Και περιμένω να με ψάξεις εσύ, να μ' αναζητήσεις σαν να με είχες ανάγκη για να αναπνεύσεις. Εσύ που δε νοιάστηκες ποτέ να με μάθεις, να με γνωρίσεις, να με αγαπήσεις όπως δε μ' αγάπησε κανείς, να με φροντίσεις όπως ούτε στα χέρια της μάνας μου δεν έζησα φροντίδα, να με κοιτάξεις στα μάτια σαν να είναι η τελευταία φορά που με βλέπεις, να μ' αγγίξεις σαν να μην υπάρχει αύριο, να μ' αγκαλιάσεις σαν παιδί που έκανε αταξία κι όμως το συγχωρείς, να μ' ερωτευτείς με ένα πάθος ασίγαστο και να το αφήσεις να μας κάψει και τους δυο.
Είναι κάτι έρωτες ανεκπλήρωτοι, που φωτίζουν τα βράδια μέσα στο μυαλό μας, σα λυχναράκια αχνοφέγγουν, ίσα ίσα για να μας θυμίζουν, πόσο διαφορετικά μπορεί να ήταν όλα αν αγαπούσαμε με τον ίδιο τρόπο, αν είχαμε μάθει να μη φοβόμαστε και να δίνουμε όλο μας το είναι, όλο μας το συναίσθημα.
Ξέρεις δε στραγγίζει η αγάπη, δεν αδειάζεις ποτέ γιατί γιγαντώνεται, σε πλημμυρίζει, ίσως να σε παρασύρει. Μα όπου κι αν σε πάει, εσύ τη ζεις.
Εσύ όμως μένεις να θυμάσαι πόσο πόνεσες κάποια στιγμή στο παρελθόν, που δε σου δώσανε αυτό που ζήτησες, που δε σε αγάπησαν με τον τρόπο που ήθελες και μου μιλάς για συγκυρίες και τρομάζεις μόνο στην ιδέα μήπως ξαναερωτευτείς, μήπως δοθείς ολοκληρωτικά...
Μα δε σκέφτηκες αλήθεια ποτέ, πόσο μπορεί κι εγώ να φοβάμαι;
Δεν αναρωτήθηκες που βρίσκω τη δύναμη και τη θέληση να ξεπεράσω τους φόβους μου μαζί σου;
Και μένω να περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο, ενώ βυθίζομαι στο παραμύθι που διαβάζω, γιατί κουράστηκα να περιμένω και να σε ψάχνω εγώ, γιατί κουράστηκα να παλεύω να σε μάθω, να σε καταλάβω, να σου δώσω χρόνο να πάψεις να φοβάσαι... Εμένα, τον έρωτα ή τον ίδιο σου τον εαυτό.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Ρυτίδες

Τα χρόνια περνούν σαν στάλες βροχής  γοργά και χωρίς να τα νιώσουμε. Μου λες γερνάμε,  μεγαλώνουμε. Φοβάσαι. Μα εγώ είμαι ευτυχισμένη. Κάθε ρυτίδα στο πρόσωπό σου με κάνει χαρούμενη κι αγαπώ τις γραμμές έκφρασης γύρω από τα μάτια και το στόμα σου. Αυτές που αγκαλιάζουν τόσο γλυκά το χαμόγελό σου κι αφήνουν τα ίχνη κάθε διασκεδαστικής στιγμής. Αγαπώ κι εκείνα τα σημάδια του κορμιού σου που θυμίζουν παιδικές αταξίες, εφηβικές ανοησίες, νεανικές αλητείες και σε ξεχωρίζουν από όλο τον κόσμο. Τη μοναδικότητα σου, τον τρόπο που με κάνεις να νιώθω, τον κόσμο που ανακαλύπτω κι εξερευνώ μαζί σου, τις στιγμές που είναι μόνο δικές μας σαν κρυφό, ένοχο μυστικό, τα μάτια σου τα ταξιδιάρικα που ονειρεύονται ανοιχτά ορίζοντες ξένους, μακρινούς, τα χείλη σου που φιλούν δίχως παρελθόν, δίχως αύριο, μονάχα στο τώρα σε μια ανάγκη να ζήσεις το παρόν δίχως φόβο, με ένα πάθος που τρομάζει πρώτα εσένα, τα δυνατά σου χέρια που με αγκαλιάζουν σφιχτά για να χορτάσουν τη στιγμή απελπισμένα μήπως χάσουν τούτο το οικείο, το γνώριμο, το αγαπημένο χάδι, το άγγιγμα που γεννήθηκαν για να δώσουν.
Μη φοβάσαι αγάπη μου. Τα χρόνια όμορφα περνούν κι αφήνουν πίσω αναμνήσεις γλυκόπικρες, γέλιο, δάκρυ, σμιλεύουν ρυτίδες, σημάδια ο χρόνος. Δεν είναι φθορά, δεν είναι παραίτηση. Είναι μάρτυρες μιας ζωής γεμάτης όπως μας πρέπει, όπως ονειρευτήκαμε.
Πες μια καληνύχτα στον καθρέφτη απόψε κι ερωτεύσου όπως εγώ εκείνα τα σημάδια.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Πόσο ακόμα;

Πόσο μπορεί να σου λείπει κάποιος που δε γνώρισες αληθινά ποτέ;
Πόσο μπορεί ν' ακούς τη βελούδινη φωνή του στ' αυτιά σου, σε κάθε τραγούδι;
Πόσο μπορείς να κοιμάσαι με τη μορφή του στο μαξιλάρι σου και να ξυπνάς με την ανάσα του στο πρόσωπο σου;
Πόσο μπορείς ν' αντέχεις όλα να έχουν τη γεύση του φιλιού του κι ο,τι σ' αγγίζει να μοιάζει στο χάδι του;
Πόσο ακόμα τα μάτια του παντού να σ' ακολουθούν, παντού να σε κοιτάζουν;
Πόσο ακόμα να είσαι μόνη μα να είσαι μαζί του;
Πόσο ακόμα να φοβάσαι να παραδεχτείς πως ερωτεύτηκες;

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Μάγισσα

Νύχτες με μια κόκκινη, αιματοβαμμένη πανσέληνο, τρέχεις σα μαινάδα σε μακρινά σταυροδρόμια, χαμένα στον ορίζοντα κι άγραφα στους χάρτες των ανθρώπων, φορώντας μια μακριά λευκή κεντημένη νυχτικιά που' χες κρυμμένη από χρόνια σε μαονένιο συρτάρι αρωματισμένο με αποξηραμένα κλωναράκια λεβάντας.
Τα μαλλιά σου λυτά και ανέμελα σαν μια κίτρινη ζούγκλα, με ξεφτισμένες, χρωματιστές κορδέλες πλεγμένα χύνονται στους ώμους, ξανθά σα στάχυα λίγο πριν το θέρο κι οι κορδέλες θυμίζουν γαϊτανάκι που δε λύθηκε ποτέ.
Τα μάτια σου κατάμαυρα, καίνε, με προσμονή, ελπίδα, φόβο, μίσος, έρωτα, τρέλα.
Φωτιές που θεριεύουν και σβήνουν τα πάντα στο διάβα τους, ανάβουν εκεί που τα πέλματά σου γυμνά πατούν στο χώμα.
Στο λαιμό σου κρεμασμένα χαϊμαλιά, φυλαχτά και γούρια.
Κι όπως χορεύεις και στροβιλίζεσαι σαν χαϊνης μαύροι καπνοί ξεπηδούν από το έδαφος, εκεί που σέρνεται το λευκό σου νυχτικό και γίνονται πνεύματα που κάλεσες από τα έγκατα της γης να σε συνδράμουν ακούραστοι αρωγοί στις μαγγανείες.
Οράματα και όνειρα σε κλείνουν σε ένα λαβύρινθο, δεν ξέρεις πια αν είσαι ξύπνια ή χαμένη στο λήθαργο ψάχνεις το ένα και μοναδικό μονοπάτι για να βγεις στο αχνό φως του φεγγαριού.
Ψιθυρίζεις, τραγουδάς λόγια που δε σου δίδαξε ποτέ κανείς, λέξεις δίχως νόημα που παίρνουν σάρκα και οστά και προσκυνούν μπροστά σου, ταπεινοί σου υπηρέτες.
Στέλνεις τις εντολές σου με δυο μαύρα κοράκια που κρώζουν δυνατά, τρομοκρατικά κι η πλάση υποκλίνεται στη φοβερή σου δύναμη.
Στην έκλειψη του ματωμένου φεγγαριού, εκεί που βυθίζεται το άπαν στο σκοτάδι, βασίλισσα του κόσμου γίνεσαι και τιμωρείς την αδικία σου, κηνυγάς μια αγάπη που σκότωσες για να την αναστήσεις και πίσω να την φέρεις από τον κόσμο των νεκρών. Ψάχνεις τον έρωτα να βρεις απελπισμένη και να μαγέψεις εσένα πρώτα, μήπως η καρδιά σου μπορέσει ν' αγαπήσει ξανά. Εκείνη η καρδιά που έβαψε τα χέρια σου με αίμα και γέμισε δαίμονες το κρεββάτι σου και στοίχειωσε τον ύπνο σου. Κι ο φόβος για το αύριο, για εκείνο το κάρμα που έχεις προδώσει κι οι ενοχές για τον άγγελό σου που κλαίει σε μια γωνιά τραντάζουν το κορμί σου με λυγμούς.
Με ένα μαχαίρι χαράζεις την παλάμη σου, γυρνάς το βλέμμα σου στο φεγγάρι κι ουρλιάζεις σα λύκαινα τις προσταγές σου.
Και το ξημέρωμα σε βρίσκει αποκαμωμένη, να αγγίζεις το αίμα που ακόμα σταλάζει στο χώμα και να προσεύχεσαι για σωτηρία, λήθη και συγχώρεση σε ένα Θεό που δεν πίστεψες ποτέ.
 

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Εσύ...

Σε νιώθω δίπλα μου αμήχανο, με τα μάτια χαμηλωμένα σε εκείνο το τσιγάρο, που όλο μόνο του σβήνει κι όλο το ανάβεις ξανά και ξανά, στριφογυρνώντας το στα μακριά σου δάχτυλα. Κι όλο ρωτάω να μάθω για σένα μα εσύ δε μιλάς, ντροπαλά με κοιτάζεις, κλεφτά, σαν παιδί που ερωτεύεται για πρώτη φορά. Με φοβάσαι; Σε ρωτάω χαμογελώντας και εσύ απορημένος με το τόσο θράσος μου δεν ξέρεις τι να απαντήσεις.
Ξέρω, σε φέρνω σε δύσκολη θέση, μα είναι λίγο διασκεδαστικό που και που, γιατί σαν σχολιαρόπαιδο χαμογελάς και τόσο μου αρέσει...
Τα μάτια σου διάφανα νομίζω είναι και το ξέρεις, πως μέσα σου μπορώ να δω τόσο απλά... Γι' αυτό μου κρύβεσαι.
Μη με φοβάσαι. Ποτέ δε θα σου έκανα κακό.
Γιατί πρωτόγνωρα κι εμένα με κάνεις να νιώθω. Σαν έφηβο κορίτσι που ανακαλύπτει τον έρωτα για πρώτη φορά.
Και να χωθώ στην αγκαλιά σου, ονειρεύομαι, τις νύχτες που κουλουριάζομαι μονάχη στο κρεβάτι, ακούγοντας εκείνα τα τραγούδια που σ' αρέσουν. Για να σε μάθω καλύτερα, γνωρίζω τους φίλους σου, βλέπω τις ταινίες που αγαπάς κι όλο σου γράφω, για να μάθω τι κάνεις, να νιώσω κοντά σου έστω για μια στιγμή, ότι μοιράζομαι μαζί σου μια καλημέρα, ένα λεπτό...
Στα χείλη μου, ένα φιλί αργοπορημένο περιμένει να ακουμπήσει κι η αναμονή μια θάλασσα από φόβους. Γιατί αργείς;
Ποτέ δε ζήλεψα στη ζωή μου και τώρα ζηλεύω τα σεντόνια που τυλίγουν το κορμί σου τη νύχτα, τον αέρα που χαϊδεύει τα μαλλιά σου, τη δουλειά σου που σε κρατά τόσες ώρες μακριά μου, τους φίλους εκείνους που ακούνε τις ανησυχίες σου, τις έγνοιες σου, τους φόβους σου και που δεν μπορώ εγώ να σου κρατώ το χέρι, όταν έχεις ανάγκη κάπου ν' ακουμπήσεις, κάπου να γείρεις και να ησυχάσεις...
Κι όταν απολαμβάνεις μια κούπα ζεστό καφέ, με τον αγέρα που μπαίνει από το παράθυρο, να ανακατεύει τα μαλλιά σου, και την μυρωδιά της βροχής να πλανιέται στο δωμάτιο, θέλω μονάχα να ακουμπήσω τα χείλη μου πάνω εκεί που ακουμπούσες τα δικά σου, να κλέψω μια γουλιά από τον καφέ σου, να μάθω εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα μυστικά σου.
Και το χαμόγελό σου γεμίζει τα μάτια μου και την ψυχή μου. Πόσο μου λείπει όταν δεν μπορώ να το δω... Πάντα να χαμογελάς, γιατί πολύ σου πάει. Πόσο ταιριάζει αυτό το χαμόγελο στο πρόσωπό σου και πόσο με φοβίζει την ίδια στιγμή;
Μου' πες δεν ξέρεις να αγκαλιάζεις. Άκουσα πως δεν ξέρεις ν' αγαπάς. Και με φόβισαν οι δυσκολίες. Μα ύστερα σκέφτηκα, πως φτάνει αυτό που έχω στην καρδιά και για τους δυο μας. Άφησέ με να σου μάθω εγώ και ν' αγκαλιάζεις και ίσως ν' αγαπάς, να σου δείξω τον κόσμο μου, να μου μάθεις το δικό σου...
Άφησέ με να σε ξυπνήσω με μια καλημέρα με πρωινό στο κρεββάτι αύριο κι ένα φιλί.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Η συναυλία

Μια συναυλία χωρίς φώτα, με αναπτήρες να φέγγουν στο σκοτάδι και να γεμίζουν το θέατρο φωνές ψιθυριστές που σιγοτραγουδούν, να μη χαλάσουν ούτε λίγη από τη μαγεία της φωνής που ακούγεται από το πάλκο.
Στα χείλη μου, μια μελωδία άγνωστη, μα σαν από χρόνια ακουσμένη, ο νους τη θυμάται. Τα μάτια μου γεμάτα με φως και σκοτάδι, τα αυτιά μου χορτάτα, μα η ψυχή πεινασμένη σχεδόν χυδαία...
Κοιτάζω κλεφτά στο πλάι τους ανθρώπους γύρω υπνωτισμένους κι εσένα στο πλευρό μου αδιάφορο και σχεδόν αδαή, βαριεστημένα απλώνεις τα χέρια σου πίσω από το κάθισμά μου και τα πόδια σου βολεύεις πάνω στο κάθισμα του μπροστινού, με τόση αγένεια που καταντά κουραστική και με τρελαίνει. Το ύφος σου επικριτικό και τόσο θυμωμένο σαν να σε έχω σύρει με το ζόρι ως εδώ. Νόμιζα πως σου άρεσε να μου κάνεις τα χατήρια, να με κακομαθαίνεις λίγο που και που σαν παιδί, με μικρές χαρές που με ξεγελούν και με παρασύρουν. Νόμιζα πως σε κάνει το χαμόγελό μου ευτυχισμένο.
Προσπαθώ να αφεθώ σε αυτό το τραγούδι, που για έρωτες παθιασμένους μιλά και για αγάπες που αντέχουν στο χρόνο, μα η ματιά μου γυρίζει σε σένα και πνίγομαι. Στον κόμπο που εγκαθίσταται στο λαιμό μου, ζητάω με φόβο να φύγει, μα εκείνος αυτόβουλος δε νοιάζεται. Στο δάκρυ που σκάλωσε στα μάτια μου έτοιμο να κυλήσει, γελάς χαιρέκακα και . Σου φαίνεται αστεία η συγκίνηση μου λες. Είναι που δεν ξέρεις γιατί είναι εκεί αυτό το δάκρυ.
Σε κάθε χειροκρότημα κοιτάζεις γύρω σου ενοχλημένος και τακτικά το ρολόι σου, παρακαλώντας να τελειώσει γυρνώντας τα μάτια σου στον ουρανό.
Το ζευγάρι μπροστά μας τραγουδά αγκαλιασμένο κοιτάζονται στα μάτια κι η ατμόσφαιρα μελώνει κι εγώ ζηλεύω σαν παιδί που τρώνε μπροστά του παγωτό κι εκείνο δεν έχει,σαν παιδί που έχει μπροστά του ένα παιχνίδι μα δεν του επιτρέπεται να παίξει.
Η ώρα περνά,το τέλος ζυγώνει και δε θέλω απόψε να γυρίσουμε στο σπίτι μαζί. Κανένα άλλο βράδυ. Θέλω να πούμε αντίο στην πόρτα του θεάτρου κι ύστερα σα δυο ξένοι να πάρουμε ο καθένας το δρόμο του.
Αν ποτέ με ξαναδείς κάνε μου δώρο μια συναυλία σαν αυτή την αποψινή που μου χρωστάς.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Ο σκαραβαίος

Σταματημένη σε ένα φανάρι του περιφερειακού, με τον παλιό, γαλάζιο, πολυταξιδεμένο σκαραβαίο μου, παρατηρώ γύρω μου να μαρσάρουν επιδεικτικά, χαζογελώντας, άντρες όλων των ηλικιών με τα παιχνιδάκια τους, που προεκτείνουν κάπως τον ανδρισμό τους ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν...
Ένα μικροσκοπικό, ελαφρώς εναλλακτικό άρα χαζό κορίτσι με ένα ηλικιωμένο αυτοκίνητο - που όμως για μένα κρατά ακόμη την αίγλη μιας τρελής και χαρούμενης εποχής - προφανώς είναι τόσο αστείο, με το φούξια φιόγκο καρφιτσωμένο στα μαζεμένα ψηλά μαλλιά του, τα ελαφρώς ατημέλητα ή μάλλον με μια δική τους θέληση, που αποκτούν ευθαρσώς από τον αέρα που μπαίνει από το κατεβασμένο παράθυρο.
Κοιτάζω γύρω μου χωρίς σαστιμάρα, έτοιμη να την προκαλέσω εγώ σε εκείνους τους κυρίους, γιατί όσο ήρεμη και χαλαρή κι αν μοιάζω στο μικροσκοπικό κορμί μου, μέσα μου ουρλιάζει η ψυχή μιας μεγάλης φεμινίστριας, μιας απαιτητικής κυρίας και μια αξιοπρέπεια το δίχως άλλο κληρονομική αλλά κι επίκτητη, από έναν πατέρα που μεγάλωσε ένα αγοροκόριτσο με απίστευτα υπέρμετρο εγώ.
Η μουσική δυναμώνει στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου κι η σκέψη μου τρέχει με χίλια σε μακρινές κατάλευκες παραλίες και διάφανα νερά για να μη με αφήσει να γίνω κακή. Πιστεύω και στο κάρμα βλέπεις... Αλλά μέσα μου η Ελληνίδα φωνακλού θα υπερισχύσει. Το νοιώθω!
Δυναμώνω λίγο παραπάνω τη μουσική κι αρχίζω να τραγουδώ ώστε να μην ακούω αυτή τη φασαρία γύρω μου. Δε θα κλείσω το παράθυρό μου - είναι κι ολόκληρη διαδικασία στο παλιό μου αυτοκινητάκι, που δεν έχει ηλεκτρικά παράθυρα - κι ας μυρίζει απαίσια ο αέρας, ποτισμένος με το καυσαέριο όλων αυτών των αυτοκινήτων που μαρσάρουν.
Η εσωτερική μου φωνούλα μου λέει να κάνω λίγη υπομονή όσο να ανάψει το φανάρι και να εξαφανιστώ εκτός πόλης, εκεί που η φύση μοσχοβολάει και το πράσινο χρώμα γεμίζει τη ματιά μου. Αρχίζω να τραγουδώ δυνατά το αγαπημένο μου rock τραγούδι, που ήρθε στο ραδιοφωνάκι μου σαν από μηχανής Θεός. "Ένας τρόπος μόνο υπάρχει να διαλύσεις αυτούς τους ταλαίπωρους κυρίους, νεαρούς και μη, την κακή συμπεριφορά τους και την ενόχληση που σου προκαλούν. Ένας τρόπος και μάλιστα τόσο απλός..." ακούω μια φωνή στο κεφάλι μου.
Το φανάρι ανάβει πράσινο και ξεκινώντας, αρχίζω να φωνάζω στους γύρω μου: "Καλή συνέχεια στην πόλη! Πάω διακοπές!" και κορνάροντας χαρούμενα απομακρύνομαι, αφήνοντας πίσω, όχι άλλα χαμόγελα κοροϊδευτικά αλλά σκυθρωπά, σαστισμένα πρόσωπα... Αντε γεια σας!

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Δυο κουβέντες σε κάποιον που μου λείπει...

Βράδια σαν το αποψινό, που δε με παίρνει πάλι ο ύπνος - γιατί σκέφτομαι κι ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά, γιατί η καρδιά μου χτυπά δυνατά - σου γράφω για να σου πω πως είμαι, τι κάνω…
Η κάθε μέρα πιο έντονη σε συγκινήσεις, κάθε φορά γίνομαι πιο δυνατή.
Δεν έχω καθόλου χρόνο. Δε θέλω να έχω χρόνο. θέλω να φωνάξω πως δε μου φτάνουν οι ώρες της μέρας.
Έχω τόσα πολλά ακόμα να κάνω. Τόσες επιτυχίες να πανηγυρίσω σαν τρελή. Τόσους φίλους να γνωρίσω, τόσους κόσμους, τόσους μακρινούς τόπους, τόσους ανθρώπους. Να χαθώ στον ορίζοντα, όχι στο ηλιοβασίλεμα, να αντικρύσω ανατολές, να μετρήσω όλα εκείνα τ' αστέρια τ' ουρανού που μου ξέφυγαν ως τώρα κι ίσως να ανακαλύψω καινούρια.
Ψάχνω την τελειότητα, εκείνον τον παράδεισο, μα θέλω τόσο να απολαύσω το ταξίδι, σαν παιδί. Έχω γίνει πολύ φιλόδοξη. Όχι ματαιόδοξη, μην τα μπερδεύεις!
Θέλω να φτάσω ψηλά. Να μπορείς να είσαι περήφανος για’ μένα.
Και θα φτάσω εκεί...
Τα παιδιά συνηθίζουν να ονειρεύονται, να μετρούν τ’ αστέρια, να ξεχνούν τις πληγές από κάθε πέσιμο κι όταν πέφτουν σηκώνονται με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.
Κι εγώ, ναι – το ξέρουμε κι οι δυο καλά – είμαι παιδί ακόμα.
Αρκετές φορές έπεσα, δε νομίζεις;
Ώρα να σηκωθώ. Κι αυτή τη φορά θα’ ναι πολύ ψηλά.
Δε με νοιάζει αν θα ξαναπέσω μετά, αρκεί να μπορέσω ν’ ανέβω εκεί ψηλά.
Έχω τόσα όνειρα, τόσες σκέψεις και μέσα απ’ τα πολλά λάθη που κάνω ένα μόνο ξέρω.
Θέλω να σε κάνω περήφανο, όπως έκανες εσύ εμένα.
Κάποια μέρα θα φτάσω ψηλά.
Τόσο ψηλά που ίσως σ’ αγγίξω.
Δε θ’ αργήσει αυτή η μέρα.

Στο υπόσχομαι…

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2015

Ένα καλοκαίρι...

Καλοκαιρινές καυτές μέρες υπνωτίζουν σιγά σιγά το μυαλό μου, ενώ σειρήνες φωνάζουν στ' αυτιά μου, ν' αποδράσω από τα δεσμά μου, να τρέξω κοντά τους, να μείνω για πάντα συντροφιά τους. 
Στα χείλη μου, η γεύση της αλμύρας από το κορμί σου το αγαλματένιο, που το λούζει ο ήλιος κι ένας μικρός πόνος απ' τ' οργισμένο δάγκωμα στο τέλος του παθιασμένου φιλιού σου. 
Μια γλυκιά ηδονή στην καρδιά, μια μικρή αλητεία στα μάτια, μια απόδραση στο νου σε εξωτικά και μακρινά, απομονωμένα, απάτητα κι ανεξερεύνητα νησιά. Κάπου που κανείς δε θα με βρει, κάπου που κανείς δε με ξέρει.
Εκεί που δε χρεώνομαι τα λάθη μου κι η συνείδησή μου κοιμάται έναν δίκαιο ύπνο χωρίς όνειρα ή εφιάλτες.
Κάτι τέτοιες καυτές μέρες ο αλτρουιστικός άγγελος στο δεξί μου ώμο σωπαίνει απειλητικά και αποχαυνωμένα. 
Καμιά φορά ο υπόκωφος ήχος της σιωπής με τρομάζει, ενώ ο μικρός τσαχπίνης, σκανταλιάρης δαίμονας, ολόρθος στον αριστερό μου ώμο, κουνάει την ουρά του χαιρέκακα και χοροπηδά μανιασμένα με ένα παράξενο αινιγματικό χαμόγελο και ψιθυρίζει στ' αυτιά μου ιστορίες για μικρά ερωτηματικά και μεγάλα "Αν...".
Ω... Πάψε πια! Ξέρω τι θέλω, ξέρω τι κάνω. Ποτέ ξανά δεν ήταν η ζωή τόσο ξεκάθαρα σκληρή, ποτέ ξανά δεν είχε αλαφρύνει τόσο η ανάσα μου, ποτέ ξανά το βλέμμα μου δεν έβλεπε τόσο καθάρια.
Θα κοιμηθώ απόψε ήσυχη, συμφιλιωμένη με τους φόβους μου που πάντα προσπαθούσα να τους γνωρίσω και να παλέψω μαζί τους. Όχι πια.
Θα ονειρευτώ μια θάλασσα βαθιά, γαλαζοπράσινη, γεμάτη κοραλλιογενείς υφάλους, αγγελόψαρα χρωματιστά να κολυμπούν τριγύρω και καταπράσινα φύκια...
Θέλω μόνο να βουλιάξω στον νερό, με τα μαλλιά μου να κινούνται ανέμελα σαν τα φύκια, να βυθιστώ ήσυχη, να με παρασύρει ένα ρεύμα κι η τελευταία ανάσα μου να φτιάξει όμορφες μπουρμπουλήθρες που θα τις κοιτώ να χάνονται προς τα εκεί που ο ουρανός κι ο αγέρας σμίγουν με τη θάλασσα.
Μα δε θα ξυπνήσω το πρωί σε κανένα απάνεμο λιμάνι...

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Χωρισμός

Στα μάτια σου η θλίψη κι η οργή, στα δικά μου ο φόβος κι η απόγνωση. Μέσα σου η προδοσία, μέσα μου κενό. Στα χρόνια που πέρασαν άφησαν ρωγμές η καθημερινότητα κι η ρουτίνα, τώρα μία μία ανοίγουν και η ραγισμένη αγάπη μας σπάει σε χίλια κομμάτια. Κι όμως σ' αγαπησα τόσο πολύ, μόνο που τώρα πια δεν το θυμάμαι. Κι εσύ μ' αγάπησες. Λένε η αγάπη μένει.
Ψέματα είναι. Ο έρωτας ίσως να γίνει αγάπη, μα η αγάπη όταν μετασχηματιζεται γίνεται οργή, δίνει τη θέση της στην κτητικοτητα και τον εγωισμό, το νοιαξιμο κι η στοργή γίνονται μίσος και κατάρα. Καταλήξαμε να μετράμε ο ένας τα λάθη του άλλου σαν να κάναμε επανάληψη στα μαθηματικά που είχαμε μελετήσει στο σχολείο. Μετά τα λάθη αρχίσαμε να συγκρίνουμε ποιος αγαπούσε πιο πολύ, ποιος θυσιάστηκε περισσότερο στο βωμό της σχέσης.  Ούτε τότε καταλάβαμε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Η επαφή μηδαμινή, ο καθένας κλεισμένος στον εαυτό του και το μαζί πήγε περίπατο. Τώρα πια όχι εμείς, μα εγώ κι εσύ. Δυο όντα τόσο ξεχωριστά χωρίς ούτε μία τόση δα μικρή υπερκαλυψη.
Τις νύχτες δεν μπορώ πια να κοιμηθώ, το άγγιγμά σου φωτιά στα σωθικά μου, πονάει η ανάσα στο στήθος μου, πνίγομαι σα να έχω μια θηλιά στο λαιμό. Κοιτάζω το ταβάνι και προσπαθώ να αδειασω τη σκέψη μου γιατί όσο σκέφτομαι τόσο διαπιστώνω πως τίποτα δε μας έμεινε, πως δε μοιάζει η ζωή με εκείνο που ονειρεύτηκα μαζί σου, πώς φοβάμαι το αύριο που αναγνωρίζω πως έρχεται αδυσώπητο, πως φοβάμαι εσένα. Πόσο όμορφη η άγνοια, θα με κρατούσε ευτυχισμένη, σαν όπιο. Θα με άφηνε με μια ελπίδα πως μπορεί όλα να γίνουν όπως πρώτα.
Αναρωτιέμαι γιατί είμαι εδώ, γιατί είμαι μαζί σου. Μήπως αντί να σ' αγαπώ και να σε θαυμάζω άρχισα πια να σε λυπάμαι; Να σκέφτομαι μη σε πονέσω ή τι θ' απογινεις χωρίς εμένα;
Απόψε είναι η νύχτα των μεγάλων αποφάσεων. Με τον καιρό έγινα βλέπεις πιο αποφασιστική. Εσύ θα με πεις σκληρή μα η αλήθεια είναι πώς αν ειλικρινά αγαπηθήκαμε τόσο βαθιά δε μας αξίζει αυτή η ανελέητη πτώση, η ανελευθερία, ο εγκλωβισμος σε μια κατάσταση που πια δε μας γεμίζει και μας αφήνει στερημένους, δυστυχισμένους, δίχως φως.
Ήρθε η ώρα ένας από τους δυο μας να φανεί δυνατός, να πει πρώτος αντίο. Μακάρι να ήξερες πόσο λυπάμαι που είμαι εγώ αυτή.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Κρυφά...

Μια ζωή ολόκληρη κρύβεσαι. Από όλους, από όλα, από τον εαυτό σου τον ίδιο.
Στα παιδικά σου χρόνια, για εκείνο το βάζο που έσπασες, μη σε μαλώσουν.
Στην εφηβεία, ένα τσιγάρο στα κλεφτά στις τουαλέτες του σχολείου.
Στα δεκαοκτώ, ένας κρυφός έρωτας γιατί οι γονείς σου θα τρελαίνονταν από την αγωνία που έμπλεξες με εκείνον τον αναρχικό τύπο με τα μακριά μαλλιά και τα πολλά τατουάζ που πίστευε σε αριστερές ιδεολογίες και άκουγε παράξενες δυνατές μουσικές.
Στα είκοσι, κάποιες διακοπές με τους καινούριους φίλους σου κρυφά από τους παλιούς, εκείνους τους δοκιμασμένους που σου φτάνουν μόνο για να πεις τον πόνο σου, μα με τους άλλους περνάς καλύτερα.
Στα εικοσιδυό ένα μεθύσι τρελό, σε βρήκε το ξημέρωμα σε ξένο σπίτι, σε ξένο κρεββάτι, σε άγνωστη αγκαλιά, άλλη από τη συνηθισμένη.
Στα εικοσιπέντε νόμιζες πως είχες πιάσει τη ζωή απ' τα μαλλιά, μα σαν πνιγμένος την τραβούσες στον πάτο μαζί σου.
Στα τριάντα στο διάβασμα ενός βιβλίου αποφάσισες ν' αλλάξεις τη ζωή σου και δεν τα κατάφερες γιατί όταν τελείωσε ο ενθουσιασμός, είπες να μη χάσεις τα κεκτημένα. Το ρίσκο σε τρομάζει.
Στα τριανταπέντε αποφάσισες να κάνεις οικογένεια, γιατί τα χρόνια περνούν και γιατί έτσι σου είπανε πως πρέπει να κάνεις. Αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Όχι γιατί ερωτεύτηκες παράφορα κι αγάπησες βαθιά...
Στα σαράντα σου με δυο παιδιά τώρα πια κι έναν σύζυγο, σκέφτηκες πως αφού δεν μπόρεσες να αλλάξεις τη ζωή σου κι είχες αρχίσει να βαριέσαι, μήπως να προσπαθούσες να αλλάξεις τον κόσμο.
Μα είσαι τόσο κάλπικη που όσο κι αν προσπαθήσεις τον κόσμο δε θα μπορέσεις να τον φτιάξεις ποτέ. Τόσο ψεύτικη, τόσο κρυψίνους που αν δεν αλλάξεις πρώτα τον ίδιο σου τον εαυτό, ποτέ δε θα μπορέσεις να αλλάξεις τον κόσμο.
Στα κρυφά τα μάτια σου βουρκώνουν κι η φωνή σου σπάει, όταν σκέφτεσαι εκείνα που δεν έκανες ποτε, τα απωθημένα από το συνειδητό που μένουν όμως βασιλιάδες του ασυνείδητου. Θυμάσαι όλα εκείνα που κρυφά προσπάθησες να απολαύσεις, μα δεν τα χόρτασες γιατί φοβόσουν την κριτική.
Ψεύτικα όνειρα όσα δήλωνες γιατί τα αληθινά τα έκανες κρυφά κάτι μοναχικές νύχτες στο κρεβάτι ή κάποιες στιγμές στο αυτοκίνητο με τη μουσική να φωνάζει στα αυτιά σου. Ψεύτικος κι ο χαρακτήρας σου, στον φτιάξανε όλοι οι άλλοι, δικό σου τίποτα δεν έμεινε. Δεν αγαπήθηκες γι' αυτό που ήσουν, μα για αυτό που θα μπορούσες να γίνεις. Κι έτσι άλλαξες.
Και τώρα πια τίποτα δε σε γεμίζει και στα κρυφά ένας λυγμός σε πνίγει μα δεν τον αφήνεις να φανεί. Κι ανησυχείς μήπως έκανες λάθος. Ύστερα κοιτάζεις τριγύρω κι αποφασίζεις πως είσαι καλά... Μέχρι την επόμενη φορά.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Απόλυτος

Στα αυτιά μου βουΐζει η φωνή σου να μου λέει πως η ζωή είναι άσπρη και μαύρη, ούτε καν κάποια απόχρωση του γκρι. Η απολυταρχία σου και η ισχυρογνωμοσύνη σου, με κάνουν να φοβάμαι πως λάθος πίστευα τόσα χρόνια ρομαντικά κι αιθέρια πλασμένο τούτο τον κόσμο.
Ο χαρακτήρας μου εύπλαστος πηλός στα χέρια σου, ενώ γυρνάς με απίστευτη ταχύτητα τον τροχό. 
Τι ξημερώνει αύριο, εσένα περιμένω να μου πεις, γιατί δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά τόσο μπερδεμένη. Αλλιώς ονειρευόμουν, αλλιώς φανταζόμουν, αλλιώς ως τώρα είχα δει τη ζωή. Έπαψα στα μάτια μου να πιστεύω, άρχισα να πιστεύω στα δικά σου. Κι αν είναι κάλπικα ποτέ δε νοιάστηκα να μάθω.
Μου λες η σκληρή πραγματικότητα πρέπει να με προσγειώσει και να μην πετάω στα σύννεφα, μα η προσγείωση ανώμαλη κι εγώ βαριά τραυματισμένη.
Απόλυτα φωνάζεις και μετράς τα λάθη μου. Ναι, έκανα πολλά, μα ακόμη μαθαίνω σαν παιδί. Άλλα τα επαναλαμβάνω, άλλα μου γίνανε διδάγματα. Μα εσύ περιμένεις μια τελειότητα που δεν μου ταιριάζει. Στο δρόμο της θα βαδίσω να βρω τον παράδεισο μα δεν γνωρίζω αν θα φτάσω ποτέ.
Παράδεισος μου λες δεν υπάρχει, την κόλαση όμως δεν την αποκλείεις.
Επιμένεις να με κρίνεις σκληρά σαν να είσαι ένας θεός δυνατός κι εγώ μονάχα μια αδύναμη κοινή θνητή.
Στο τίποτα της ύπαρξης με ρίχνεις ενώ εσύ ολοκληρωτικός και παντοδύναμος καυχιέσαι. Σε φοβάμαι, τρέμω.
Είχα θαυμάσει στην αρχή την ψυχρή λογική σου και την υπέρμετρη ψυχραιμία σου, την τόση δύναμή σου μα βλέπω τώρα μια σκληρότητα, οργή, ίσως και μίσος στην απύθμενη προσπάθεια να με κάνεις όμοιά σου. Νόμιζα πως είχες αγαπήσει τη διαφορετικότητά μου, μα βλέπω πως αγάπησες εκείνο που ήθελες να φτιάξεις. Tabula rasa ήμουν για σένα κι έγραψες πάνω μου με ανεξίτηλο μελάνι.
Ο ήχος της φωνής σου στα αυτιά μου βαρύς, υπόκωφος, πονάει.
Οι λέξεις με πνίγουν, θηλιά στο λαιμό, σαν βγαίνουν από τα χείλη σου μεθοδικά κι απόλυτα κυριαρχικές.
Δε με αναγνωρίζω πια. Άρχισα να φοβάμαι κι εμένα. Τώρα με φοβάσαι κι εσύ γιατί σου μοιάζω και πια δεν μπορείς να με αγαπήσεις...

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Μίλησέ μου...

Μίλησέ μου,
τις νύχτες εκείνες που σε πνίγει η σιωπή.
Μίλησέ μου,
τις ώρες εκείνες που οι λυγμοί δυναμώνουν.
Μίλησέ μου,
τις μέρες εκείνες που φοβάσαι απ' το σπίτι να βγεις.
Μίλησέ μου,
τις στιγμές που η ανάγκη κραυγάζει στο στήθος σου.
Κι αν πνίγεσαι, κι αν πονάς, κι αν φοβάσαι,
εδώ είμαι....
Μίλησέ μου...
Οι άνθρωποι σου φαίνονται παράξενοι και ξένοι
μα εγώ είμαι εδώ κι είμαι πάντα δική σου.
Γείρε το κεφάλι σου στο στήθος μου,
ακούμπησε τους αναστεναγμούς σου.
Θα σου κρατώ το χέρι να τρομάξουμε μαζί το φόβο,
να διώξουμε τα φαντάσματα, τις ενοχές...
Είναι η ζωή μια βόλτα ως το φεγγάρι και πίσω.
οι φωνές μας ένα τραγούδι,
ο χτύπος της καρδιάς σου, ο τρόπος να μετρώ την ώρα.
Μίλησέ μου.
Θα σ' ακούσω.
Θα χαιδέψω απαλά τα μαλλιά σου,
θα σου πω μια γλυκιά ιστορία
και θα σ'αφήσω να αποκοιμηθείς,
να ταξιδέψεις με τη μυρωδιά του κορμιού μου στα όνειρα.
Κι όταν ξυπνήσεις το πρωί καμιά σκιά δε θα' χει μείνει στο δωμάτιο...

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Μια βόλτα...

Καθώς παρατηρώ τον ουρανό να σκοτεινιάζει, τα σύννεφα να εξαφανίζουν, να καταπίνουν σχεδόν τον ήλιο κι ακούω ένα θόρυβο υπόκωφο, περιμένω να ξεκινήσει μια δυνατή βροχή, μα μην ξεχνάς πως δεν φοβάμαι τους κεραυνούς και τις αστραπές στον ορίζοντα.
Σήμερα θα αφήσω ανοιχτό το παραθυρό μου για να φέρει ο αέρας μέσα τις στάλες της βροχής, βαρέθηκα να τις κοιτάζω να αφήνουν σημάδια καθώς κυλούνε στο τζάμι. Θα ανοίξω τις κουρτίνες και θα έχω συντροφιά μου και τα φύλλα των δέντρων που πέφτουν.
Ύστερα αποφάσισα να βγω μια βόλτα στο δρόμο, με το τζιν σορτσάκι μου, το λευκό κοντομάνικο φαρδύ μπλουζάκι μου και τα χρωματιστά πάνινα παπούτσια μου. Θα περπατήσω λιγάκι, θα τρέξω, θα χοροπηδήξω στο ρυθμό μιας μουσικής γραμμένης στο μυαλό μου, θα τραγουδήσω λίγο, θα πετάξω στο πλάι την ροζ ομπρέλα μου, θα ανοίξω τα χέρια μου προς τον ουρανό και θα αρχίσω να γελώ.
Οι περαστικοί θα με κοιτούν παράξενα, μα δε με νοιάζει.
Βρεγμένη, λίγο κουρασμένη, λίγο κρυωμένη αλλά ευτυχισμένη γιατί έμαθα να γεύομαι κάθε στιγμή της ζωής. Θα' ρθεις μαζί;

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Στις άδειες μου ώρες...

Στις άδειες μου ώρες σε σκέφτομαι και μου λείπεις.
Εκείνες τις ώρες φωνάζεις δυνατά, κραυγές στα αυτιά μου, να μην αφήσω τον εαυτό μου, να μην αφήσω τη ζωή, να μην ξεχάσω και να σταθώ δυνατή.
Τις άδειες ώρες καρφώνω το βλέμμα μου στο κενό και πονάω. Διπλώνομαι στα δυο, τα δάκρυα κυλούν κι εγώ δεν είμαι εκεί.
Εκείνες τις άδειες ώρες σκέφτηκα πολλές φορές να βλάψω τον εαυτό μου. Γιατί με σταμάτησες αφού δεν είσαι εδώ;
Με την απορία αν θα σε ξαναδώ, με την ελπίδα να σε ξαναγγίξω.
Η θλίψη σαλεύει το νου, παραμορφώνει το χρόνο και το χώρο, διαβάλλει τις σκέψεις μου.
Στο πουθενά κατοικώ, στο παντού ονειρεύομαι, στο χτες αγαπώ, στο σήμερα πονάω και στο αύριο φοβάμαι.
Τις άδειες μου ώρες, το σπίτι κλείνει σε δυο διαστάσεις και με πνίγει ενώ η μορφή σου μου απλώνει το χέρι να με τραβήξει, να με σώσει.
Οι ενοχές για το απόλυτο τίποτα καταστρατηγούν τη ζωή μου. Κι εκείνα τα αν και τα ερωτηματικά γίνονται σφιχτές θηλιές στο λαιμό.
Στις άδειες μου ώρες σε σκέφτομαι και μου λείπεις. Ένας χωρισμός ο θάνατος κι ένας θάνατος ο χωρισμός.
Εκείνες τις ώρες οι αναμνήσεις γίνονται αγγίγματα, ακούσματα, μυρωδιές, γεύσεις οδυνηρά όμορφες κι αγαπημένες μα τόσο ανύπαρκτες και τελειωμένες.
Τις άδειες ώρες καρφιά και μαχαίρια στο κορμί και την ψυχή μου ματώνουν την κάποτε υπέρμετρα στυγνή λογική μου. 
Εκείνες οι άδειες ώρες έρχονται κάθε μέρα...

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Μια ζωή αλητεία...

Μια ζωή αλητεία, μια ζωή σβησμένα τσιγάρα στο τασάκι κι άλλα που μύριζαν λιβάνι στα χείλη σου. Μια ζωή άδεια ποτήρια ουίσκι παρατημένα στο τραπέζι. Μια ζωή ροκ μελωδίες που ούτε σε γέμιζαν ούτε αδιάφορο σε άφηναν, απλώς για λίγη συντροφιά στην οργή σου το ραδιόφωνο ούρλιαζε στα αυτιά σου και τα δικά μου.
Μια ζωή που τα "Όχι" ήταν σίγουρα περισσότερα από τα "Ναι" και τα όνειρα μοιάζαν προδομένα. Ήσουν λίγο αντιδραστικός και λίγο αναρχικός. Ήσουν ελεύθερος. Δεν υπήρχε λόγος να κάνεις όνειρα. Πραγματικότητα δε θα γινόταν κανένα. Η μοίρα μου είχες πει είναι γραμμένη στ' άστρα κι εγώ τα κοίταζα τις νύχτες για να τη διαβάσω.
Μια ζωή μια μικρή κατάθλιψη γιγαντωνόταν μέσα στα σωθικά σου. Δεν είναι τίποτα, μου είχες πει, λίγη μελαγχολία. Έτσι οι μεγάλοι ποιητές μπορούν να γράψουν μόνο.
Στα τσιγάρα και στα ποτά έψαχνες να βρεις τη λύση σου μερόνυχτα κι εγώ δεν έβρισκα τρόπο να βοηθήσω. "Θα τα καταφέρω μόνος, μου είπες. Μπορώ. Μη φοβάσαι.". Κι όλο έγραφες, έγραφες, χωμένος μέσα σε εκείνο το χαρτομάνι που δεν μπόρεσα ποτέ να συμμαζέψω κι ύστερα σε μια γωνιά με την κιθάρα πάλευες ώρες ολόκληρες να φτιάξεις κάτι μουσικές που με αιχμαλώτιζαν και με πονούσαν σα μαχαίρι στην καρδιά.
Πάνω σε εκείνη την παλιά μοτοσυκλέτα, που σου είχε αφήσει ο συγχωρεμένος ο πατέρας σου διαθήκη, κάπως έτσι σε θυμάμαι. Με εκείνο το μουσάκι που σε έκανε να δείχνεις λίγο σκυθρωπός και φοβερός, με τα μαλλιά σου να τινάζουν ανακατεμένα αστεία κι όμως τόσο ερωτικά, με το τσιγάρο να καίει και ένα χαμόγελο αγνό και λίγο διεστραμμένο, με ένα ξεβαμμένο σκισμένο τζιν που το είχαμε πετσοκόψει με το ψαλίδι ένα βράδυ για στυλ, με το δερμάτινο άγριο τζάκετ με φερμουάρ στραβά και μισοχαλασμένα που το είχαμε αγοράσει μαζί από ένα μαγαζί στο Μοναστηράκι, και με εκείνα τα χοντρά μαύρα μποτάκια με τα καρφιά. Θυμάμαι εκείνα τα μάτια που με κοίταζαν μελωμένα, με τόσο έρωτα, τόση στοργή, τόση αγάπη, με θαυμασμό και ζήλεια, με φόβο και πάθος, με ανησυχία και θλίψη. Εκείνα τα μάτια σου τα παιδικά. Καστανά ή μαύρα ή καμιά φορά λίγο πράσινα. Με τη διάθεση σου μου φαίνεται άλλαζαν χρώμα.
Μια ζωή αλητεία κι εγώ μαζί σου. Να καταστρέφεσαι κι εγώ να σε κοιτάζω. Μια ζωή αλητεία, η φωνή σου χοντρή και βραχνή και ο καπνός να με πνίγει. Τα μάτια μου κόκκινα, τα ποτήρια να αδειάζουν, τα μάτια σου να σβήνουν κι οι μαύροι κύκλοι να μεγαλώνουν και σα μαύρες τρύπες να ρουφάνε κι εσένα κι εμένα που σε κοίταζα μονάχα. Η ανάσα σου στο στήθος μου τα πρωινά βαριά, ανήσυχη. Σε μια αγκαλιά κουλουριασμένος να κρυώνεις. Κι εγώ μόνη. Δεν ήσουν στ' αλήθεια εκεί.
Καβάλα στη μοτοσυκλέτα και στους δρόμους μια βόλτα. Ελευθερία. Τα μαλλιά να ανεμίζουν και να μπλέκονται, ο αέρας να μαστιγώνει τα πρόσωπά μας κι εσύ να τρέχεις σαν να μην υπάρχει αύριο. Έπειτα στην πλατεία, ανεβασμένοι στο παγκάκι με δυο μπουκάλια μπύρα. Κι εκείνα τα φιλιά σου τα κλεμμένα που μύριζαν καπνό και αλκοόλ. Εκείνα τα χέρια σου που σαν τανάλιες φυλάκιζαν το κεφάλι μου μόνο και μόνο για να ψάξουν εξονυχιστικά τα μάτια μου.
Γεια σου ρε αλάνι, σου φώναζε που και που κανένας γνωστός κι εσύ ένευες με συγκατάβαση. Ούτε μια λέξη. Θυμάμαι μου είχες πει "Τα λέει όλα η σιωπή.". Και μοιραζόμασταν τις μπύρες, τη σιωπή και κανένα τσιγάρο στα κλεφτά.
Μόνο εσένα έχω, σου είχα πει ένα βράδυ. Κρατήσου. Αν όχι για σένα κάντο για μένα.
"Μη φοβάσαι. Θα περάσει. Κι αν δεν περάσει δεν πειράζει. Εγώ σ' αγάπησα. Κι εσύ μ' αγάπησες. Αυτό μας φτάνει. Δεν υπάρχει για πάντα. Δεν υπάρχουν όνειρα για ουτοπίες γιατί σε ξέρω και με ξέρεις. Κι όταν τελειώσουμε θα μείνει η αγάπη."
Μια ζωή αλητεία. Κι εγώ μόνη να συνεχίζω από εκεί που με άφησες, να αλλάζω, να βολεύομαι, να σε ξεχνάω, να σε κρύβω. Να φτιάχνω εκείνη τη ζωή που νόμιζα πως θα έφτιαχνα μαζί σου. 
Που και που, όταν φοβάμαι, ξεπηδάει στο νου μου τις νύχτες εκείνη η εικόνα με σένα και τη μοτοσυκλέτα και τότε κλαίω γιατί δεν είμαι πια αυτό που αγάπησες, αυτό που εξιδανίκευσες, γιατί σε πρόδοσα και δε σου αξίζω. Ναι, η αγάπη μένει. Κι ο πόνος είναι πάντα εκεί.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Καημένε....

Η ζωή σου καημένε, καταστρατηγείται από κανόνες και νόμους που έφτιαξαν άλλοι για σένα, διέπεται από τη δική σου αμετροέπεια, την κακία, την ιδιοτέλεια. Έμαθες να ακόυς την άποψη των άλλων και να τη συμμερίζεσαι. Δεν έμαθες να λες τη γνώμη σου και να έχεις το θάρρος της. Έμαθες να σέβεσαι, υποτίθεται, τους ηλικιωμένους, τους γονείς, τους δασκάλους, τους θεσμούς, την κοινωνία, γιατί έτσι έπρεπε. Δεν έμαθες να σέβεσαι, επειδή το ήθελες, τη διαφορετικότητα, τον πολιτισμό, την ιστορία, τα παιδιά που θα αφήσεις πίσω, το μέλλον που φτιάχνουμε, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, τα όνειρα για διευρυμένους ορίζοντες.
Στο γυάλινο κλουβί που σε κλείσανε, καημένε, εκεί μένεις.
Οι αλυσίδες στα χέρια σου διάφανες, για να μην τις βλέπεις. Αδύναμες, λεπτές σαν πετονιά, αλλά δεν τις κόβεις, γιατί φοβάσαι. Δεν είναι βαριές, μα έτσι δικαιολογείς, πως δεν μπορείς να πετάξεις.
Στα ψεύτικα χρυσάφια σου λουσμένος και με τα πλαστικά, γυαλιστερά διαμάντια σου, ντύνεις το χαρακτήρα σου τον κάλπικο. Ακούς μονάχα τις μουσικές εκείνες που σε κάνουν να νιώθεις κεφάτος μα όχι χαρούμενος και για κανένα λόγο προβληματισμένος. Κονσερβοποιημένοι ήχοι και εικόνες η μόνη συντροφιά σου. Μπροστά σε ένα χαζοκούτι περνάς την ώρα σου, με όλους εκείνους που σου μοιάζουν, να σε γεμίζουν τρόμο κι όχι γνώση. Κι ύστερα μεταλαμπαδεύεις την ανικανότητά σου να γίνεις καλύτερος, σοφότερος, ικανότερος και στους γύρω σου κι ο ωχαδελφισμός σου γιγαντώνεται μαζί με την ημιμάθεια ή την άγνοια που σε διακατέχει.
Μονάχα για σένα σε νοιάζει, για κανέναν άλλο. Μα μια μέρα θα βρεθείς στην ανάγκη τους.
Το διαφορετικό σε τρομάζει, καημένε, είτε είναι χρώμα, είτε είναι πολιτισμός, είτε είναι γλώσσα, είτε θρησκεία, είτε άποψη, είτε χαρακτήρας, είτε άνθρωπος. Το μέλλον σε τρομάζει και σ' ότι σου προστάξουν απαντάς μονάχα "Ναι.", τόσο αβίαστα. Με σκυμμένο το κεφάλι περπατάς κι εργάζεσαι, ζεις. Χωρίς όνειρα, με έναν "μεγάλο αδελφό" να σε παρακολουθεί.
Ένας φοβισμένος μισάνθρωπος είσαι, καημένε. Δεν αγάπησες τον εαυτό σου. Πώς να αγαπήσεις τον κόσμο;

Να ήξερες πόσο σε λυπάμαι...
Είμαι ελεύθερη.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Επίσημη πρώτη

Στα νέα ξεκινήματα, ο φόβος για το άγνωστο σε κατατρέχει και δε σ' αφήνει να χαρείς ειλικρινά, να χαρείς με τον εαυτό σου, για τον εαυτό σου, τις νέες εμπειρίες που έρχονται στη ζωή σου, τους ορίζοντές που ανοίγονται διάπλατα μπροστά σου έτοιμοι και διαθέσιμοι για εξερευνήσεις.
Στην επίσημη πρώτη, τη στιγμή που οι πόρτες ανοίγουν, σε ζαλίζει ο αέρας που φέρνουν, ο αέρας μιας νέας ιδέας, ο αέρας καινούριων προσώπων που χαμογελούν δίπλα σου, ματιών που σε κοιτάζουν και σε καλωσορίζουν.
Στην πρεμιέρα θα' θελες να κρυφτείς στις κουίντες και τα φώτα της ράμπας να μείνουν σβηστά, οι κουρτίνες να μην σηκωθούν ποτέ και κανείς να μη σε ψάξει. Κανείς να μην καρφώσει τα μάτια του πάνω σου, κανείς να μην περιμένει τίποτα.
Κάθε πρωτιά μια δυσκολία, ένα άγχος, η καρδιά σου σφίγγεται, ανελέητη αϋπνία το προηγούμενο βράδυ δε σε αφήνει να ησυχάσεις, κι αν καταφέρεις τελικά να κοιμηθείς τα όνειρα γίνονται εφιάλτες που σε τρομοκρατούν και σε στοιχειώνουν ενώ το χαμόγελο στην επίσημη πρώτη μοιάζει καρφωμένο στα χείλη σου βεβιασμένο, προσποιητό, τα χέρια σου ιδρωμένα σε μια χειραψία που δεν ξέρεις αν θα φανεί τρομακτικά εγκάρδια ή τόσο αδύναμη. 
Τα μάτια σου ανεξέλεγκτα, πλανούνται στο χώρο, ψάχνουν κάτι γνώριμο να γαντζωθούν κι αν δεν το βρουν απογοήτευση, μελαγχολία.
Καχυποψία στη συναναστροφή και καθένας που σε πλησιάζει όσο φιλικός κι αν μοιάζει, όσο αγγελικά πλασμένος θυμίζει δαίμονα στο νου σου.
Εσύ απορημένος δεν καταλαβαίνεις που βρίσκεσαι. Θα πάρεις το χρόνο σου για να παρατηρήσεις, να μάθεις σιγά σιγά έναν ολόκληρο καινούριο κόσμο, να εγκλιματιστείς, να συνηθίσεις κι ύστερα όλα ίσως μοιάζουν τόσο κοινότοπα και εσύ θα καταλήξεις να γελάς με την επίσημη πρώτη.

Popular Posts